Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Για τον Λεβιάθαν του Hobbes (Μέρος Β΄)


Είναι αναγκαία η ύπαρξη πολιτικής εξουσίας; Ποιος νομιμοποιείται να την κατέχει; Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει; Αυτά είναι τα τρία βασικά ερωτήματα που απασχολούν τον Thomas Hobbes, τον Άγγλο πολιτικό φιλόσοφο του 17ου αιώνα.
Για να απαντήσει, επινοεί μια υποθετική κατάσταση, τη φυσική κατάσταση, δηλαδή μια μορφή συμβίωσης των ανθρώπων στην οποία δεν υφίσταται πολιτική εξουσία. Σε αυτήν δεν υπάρχουν νόμοι και, κατ’ επέκταση, δεν προβλέπονται ποινές σε περιπτώσεις αδικίας. Πώς ζουν οι άνθρωποι στη φυσική κατάσταση; Ζουν μέσα στη διαμάχη, σε έναν συνεχή πόλεμο όλων εναντίον όλων (Bellum omnium contra omnes). Τρεις είναι οι βασικές αιτίες αυτού του αλληλοσπαραγμού. Ο ανταγωνισμός, που ενισχύεται λόγω της σπανιότητας των αγαθών, η δυσπιστία, που εξαναγκάζει τους ανθρώπους να δρουν βίαια για λόγους προληπτικούς, καθώς δεν μπορούν να είναι σίγουροι για τις προθέσεις των άλλων, και η δόξα, η επιθυμία των ανθρώπων να αποκρούσουν την περιφρόνηση και την υποτίμηση εκ μέρους των άλλων.
«Και μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή ο διαρκής φόβος κι ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου. Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς», διαπιστώνει ο Hobbes στον Λεβιάθαν σε σχέση με τη φυσική κατάσταση (κεφ. ΧΙΙΙ).


Ο Hobbes είναι οπωσδήποτε απαισιοδόξος. Θεωρεί τους ανθρώπους αδίστακτους και σκληρούς, σε αντίθεση με τον Rousseau που, στη φυσική κατάσταση, νομίζει πως οι άνθρωποι είναι ευγενείς και πως η διαφθορά τους οφείλεται στον πολιτισμό. Και οι δυο όμως καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η πολιτική εξουσία είναι αναγκαία.
Αυτός ο φοβερός και τρομερός μονάρχης, ο οποίος εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου του, είναι αναγκαίος. Η πολιτική εξουσία, η οποία περιγράφεται με το όνομα του βιβλικού Λεβιάθαν, είναι αναγκαία. Αυτό ισχυρίζεται ο Hobbes. Είναι η απάντηση που ο φιλόσοφος δίνει στο πρώτο από τα τρία ερωτήματα τα οποία διατυπώθηκαν στην αρχή. Έχοντας απαντήσει θετικά σε αυτό, του μένει, στη συνέχεια, να βρει τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει όποιος νομιμοποιείται να κατέχει την πολιτική εξουσία και με με ποιον τρόπο επέρχεται αυτή η νομιμοποίηση.


Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Για τον Λεβιάθαν του Hobbes (Μέρος Α΄)


Πόσα πολλά πράγματα μπορεί να μας πει το εξώφυλλο ενός βιβλίου; 
Εδώ πρόκειται για το διασημότερο ίσως βιβλίο στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας: Thomas Hobbes, Leviathan or The Matter, Form and Power of a Common-Wealth Ecclesiasticall and Civil (Λεβιάθαν. Η ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας).


Εκδόθηκε το 1651 και το όνομά του αποτελεί αναφορά στον βιβλικό Λεβιάθαν, ένα φοβερό θαλάσσιο κήτος που τρέπει σε φυγή όσους το αντικρίζουν. Στην επιγραφή, στην κορυφή της εικόνας, αναγράφονται οι στίχοι από τον Ιώβ: Non est potestas super terram qua comparetur ei (καμιά δύναμη στη γη δεν συγκρίνεται μαζί του). Με αυτό το τέρας, με το οποίο καμιά δύναμη δεν παραβγαίνει, συγκρίνει την κυρίαρχη πολιτική εξουσία ο Hobbes. Προσωποποίησή της είναι ο μονάρχης.
Στο εξώφυλλο, λοιπόν, του βιβλίου εικονίζεται ο αρχηγός του κράτους, φοβερός και τρομερός, τεράστιος σε διαστάσεις, με κορόνα στο κεφάλι και με τα σύμβολα της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας στα δυο του χέρια. Υψώνεται πάνω από τη γη που του ανήκει, προστατευτικός αλλά και απειλητικός συνάμα. Το κορμί του το αποτελούν οι υπήκοοι. Μικροσκοπικά, ανίσχυρα ανθρωπάκια που δεν κοιτάζουν τον αναγνώστη, αλλά έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τον αρχηγό του κράτους. Δεν υπάρχουν χωρίς αυτόν, αλλά κι εκείνος τους έχει ανάγκη για να νομιμοποιεί την ισχύ και την εξουσία του. Κάτω από τον μονάρχη εκτείνεται η περιοχή στην οποία ηγείται: ένας οικισμός και, στο βάθος, μια περιτειχισμένη πόλη με την εκκλησία και το φρούριό της. 


