Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Η αφήγηση ως αθανατισμός


Pierre-Auguste Renoir, The reader (1875-1876)
Παρίσι, Musée d’ Orsay
Στην πραγματική ζωή η ταυτότητα ενός προσώπου παγιώνεται ως ιστορία, την οποία αναλαμβάνει να αφηγηθεί ένας ιστορικός ή ένας λογοτέχνης, αυτός ο τελευταίος υπακούοντας πάντως στις λογοτεχνικές συμβάσεις. Όμως, και στη λογοτεχνία, ακόμα και στην περίπτωση που θα της αποδώσουμε την ιδιότητα να αθανατίζει μια ανθρώπινη πράξη, ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, και πάλι τηρουμένων των λογοτεχνικών συμβάσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας, τα οποία συνιστούν ενδεχομένως την ουσιοποίηση πραγματικών προσώπων, ουσιοποιούνται (αποκτούν μια πάγια ταυτότητα και όχι απλώς ένα άθροισμα ιδιοτήτων) και μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λογοτεχνικού σύμπαντος που αποτελεί η αφηγημένη ιστορία. Μοχλός αυτής της ουσιοποίησης είναι ο αφηγητής. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ρόλος του αφηγητή διαφοροποιείται από τον ρόλο του συγγραφέα, τουλάχιστον όσον αφορά στο επίπεδο της πραγματικότητας εντός της οποίας κινούνται. Ο αφηγητής, μολονότι τρίτος πό ληθείας, διαθέτει επαρκές κομμάτι πραγματικότητας ώστε να είναι υπεύθυνος για την ουσιοποίηση, τόσο τη δική του όσο και των προσώπων τα οποία μας συστήνει. Τη στιγμή που τίθεται στην αφήγηση η λέξη «τέλος», τα πρόσωπα της ιστορίας έχουν κιόλας επιτελέσει τις αναγκαίες πράξεις, έχουν δεχθεί τις συνέπειες και, επιπλέον, η πράξη της αφήγησής τους έχει ολοκληρωθεί. Η πραγματικότητά τους έχει εξαγορασθεί με την τελευταία φράση της αφήγησης. Το «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» των παραμυθιών αποτελεί το συμβατικό τέλος της ζωής των ηρώων, τον συμβολικό τους θάνατο ως ηρώων μιας αφήγησης, ο οποίος αποκλειστικά επιφέρει τον αθανατισμό. Ό,τι θα συμβεί έκτοτε, καθώς δεν βρίσκει αφηγητή, εντάσσεται στο πεδίο της θνητής ζωής, αδιάφορης επειδή δεν διαθέτει τίποτα το ουσιακό. Σε αυτήν την περίπτωση, η λογοτεχνία αποτελεί την ενδιάμεση λύση για την ευπάθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ο αφηγητής αποτελεί τον μοχλό αυτής της λύσης. Αλλά και τον μοχλό για την εξασφάλιση της οργανωμένης μνήμης που είναι η αφήγηση, μέσω της οποίας διασώζεται η πλέον φθαρτή ανθρώπινη δραστηριότητα: η πράξη.

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Ο συγγραφέας και/ή/ως αφηγητής


