Στην Αρχαία Αθήνα υπήρχε ένας πολύ σοφός και πολύ ενδιαφέρων
νόμος, ο λεγόμενος «νόμος της αντιδόσεως».
Ως γνωστόν, μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού τους καθήκοντος,
οι εύποροι Αθηναίοι αναλάμβαναν τις περίφημες «λειτουργίες». Δηλαδή,
αναλάμβαναν να καλύψουν με τη δική τους περιουσία διάφορες ανάγκες της πόλεως.
Χορηγία, γυμνασιαρχία, εστίαση, αρχιθεωρία, ιπποτροφία ήσαν κάποιες από τις «λειτουργίες».
Και ναι μεν οι πλούσιοι Αθηναίοι ξόδευαν πολύ γενναιόδωρα μέρος της περιουσίας
τους προς όφελος της πόλεως, αλλά κι
εκείνη δεν ήταν αγνώμων: τους περιέβαλλε με λαμπρές τιμές και δόξα.
Κάποιες φορές, όμως, η επιλογή των Αθηναίων που θα βαρύνονταν
με τέτοια έξοδα δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Τα πρόσωπα που επιλέγονταν δεν ήσαν –ή
ισχυρίζονταν ότι δεν ήσαν- τόσο πλούσιοι και, άρα, τους ήταν αδύνατον να
αναλάβουν τέτοιο κόστος. Τι γινόταν σ’ αυτήν την περίπτωση; Ο αδικούμενος είχε
το δικαίωμα να αρνηθεί την τιμή που του έκανε η πόλις επιλέγοντάς τον για συγκεκριμένη «λειτουργία». Ζητούσε,
λοιπόν, να απαλλαγεί ο ίδιος από την υποχρέωση, υποδεικνύοντας συγχρόνως
κάποιον άλλο πλουσιότερο Αθηναίο για να αναλάβει τα έξοδα της «λειτουργίας».
Και μάλιστα, τον προκαλούσε σε αντίδοση. Τον προκαλούσε, με άλλα λόγια, να
ανταλλάξουν περιουσίες. Το αποτέλεσμα ήταν: ή ο δεύτερος πολίτης να αποδεχτεί
την ανάληψη της «λειτουργίας» ή η υπόθεση να οδηγηθεί στο δικαστήριο.
Για μια τέτοια αντιδικία ο διάσημος ρήτορας Ισοκράτης εκφώνησε
στο δικαστήριο τον λόγο του Περί
Αντιδόσεως. Ο θιγόμενος πολίτης από την επιλογή του για την ανάληψη τριηραρχίας
ήταν ο Λυσίμαχος, ο οποίος πρότεινε στη θέση του τον Ισοκράτη και τον προκάλεσε
να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους. Εκείνος δεν δέχτηκε και η υπόθεση
δικάστηκε, με αποτέλεσμα την ήττα του Ισοκράτη.
Ο σωζώμενος λόγος δεν είναι αυτός που εκφωνήθηκε όταν έγινε
το περί αντιδόσεως δικαστήριο, αλλά έχει γραφτεί σε μεταγενέστερο χρόνο
(354-353 π.Χ.), όταν ο Ισοκράτης ήταν 82 χρονών. Στην ουσία, ο ρήτορας
δανείζεται την εξωτερική τυπολογία ενός λόγου περί αντιδόσεως για να υπερασπιστεί
τις απόψεις και τον βίο του. Πρόκειται, θα λέγαμε, για απολογία, παρόμοια με τη
σωκρατική, που προέκυψε ως αποτέλεσμα της προηγούμενης δίκης και της πικρής διαπίστωσης
ότι η εκτίμηση των συμπολιτών του γι’ αυτόν δεν ήταν όση εκείνος πίστευε ότι
του είχαν ή ότι του άξιζε. Μπορούμε
ακόμα να θεωρήσουμε τον συγκεκριμένο λόγο και ως αυτοβιογραφία, την πρώτη
μάλιστα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Το σημαντικό είναι ότι σε αυτόν τον λόγο ο ρήτορας υπερασπίζεται
τον εαυτό του έναντι κάποιων «υποθετικών» συκοφαντών, όχι μόνο με δικανικά
επιχειρήματα, αλλά και εκθέτοντας τις πολιτικές και παιδευτικές του ιδέες.
Φυσικά, υποστηρίζει ότι ποτέ δεν έγινε πλούσιος. Και σε αυτό το σημείο
βρίσκουμε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είμαστε στο κεφάλαιο 166, όπου ο
Ισοκράτης παραπονιέται για τη μεταχείριση που του επιφύλαξε η πόλις, και μάλιστα συγκρίνοντάς την με
εκείνη που επιφύλαξε σε έναν ποιητή, τον Πίνδαρο.
Εσείς, για τους οποίους ξόδεψα ό,τι είχα και δεν είχα, με
οδηγήσατε σε δίκη, λέει ο Ισοκράτης. Και το πιο υποτιμητικό. Οι προγενέστεροί
σας τον ποιητή Πίνδαρο, μόνο και μόνο για έναν του στίχο, στον οποίο χαρακτηρίζει
την Αθήνα “έρεισμα της Ελλάδος”, τόσο πολύ τον τίμησαν, ώστε του έδωσαν τον
τίτλο του προξένου και μαζί το σεβαστό ποσό των 10000 δραχμών. Εγώ έχω
εγκωμιάσει την πόλιν και τους προγόνους
μας πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα. Κι όμως, τώρα κινδυνεύω να μην μπορώ στο
εξής να επιβιώσω.
Ρητορική VS
Ποίηση. Η ρητορική τα βάζει εδώ με την ποίηση, όπως τα είχε βάλει νωρίτερα μαζί
της η φιλοσοφία. Φαίνεται ότι οι εχθροί καθόλου δεν της λείπουν.
Ο Ισοκράτης, πάντως, παρά τον κακοφανισμό του από τη
συμπεριφορά των συμπολιτών του, έζησε ακόμη 16 χρόνια. Πέθανε 98 χρονών, χωρίς
να έχει διευκρινιστεί το πώς πέθανε. Κάποιοι λένε ότι δεν άντεξε τα νέα για τη
νίκη του Φιλίππου στη Χαιρώνεια και αυτοκτόνησε δια λιμοκτονίας. Άλλοι, ωστόσο,
ισχυρίζονται ότι καθόλου δεν ενοχλήθηκε από τις επιτυχίες του Φιλίππου, αφού
ανήκε σε αυτούς που ενθάρρυναν τα ηγεμονικά του σχέδια.
Πηγή για την εικόνα:
Πολύ ενδιαφέροντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ! Χαίρομαι που βρίσκετε ενδιαφέροντα όσα κι εγώ: μικρές ιστορίες, σημεία που περνούν απαρατήρητα, πρόσωπα και γεγονότα που μένουν στη σκιά και περιμένουν το βλέμμα μας για να αναδειχθούν!
ΑπάντησηΔιαγραφή