Πιο κάτω, ο τίτλος του βιβλίου μαζί με το όνομα του συγγραφέα χωρίζουν την εικόνα στα δυο: τα σύμβολα της πολιτικής και της στρατιωτικής εξουσίας στη μία πλευρά, τα σύμβολα της εκκλησιαστικής εξουσίας στην άλλη. Στο κάστρο αντιστοιχεί η εκκλησία, στο στέμμα αντιστοιχεί η επισκοπική μίτρα, το κανόνι σχετίζεται με τους κεραυνούς. Τα τρόπαια του πολέμου έχουν απέναντί τους μια σύνθετη εικόνα που αποτελείται από ένα ζευγάρι κέρατα, που φέρει την επιγραφή Dilemma, τρία δικράνια που στα δόντια τους έχουν γραμμένα κατά ζεύγη Spiritual (Πνευματικό)/Temporal (Χρονικό), Real (Πραγματικό)/Intentional (Σκόπιμο), Direct (Άμεσο)/Indirect (Έμμεσο), και μία τρίαινα με την επιγραφή Syllogisme. Στο κατώτατο σημείο, το πεδίο της μάχης αντιστοιχεί sε μια εκκλησιαστική σύνοδο στην οποία φαίνεται να συζητείται κάποιο θεολογικό ζήτημα.


Πηγές:
Thomas Hobbes, Λεβιάθαν. Η ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας, ελλ. μτφ. Γρηγόρης Πασχαλίδης-Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 2006.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Το διήγημα του μήνα (Ιανουάριος 2014)


Το πρώτο διήγημα του 2014 από τον Βλάσση Τρεχλή.


Το καινούργιο αστέρι


Στα σκοτεινά χρόνια, ο Λεόντιος, ο ηγεμόνας του πριγκηπάτου της Νίκαιας, αφού πήρε με δόλο τον θρόνο από τον πρίγκηπα Νικήτα, τον ετεροθαλή αδελφό του και νόμιμο κληρονόμο, και μην θέλοντας να βάψει τα χέρια του με το αίμα του, επειδή η παράδοση του τόπου έλεγε πως όποιος δολοφονεί τον πρώτο άρχοντα και παίρνει τη θέση του αργά ή γρήγορα θα έχει την ίδια μοίρα, τον εξόρισε σε ένα άγνωστο για τους κοινούς ανθρώπους ξερονήσι, από του οποίου τους ορίζοντες δεν περνούσε ποτέ καράβι.


Το νησί, χαμένο κάπου στο πέλαγος, ήταν σπαρμένο με κοφτερά βράχια γεμάτα σχισμές, ξασπρισμένα με τα χρόνια από την αλμύρα. Χώμα δεν υπήρχε σ’ αυτό το νησί, καθώς ο δυνατός άνεμος παρέσυρε ό,τι δεν ήταν γαντζωμένο γερά πάνω στις πέτρες. Μόνο στις σχισμές των βράχων υπήρχαν κάποια υπολείμματα από χώμα και μόνο σε κάποια βαθουλώματα κατακαθόταν λίγο νερό από τις βροχές του χειμώνα.
Σ’ αυτό το ξερονήσι, η μόνη τροφή που έβρισκε ο εξόριστος πρίγκηπας ήταν πεταλίδες κολλημένες στα βράχια. Και πιο ψηλά, εκεί που η αλμύρα λιγόστευε, γύρω από τη σπηλιά που χρησιμοποιούσε για κατοικία, υπήρχαν πετροράδικα και βραχοσαλίγκαρα.
Ο φυλακισμένος πρίγκηπας δεν γνώριζε πως το νησί ήταν έξω από τους χάρτες των ναυτικών και τις αναζητήσεις των τυχοδιωκτών, και προσδοκούσε πως μια μέρα κάποιο πλοίο θα φανεί στον ορίζοντα. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Μόνο τα κύματα ερχόντουσαν και έφευγαν και ο ίδιος πάντα άνεμος τα έσπρωχνε.
Δεν γνώριζε ο εξόριστος πρίγκηπας πως πίσω από αυτά τα παράξενα φαινόμενα κρυβόταν ο ηγεμόνας του πριγκηπάτου της Νίκαιας και ετεροθαλής αδελφός του, στο προσκεφάλι του οποίου είχε εγκατασταθεί εδώ και χρόνια ο φόβος, αφού είναι γνωστό πως όσοι κάνουν το κακό περιμένουν κάποια ημέρα την ανταπόδοση.