Στη λογοτεχνία, μόλις απαντηθεί το «ποιος μιλάει» επέρχονται και οι συνέπειες της αποκάλυψης. Η ταυτότητα του ομιλητή επηρεάζει την πορεία των πράξεων και το πλέγμα των υφιστάμενων σχέσεων. στην ουσία, επηρεάζει τη δράση. Το υποκείμενο της αφήγησης, και μόνο με το γεγονός της αφήγησής του, παρεμβαίνει αποφασιστικά στην ιστορία και την φωτίζει ανάλογα. Φυσικά δεν την δημιουργεί, γιατί αυτό είναι δουλειά του συγγραφέα, από τον οποίο ο αφηγητής πρέπει σαφώς να διαχωριστεί. Ακόμη και μια πιο ήπια προσέγγιση θα δεχόταν ότι ο συγγραφέας διασπείρεται, χάνοντας την αυτοτελή του προσωπικότητα, στο/α πρόσωπο/α του/ων αφηγητή/ών πρωτίστως, των ηρώων έπειτα, για να διασώσει έτσι τη διαλογική λειτουργία, απαραίτητη εξάλλου στην επιδιωκόμενη δομική σχέση μεταξύ πομπού/συγγραφέα και δέκτη/αναγνώστη. Ο συγγραφέας, για να επικοινωνήσει, αποσύρεται ως υπαρκτό πρόσωπο και, εκεί όπου δημιουργείται το κενό, εισχωρεί ο αφηγητής: ο διάλογος, που ο συγγραφέας επιθυμούσε και τον επεδίωξε με τη γραφή, τώρα συνεχίζεται. Ο συγγραφέας εισέρχεται και πάλι στην ιστορία, αλλά ως άλλος. μεταμορφώνεται σε αφηγητή. Μολονότι ο αφηγητής είναι κι αυτός ένα επινοημένο/δημιουργημένο από τον συγγραφέα, πρόσωπο, ένας πλασματικός ήρωας, με όποια ιδιότητα κι αν εμφανίζεται, αποτελεί ταυτόχρονα και μια μάσκα του ποιητικού υποκειμένου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι μια τέτοια αντίληψη για τον αφηγητή δεν αποκλείει τη διάκρισή του από τον συγγραφέα όσον αφορά στη φυσική του πραγματικότητα: ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο της πραγματικής ζωής που επιδίδεται στην πραγματική πράξη της γραφής, ενώ ο αφηγητής, όση πραγματικότητα και αν διαθέτει, δεν παύει να ανήκει στο σύμπαν της μυθοπλασίας και να επιδίδεται στην αβέβαιη πράξη της αφήγησης.


Η ιδιότητα του αφηγητή ως επινοημένου, ως μέρος του πλασματικού σύμπαντος του αφηγήματος, καθορίζει και τα περιθώρια της δράσης του. Αυτά είναι, λοιπόν, απεριόριστα. Απεριόριστα μέσα στο συγκεκριμένο και πεπερασμένο σύμπαν όπου τον έχει τοποθετήσει ο συγγραφέας. Δεν είναι σε θέση να προσθέσει ή να αφαιρέσει πρόσωπα, ούτε να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία. Όμως, άπαξ και η διαδικασία τεθεί σε κίνηση, έχει την απόλυτη ελευθερία να την αφηγηθεί. Είτε ως τριτοπρόσωπος ετεροδιηγητικός είτε ως ομοδιηγητικός αφηγητής, εκείνος αναλαμβάνει να παρουσιάσει τα γεγονότα διαθλασμένα μέσα από τη δική του οπτική γωνία, με μηδενική ή με εσωτερική εστίαση. Ο συγγραφέας προσκόμισε το υλικό, προκάλεσε το αφετηριακό, δημιουργικό big bang και στη συνέχεια εγκατέλειψε τον κόσμο μόνο του. Η δική του φωνή παύει πια να ακούγεται, ακόμα και στην αφήγηση με αυτοβιογραφικό περιεχόμενο. Εμείς, οι αναγνώστες, φτάνουμε τελικά στο σημείο να γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον αφηγητή και τους ήρωες μιας ιστορίας και πολύ λιγότερα, ενίοτε και τίποτα, για τον συγγραφέα. Κι αυτό επειδή για τον αφηγητή και τους ήρωες γνωρίζουμε ποιοι είναι, ενώ για τον συγγραφέα γνωρίζουμε μόνον τι είναι. Η ταυτότητα των πρώτων φανερώνεται με τη δράση, για τον δεύτερο μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις σχετικά με τον χαρακτήρα του, δεδομένου ότι το μόνο του γνωστό σε εμάς ενέργημα, το ενέργημα της γραφής, δεν τον διαφοροποιεί παρά σε σχετικό βαθμό από τους άλλους συναδέλφους του.