Ήταν τέτοιος ο φόβος του Λεόντιου που έκανε μεγάλη προσπάθεια να βγάλει από τον νου του τον πρίγκηπα Νικήτα. Απομάκρυνε από το παλάτι καθετί που θα μπορούσε να τον θυμίζει. Μια ερωμένη του την έκλεισε στο μοναστήρι των Ξεχασμένων Πόθων. Έστειλε τους φίλους του αδελφού του στις επικίνδυνες φρουρές των συνόρων. Το πορτραίτο του, σκαλισμένο πάνω σε ένα διάφανο κεχριμπάρι από τον πιο έντιμο χαράκτης της αυλής, το έκανε χίλια κομμάτια και πέταξε τα θρύψαλα στη θάλασσα. Έλιωσε τα δαχτυλίδια του, τα διαδήματά του και καθετί μεταλλικό που είχε αγγίξει και έφτιαξε με όλα αυτά έναν σταυρό στολισμένο με πετράδια.


Αλλά δεν έκανε μόνον αυτά. Άλλαξε τους χάρτες και την πορεία των καραβιών, έσβησε από τη μνήμη των θαλάσσιων μονοπατιών τα χνάρια των πλοίων που περνούσαν από το ξεχασμένο νησί, αναζήτησε το κλειδί των ανέμων και απαγόρευσε στα σύννεφα να περιπλανιούνται στους ορίζοντές του. Ο ηγεμόνας του πριγκηπάτου ανησυχούσε μήπως ο εξόριστος πρίγκηπας ανακαλύψει κάποια εικόνα καραβιού μέσα στα σχήματα των σύννεφων και δραπετεύσει ο νους του. 
Πέρασαν πολλοί χειμώνες και πολλά καλοκαίρια και η μονοτονία έφερνε σιγά-σιγά την τρέλα στον νου του εξόριστου πρίγκηπα. Όταν τίποτα δεν κινείται γύρω σου, σβήνουν και οι τελευταίες ελπίδες. Όταν τίποτα δεν περιμένεις να περάσει μπροστά από τα μάτια σου, τότε η μοναξιά έχει το ίδιο ζύγι με την ανυπαρξία.
Αλλά όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Μέσα στην απόγνωσή του, ο εξόριστος πρίγκηπας σκέφτηκε να αλλάξει ρυθμό στη ζωή του. Αφού δεν προσδοκούσε τίποτα από το φως του ήλιου, άρχισε να κοιμάται την ημέρα και να κοιτάζει τον έναστρο ουρανό τη νύχτα. Και αν ο ηγεμόνας αδελφός του, στο όνομα της εξουσίας που του έδινε η άμετρη φιλοδοξία του, κατόρθωσε να υποτάξει στη θέλησή του την πορεία των πλοίων και των ανέμων, δεν κατόρθωσε εντούτοις να αλλάξει την πορεία των αστεριών. Γιατί εκεί, όπως είναι γνωστό, άλλος αφέντης κάνει κουμάντο. 


Έτσι, ο εξόριστος πρίγκηπας άρχισε να παρακολουθεί την πορεία της σελήνης και το ταξίδι των αστερισμών μέσα στις εποχές. Επειδή δεν γνώριζε την αστρονομία και τα ονόματα των αστερισμών, έδωσε σε κάποια σχήματα τα ονόματα των αγαπημένων του φίλων. Σε άλλους αστερισμούς έδωσε ονόματα από παλιές ιστορίες, άλλους τους στόλισε με συναισθήματα και επιθυμίες και σε κάποιους άλλους, προκειμένου να κολακέψει τον αφέντη τ’ ουρανού, έδωσε ονόματα λουλουδιών με μεθυστικά αρώματα. Αυτό όμως που τον ξεκούραζε περισσότερο, και τον βοηθούσε να περνά τα βράδια του ευχάριστα, ήταν η πτώση των αστεριών. Περίμενε με ανυπομονησία ένα μεγάλο αστέρι να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια του και παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την πορεία του. Στην αρχή η πορεία του πεφταστεριού φαινόταν να είναι υπερβολικά σύντομη και δεν προλάβαινε, καθώς το έβλεπε να πέφτει, ούτε μια ευχή να ψιθυρίσει. Έμαθε όμως, με τον καιρό, να στολίζει το ταξίδι των χαμένων αστεριών με μεγάλα πανιά, πανηγυρικές σημαίες και χαρούμενους ναύτες. Το ταξίδι αυτό, τις περισσότερες φορές, κρατούσε ολόκληρη τη νύχτα και έσβηνε όταν έσβηνε και το τελευαταίο αστέρι. Η ημέρα που ακολουθούσε έκανε τον ύπνο του ευτυχισμένο και αφηνόταν με χαρά στην παιχνιδιάρικη ηδονή των ονείρων.
Αν και ο χρόνος είναι εχθρός της μνήμης, εντούτοις είναι και ελευθερωτής της.
Είχαν πραγματοποιήσει οι αστερισμοί κοντά δέκα ετήσιους κύκλους, όταν ο ηγεμόνας αδελφός του αποφάσισε να στείλει στο χαμένο νησί τον γερο-στρατηγό και πιο καλό φίλο του εξόριστου πρίγκηπα, ο οποίος επέστρεψε σώος από την τελευταία μάχη. Ξεθάρρεψε ο γερο-στρατηγός από τη δύναμη του σπαθιού του και άθελά του ανέφερε το όνομα του πρίγκηπα Νικήτα. Όμως το όνομα του εξόριστου ήχησε σαν απειλή στ’ αυτιά του ηγεμόνα.


Ο ηγεμόνας Λεόντιος πίστευε πως μετά από δέκα χρόνια μόνο τα κόκαλα του εξόριστου Νικήτα θα έχουν απομείνει να ξασπρίζουν από την αλμύρα και τον ήλιο. Πέταξε, λοιπόν, αλυσοδεμένο πάνω σε ένα καράβι τον γερο-στρατηγό. Έβγαλε από το τριπλοκλειδωμένο σεντούκι τον χάρτη που έδειχνε τον μυστικό δρόμο για το νησί, τον έδωσε στον έμπιστο καπετάνιο του και, αφού γέμισε το καράβι με προμήθειες για το ταξίδι, τους αποχαιρέτησε ο ίδιος κάτω στο λιμάνι.
Ήταν πολύ πρωί όταν το καράβι φάνηκε στον ορίζοντα. Ήταν η ώρα που η νύχτα άλλαζε βάρδια με την ημέρα και ο εξόριστος πρίγκηπας πήγαινε ευτυχισμένος για ύπνο. Στάθηκε και κοίταξε το σημάδι στην άκρη της θάλασσας. Ένα ξεχασμένο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του. Τη βραδιά που πέρασε του είχε μιλήσει ο ουρανός και του είχε αποκαλύψει ένα καινούργιο αστέρι στον αστερισμό της Εκδίκησης.

Πηγές για τις εικόνες:

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ο Proust και η madeleine


«Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε πια τίποτε για μένα απ’ το Κομπραί, παρά μόνο η σκηνή και το δράμα της ώρας που έπρεπε να πλαγιάσω, όταν,  μια χειμωνιάτικη μέρα, μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πως κρύωνα, πρότεινε να μου δώσει, μόλο που δεν το συνήθιζε, λίγο τσάι. Στην αρχή αρνήθηκα κι ύστερα, δεν ξέρω γιατί, άλλαξα γνώμη. Έστειλε να φέρουν ένα απ’ αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν και φαίνονται σαν νά ‘χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος από την πληχτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μουλιάσει ένα κομμάτι μαντλέν. Από τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου».