Πηγή για την εικόνα

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ποιος μιλάει;


Αναφερόμενοι στο θέμα του αφηγητή στη λογοτεχνία, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε μια παρουσία και επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος μιλάει;» (ή, αν θέλετε, «ποιος λέει;» κατά Genette). Η αντωνυμία (ποιος) υποδεικνύει την παρουσία ενός αγνώστου ο οποίος οφείλει να μας συστηθεί. Στη λογοτεχνία ο αφηγητής είναι, ας πούμε, ένας νεοφερμένος που μας συστήνεται πρώτα ο ίδιος μέσω της ομιλίας του. Ακόμα κι όταν πρόκειται για κάποιον ήρωα, δρώντα μέσα στο πλαίσιο της αφηγούμενης ιστορίας (ομοδιηγητικός αφηγητής, κατά Genette), η δράση του διευκρινίζεται με τον λόγο. Η Hannah Arendt υποστηρίζει ότι το ερώτημα «ποιος είσαι;», το οποίο συνοδεύει κατ’ ανάγκην κάθε ανθρώπινη πράξη, απαντάται καλύτερα με τα λόγια απ’ ό,τι με τα έργα. Υπάρχει, λέει, μεγαλύτερη συνάφεια ανάμεσα στην ομιλία και στην αποκάλυψη. Η λογοτεχνία επιβεβαιώνει στο μάξιμουμ αυτήν την αντίληψη. Σε αυτήν δεν υπάρχει πράξη παρά μόνον ως αφηγημένη πράξη. Άρα, η ομιλία όχι απλώς διευκρινίζει και αποκαλύπτει το νόημα της πράξης, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο ύπαρξής της. Ούτως ή άλλως, στη λογοτεχνία, η ταυτότητα δεν μπορεί να αποδοθεί με μόνη τη φυσική παρουσία, ακριβώς επειδή φυσική παρουσία δεν υπάρχει. Το σχήμα του σώματος, ο μοναδικός ήχος της φωνής, και μαζί οι ιδιότητες, τα χαρίσματα, οι φυσικές ικανότητες, ακόμα και τα ελαττώματα που μπορεί να διαθέτει κάποιος –ο αφηγητής, ο αφηγητής/ήρωας, ο ήρωας– δηλώνονται με τον λόγο: αποτελούν, δηλαδή, αντικείμενο, και μάλιστα το κατεξοχήν, της αφήγησης. Ακόμα και στην περίπτωση του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε άλλης πράξης, αρκεί η πράξη της αφήγησης, με άλλα λόγια το ενέργημα του ομιλείν, για την ταυτοποίησή του. Εν τέλει, μέσα στο ιδιαίτερο λογοτεχνικό σύμπαν, ανυπαρξία σημαίνει απόλυτη σιωπή, πλήρης και εντελής αλαλία. Και, ειδικά στην περίπτωση της τριτοπρόσωπης αφήγησης, παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι συχνά ο αφηγητής, αφηγούμενος και νομίζοντας πως αποκαλύπτει μόνον την ταυτότητα των ηρώων, αποκαλύπτει τελικά ταυτόχρονα και τη δική του ταυτότητα. Και, αν στη ζωή η ανωνυμία είναι δυνατή, εφόσον κάποιος παραμείνει έξω από τα όρια της ανθρώπινης επικοινωνίας, στη λογοτεχνία κανείς δεν μπορεί να διαθέτει πλήρη ανωνυμία δεδομένου ότι η λογοτεχνία αποτελεί προνομιακό πεδίο επικοινωνίας. Στο ερώτημα, λοιπόν, «ποιος μιλάει» στη λογοτεχνία, υπάρχει σύμπτωση του ενεργήματος (του ομιλείν) με τον ενεργούντα (ποιος). Το ενέργημα γενικά, και το ενέργημα του ομιλείν ειδικότερα, υπερβαίνει την επιτελεστική του λειτουργία και αποκτά τον ειδικό του χαρακτήρα με την αποκάλυψη του υποκειμένου του ενεργήματος.


Πηγή για την εικόνα:
http://www.aproposdecriture.com/10-etapes-pour-devenir-meilleur-ecrivain