Ένα μικρό κέικ με το σχήμα της αχιβάδας, «στρουμπουλά αισθησιακό κάτω απ’ τις αυστηρές και ευλαβικές πτυχές του», λιώνει γλυκά στο στόμα του Marcel Proust, βουτηγμένο σε ένα φλιτζάνι αχνιστό τσάι, και -αιφνίδια- του φέρνει στον νου όλες τις ξεχασμένες αναμνήσεις από μια εποχή που η θεία του η Léonie συνόδευε με το ίδιο γλυκάκι το φλαμούρι που του πρόσφερε. Είναι η αθέλητη μνήμη (involuntary memory), αυτή που περιέχει την ουσία του παρελθόντος και υπηρετεί την εξερεύνηση του ψυχικού χώρου, αυτή που επιτρέπει στα παλιά να επανέρχονται με την ένταση της πρώτης εμπειρίας. Μέχρι τώρα το εργαλείο της νόησης στάθηκε αδύνατο να βοηθήσει τον Proust να ξαναδέσει τις μορφές του χθες με τη συνείδησή του. Και να που, με τη γεύση της madeleine, όλα (τα λουλούδια του κήπου και του πάρκου του κυρίου Swann, οι καλοί άνθρωποι του χωριού, η εκκλησία κι ολόκληρο το Combray) ξαναγυρίζουν με εξαιρετική ευκρίνεια. Και με εξονυχιστικές λεπτομέρειες, τόσες που ο Proust χρειάζεται περίπου 3000 σελίδες για να μας τις αφηγηθεί στο À la recherché du temps perdu (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο). Αυτό το κέικ, αυτό το υλικό αντικείμενο, που ο Proust στάθηκε τυχερός να το συναντήσει πριν πεθάνει, έλυσε τα μάγια και του χάρισε τη λύτρωση από τη φθορά του χρόνου.


Η μικρή madeleine. Το πιο διάσημο γλυκό της λογοτεχνίας. Το πιο δημοφιλές γλυκό της γαλλικής κουζίνας. Η καταγωγή της είναι από το Commercy. Όμως, από πού πήρε το όνομά της δεν το ξέρουμε με σιγουριά. Από μια νεαρή καμαριέρα, τη Madeleine Paulmier, η οποία έφτιαξε αυτό το μικρό κέικ για τον δούκα Stanislas Leszczyński, λένε μερικοί. Από μια άγνωστη νεαρή με το όνομα Madeleine που το έφτιαξε μέσα σε μια αχιβάδα, έμβλημα της παράδοσης του προσκυνήματος του Saint-Jacques-de-Compostelle, και το πρόσφερε στους προσκυνητές, λένε άλλοι. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει καμιά σημασία.


Σημασία έχει μόνο η νοστιμιά της, που για τους Γάλλους συνδέεται και με τη φιλικότητα και την κοινωνικότητα. Βουτάει κανείς τη madeleine του σε ένα ζεστό ρόφημα, καθισμένος με την παρέα του ήρεμα και χαλαρά.
Ο Proust την έκανε διάσημη και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αυτή επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στην πρωτοβουλία της αυστριακής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ημέρα της Ευρώπης το 2006 που είχε το όνομα Café Europe.

Πηγές:
Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο Χρόνο. Ι. Από τη μεριά του Σουάν, ελλ. μτφ. Παύλος Ζάννας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας και i.f.a., 2002 (δ΄έκδοση).

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο Proust και οι Cattleyas


«Εκείνη κρατούσε στο χέρι ένα μπουκέτο κατλέγιες κι ο Σουάν είδε κάτω απ’ τη δαντελένια μαντίλα της πως είχε όμοια λουλούδια στα μαλλιά, πιασμένα από μιαν εγκρέτα από φτερά κύκνου. Ήταν ντυμένη, κάτω απ’ την εσάρπα της, με πλούσιες πτυχές μαύρο βελούδο που, μ’ ένα λοξό πιάσιμο, άφηνε να φαίνεται, από ένα μεγάλο τριγωνικό άνοιγμα, το κάτω μέρος μιας φούστας από άσπρο σπυρωτό μεταξωτό κι άφηνε ακόμα να φαίνεται ένας ωμίτης, από το ίδιο μεταξωτό, στο άνοιγμα του ντεκολτέ, στο οποίο ήταν τοποθετημένα κι άλλα λουλούδια από κατλέγιες».

Από την ταινία Swann in Love (1984) του Volker Schlöndorff,
με τον
Jeremy Irons ως Charles Swann 
και την Ornella Muti ως Odette de Crécy.

Έτσι ήταν ντυμένη, μας λέει ο Marcel Proust στον πρώτο τόμο του À la recherche du temps perdu (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο), η όμορφη Odette de Crécy, ένα βράδυ που ο Charles Swann την έψαχνε απεγνωσμένα, για να την συναντήσει εν τέλει, ανέμελη και λαμπερή, κομψή και προκλητική, με τον ερωτισμό της να τονίζεται από τα εξωτικά άνθη της κατλέγιας. Λίγο αργότερα, το ερωτικό παιχνίδι τους άρχισε όταν ο Swann προσπάθησε να τακτοποιήσει τις κατλέγιες που στόλιζαν το μπούστο της Odette και κατέληξε να την κάνει δική του. Στο εξής, με τον ίδιο τρόπο άρχιζαν πάντοτε τα χάδια του. Οι κατλέγιες ήσαν το πρόσχημα: τις τακτοποιούσε καλύτερα στο μπούστο της, τις μύριζε, ή, αν τύχαινε να μην έχει στολίσει μ’ αυτές το φόρεμά της, παραπονιόταν πως δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις αγαπημένες του τακτοποιήσεις. Και πιο μετά, όταν η τακτοποίηση ή η προσποίηση πως τακτοποιούσε τις κατλέγιες ήταν πια άχρηστη, τότε ο Swann επινόησε μια ιδιαίτερη έκφραση αντί για το μάλλον ανιαρό «να κάνουμε έρωτα» (faire lamour). Έλεγε: «να κάνουμε κατλέγιες» (faire catleya).  Η κατάκτηση της λατρεμένης του Odette ήταν σαν να έβγαινε μέσα από τα μεγάλα μοβ πέταλα των λουλουδιών και η ευχαρίστηση που έπαιρνε ήταν τόσο ξεχωριστή και καινούρια όσο ξεχωριστή και καινούρια ήταν τούτη η μικρή φράση.


Όμως, ποιο είναι αυτό το ξεχωριστό άνθος, με την τόσο υπαινικτική ομορφιά; Τεράστιο, μυρωδάτο, χρωματιστό, το άνθος της Cattleya, στη Γαλλία στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε γίνει το απαραίτητο αξεσουάρ των φιλάρεσκων γυναικών της αριστοκρατίας και σημάδι συγκατάνευσης για τους άντρες που τις περιτριγύριζαν. Όσο για τον ιδιωματισμό που επινόησε ο ερωτευμένος (αν και μάλλον αφελής και εύπιστος) Swann,  πλούτισε την ήδη ιδιαιτέρως ευφάνταστη παριζιάνικη ερωτική διάλεκτο.

          Πορτραίτο του Marcel Proust 
          από τον Jacques Emile Blanche (1892),
          Λάδι σε καμβά. Παρίσι, Musée dOrsay.
         Ενδεχομένως το λουλούδι στον μπούστο
          του συγγραφέα να είναι μια
Cattleya.

Πηγές: 
Marcel Proust, Αναζητώντας τον χαμένο Χρόνο. Ι. Από τη μεριά του Σουάν, ελλ. μτφ. Παύλος Ζάννας, επιμ. Παναγιώτης Πούλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας και i.f.a., 2002 (δ΄έκδοση).
  

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Όταν ο Οδυσσέας Ελύτης συνάντησε τον Henri Matisse


«Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse»: γράφει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο (Μυρίσαι το Άριστον XIV).
Οι καλλιτέχνες συναντιούνται στους δρόμους της τέχνης τους. Τι κι αν ο ένας είναι ποιητής κι ο άλλος ζωγράφος; Ο Ελύτης είναι ένας ποιητής που επιθυμεί να εκφραστεί και μέσω της ζωγραφικής. Η ζωγραφική του Matisse, από την άλλη, είναι απτή ποίηση. Χρωματιστά χαρτιά που επιλέγονται και τοποθετούνται το ένα πλάι στο άλλο, άφθονα, ζωντανά, αρμονικά, αμφίσημα, ακτινοβόλα, καταιγιστικά. Αστέρια, φύκια, φύλλα, φιγούρες, βρίσκονται καρφωμένα πάνω σε ένα μπλε που πονάει τα μάτια.

                        Ίκαρος.
    Εικονογράφηση για το βιβλίο Τζαζ.

Ο Matisse κόβει τα κομμάτια των χαρτοκοπτικών του στα γραφεία του περιοδικού Verve, το οποίο εκδίδει ο Έλληνας Emmanuel Tériade, φίλος στενός του Ελύτη. Ο Tériade προθυμοποιείται να εκδώσει ένα ολόκληρο βιβλίο του  Matisse μ’ αυτές τις χαρτοκοπτικές, αλλά δεν είναι εύκολο να βρεθεί ικανοποιητικός τρόπος αναπαραγωγής των εικόνων λόγω της τεχνικής που χρησιμοποιείται. Εκδίδεται, λοιπόν, το 1947, με τον τίτλο Τζαζ, ένα βιβλίο στο οποίο η τυπογραφική μελάνη έχει εγκαταλειφθεί και αντικατασταθεί με γκουάς, απλωμένο στα φύλλα που χρησιμοποιήθηκαν μετά τη χαρτοκοπτική.

                                       Το τσίρκο.
                   Εικονογράφηση για το βιβλίο Τζαζ.

Ο Ελύτης επιχειρεί να πολλαπλασιάσει τη λάμψη, να αποδώσει το εκτυφλωτικό φως, όχι το φυσικό, μα αυτό που υπάρχει πραγματικά –στο κεφάλι του.  Ο ήλιος, ο ουρανός, η θάλασσα, και όλα τα μαγικά τους πλάσματα (άγγελοι, γοργόνες, κορίτσια, αγάλματα), όσα υμνεί στην ποίησή του, τα βρίσκει και στα χρωματιστά χαρτάκια, τα πολύ μικρά αντικείμενα και τα υφασμάτινα κουρελάκια που σχηματίζουν τα κολάζ του. Πάνω και κάτω δεν υπάρχει, ο νόμος της βαρύτητας καταργείται,  το όνειρο θριαμβεύει.


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Το κρανίο του Descartes


Όταν, στις 11 Φεβρουαρίου 1650, ο Γάλλος φιλόσοφος René Descartes άφησε την τελευταία του πνοή (δες προηγούμενη ανάρτηση), ο Γερμανός γιατρός που τον παρακολουθούσε έγραψε μια ξερή έκθεση, στην οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυριζόταν πως ο άρρωστος καλώς πέθανε αφού δεν δέχτηκε να ακολουθήσει τις συστάσεις του.


Ο Descartes ετάφη στη Στοκχόλμη, στο νεκροταφείο του Νοσοκομείου των Ορφανών. Ο Γάλλος πρέσβης Chanut, ο ίδιος που είχε προτείνει στη βασίλισσα Χριστίνα να τον καλέσει στην παγωμένη της χώρα, παρήγγειλε για τον τάφο του επιγραφές γραμμένες στα λατινικά. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι σκέφτηκαν να μεταφέρουν τα οστά του Descartes στο Παρίσι και πήραν άδεια γι' αυτό από τη σουηδική αυλή το 1666.
Όταν έγινε η εκταφή, ο τότε Γάλλος πρέσβης στη Σουηδία ζήτησε και πήρε ένα από τα οστά του χεριού του μεγάλου φιλοσόφου, με το οποίο «είχαν γραφτεί τόσα αθάνατα έργα». Επίσης, ο Σουηδός αξιωματικός της φρουράς, που είχε αναλάβει να επιβλέψει την ανακομιδή των οστών, αφαίρεσε το κρανίο του φιλοσόφου (!), επειδή, όπως έγραψε σε ένα σημείωμα που βρέθηκε μετά τον θάνατό του, «θα ήταν σοβαρή προσβολή στους θεούς προστάτες της Σουηδίας, αν έδιναν το τιμιότερο κομμάτι του μεγάλου Γάλλου φιλοσόφου στην αχάριστη πατρίδα του».


Εν τω μεταξύ, το κιβώτιο με τα οστά του Descartes (όσα απέμειναν!) φορτώθηκαν σε πλοίο για την Κοπεγχάγη. Μαζί απεστάλη και πιστοποιητικό, υπογεγραμμένο από τη Χριστίνα, η οποία είχε πλέον παραιτηθεί από τον θρόνο και είχε μεταστραφεί στον καθολικισμό, ότι ο φιλόσοφος είχε πεθάνει καλός καθολικός. Οι ναύτες όμως αρνήθηκαν να αποπλεύσουν, θεωρώντας γρουσουζιά να μεταφέρουν το κιβώτιο με τα οστά. Εν τέλει, πραγματοποιήθηκε ο απόπλους και το ιδιότυπο δέμα έφτασε στην Κοπεγχάγη, όπου παρέμεινε  για τρεις μήνες. Στη συνέχεια, προκειμένου να παρακάμψουν τους Άγγλους, οι οποίοι, όπως τους κατηγορούσαν οι Γάλλοι, θα έβαζαν χέρι στο κιβώτιο λόγω του μεγάλου θαυμασμού τους για τον φιλόσοφο, οι συνοδοί του δέματος επέλεξαν τον δρόμο της στεριάς. Όταν, επιτέλους, το κιβώτιο έφτασε στα σύνορα της Γαλλίας, θεωρήθηκε ύποπτο, γι’ αυτό ανοίχτηκε και συντάχθηκε σχετικό πρωτόκολλο. 
Η ταφή των οστών έγινε στην παλιά εκκλησία της Ste Geneviève du Mont στις 23 Ιουνίου 1667. Ωστόσο, κατ’ εντολήν του παλατιού, επιτάφιος λόγος δεν εκφωνήθηκε, επειδή τα έργα του Descartes μερικά χρόνια πριν είχαν αποκηρυχθεί από τη Ρώμη.


Το 1791, στην καρδιά της Γαλλικής Επανάστασης, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον των Γάλλων για τον φιλόσοφο. Ένας μακρινός του απόγονος υπέβαλε τότε αίτηση στην Εθνοσυνέλευση ζητώντας για τον Descartes τις τιμές του Πανθέου. Η αίτησή του έγινε δεκτή και το 1793 εκδόθηκε σχετικό ψήφισμα, το οποίο όμως έμεινε ανεκτέλεστο για τρία χρόνια. Αλλά το 1796 η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική: ο Descartes εθεωρείτο πλέον ανατρεπτικό στοιχείο. Γι’ αυτό η Βουλή ανέβαλε την εκτέλεση του ψηφίσματος. Ωστόσο, τα οστά του Descartes είχαν ήδη μεταφερθεί στα Ηλύσια Πεδία και από εκεί, το 1819, όταν ο κήπος καταργήθηκε, ενταφιάστηκαν στην αρχαιότερη εκκλησία του Παρισιού, τη St Germain des Prés, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. 


Κι ενώ φαινόταν πως οι μεταθανάτιες περιπέτειες του φιλοσόφου είχαν τελειώσει, το 1821, ο Σουηδός φυσιολόγος Jöns Jacob Berzelius πληροφορήθηκε από μια σουηδική εφημερίδα ότι σε κάποιον πλειστηριασμό είχε πουληθεί για 37 φράγκα το κρανίο του Descartes. Προσέγγισε, λοιπόν, τον αγοραστή ζητώντας να του εκχωρήσει το κρανίο, το οποίο έστειλε στον Georges Cuvier, ισόβιο Γραμματέα της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ο Cuvier ζήτησε τη βοήθεια του Alexandre Lenoir, Διευθυντή του Μουσείου Γαλλικών Μνημείων. Εκείνος επιβεβαίωσε ότι στον τάφο του Descartes δεν βρέθηκε το κρανίο του, αλλά μόνον ένα μικρό κόκκαλο, συμπληρώνοντας ότι ήταν τόσο μικρό που έφτασε μόνο για να κατασκευαστούν λίγα δαχτυλίδια τα οποία προσέφερε σε κάποιους φίλους του που αγαπούσαν τη φιλοσοφία. Μετά από αυτήν την πληροφορία, ο Cuvier εξέτασε το κρανίο που του είχε σταλεί από τον Berzelius και κατέληξε ότι ανήκε πράγματι στον Descartes.


Σημειωτέον ότι πάνω στο κρανίο βρέθηκε χαραγμένο το όνομα του Σουηδού αξιωματικού της φρουράς που το είχε αφαιρέσει από τον τάφο, αλλά και όλων των επόμενων ιδιοκτητών του.
Το κρανίο του σπουδαίου φιλοσόφου βρίσκεται σήμερα στο Musée de lHomme στο Παρίσι, αν και οι περιπέτειές του δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό. Κατά καιρούς, διάφοροι πολιτικοί (για παράδειγμα, ορισμένοι βουλευτές του αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος, ο πρωθυπουργός François Fillon, κ.ά.) έχουν προτείνει τη μεταφορά του, ώστε, καταπώς λένε, η Γαλλία να αποδώσει στο διάσημο τέκνο της την τιμή που του αρμόζει.    

Σημ.: Το κείμενο αυτής και της προηγούμενης ανάρτησης είναι διασκευή από την εισαγωγή στο έργο του René Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Χριστόφορος Χρηστίδης, Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση, 1976.


Πηγές για τις εικόνες:
https://strangeremains.com/2015/07/23/the-heads-of-these-5-people-were-stolen-from-their-graves/