Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Βατερλώ


200 χρόνια πριν, το Σάββατο 18 Ιουνίου 1815, ο Μέγας Ναπολέων «έζησε το βατερλώ του», στη ομώνυμη πολίχνη της σημερινής Brabant-Wallon, λίγα χιλιόμετρα έξω από τις Βρυξέλλες. Έκτοτε, η λέξη «βατερλώ» ταυτίζεται με τη συντριπτική ήττα.

Ο Λέων του Waterloo

Τον Μάρτιο του 1815, ο εξόριστος Ναπολέων είχε δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στην Ευρώπη, την ώρα που στη Βιέννη, την ημέρα συνεχίζονταν οι εργασίες του συνεδρίου για την αποκατάσταση της ειρήνης μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, με τη συμμετοχή 216 κρατικών αντιπροσωπειών, ενώ τη νύχτα έδιναν κι έπαιρναν τα γλέντια για την απαλλαγή της Ευρώπης από τον Ναπολέοντα.   
Ο Ναπολέων αποβιβάστηκε στις Κάννες, κι από εκεί, με 1100 άνδρες, ξεκίνησε για το Παρίσι. Μπήκε στην πόλη στις 29 Μαρτίου, επικεφαλής 250.000 ανδρών. Ο αυτοκράτορας είχε για τα καλά επιστρέψει.

Η επιστροφή του Ναπολέοντα από την Έλβα

Η Ευρώπη ενώθηκε εναντίον του, δημιουργώντας τον λεγόμενο «Έβδομο Συνασπισμό». Ο εβδομηντατριάχρονος στρατάρχης Gebhard Leberecht von Blücher ανέλαβε την αρχηγία των Πρώσων και ο «σιδερένιος δούκας» του Wellington ανέλαβε την αρχηγία των βρετανικών δυνάμεων. Οι δύο στρατειές συναντήθηκαν στα βορειοανατολικά σύνορα της Γαλλίας, έτοιμες να εισβάλουν στη χώρα.
Η εκστρατεία του Waterloo αρχίζει στις 16 Ιουνίου και διαρκεί 3 ημέρες. Ο Ναπολέων, ατρόμητος και ριψοκίνδυνος, χωρίζει σε δύο πτέρυγες τον γαλλικό στρατό: στην αριστερή πτέρυγα αρχηγός είναι ο στρατάρχης Michel Ney, στη δεξιά ο Emmanuel de Grouchy. Υπό την προσωπική του διοίκηση τίθεται ένα εφεδρικό στράτευμα. Σαν σφήνα τοποθετεί  τον στρατό του ο Ναπολέων ανάμεσα στους δύο του αντιπάλους, αποκόπτοντας τον έναν από τον άλλο.
Στις 16 Ιουνίου, στην πόλη Ligny, στρέφεται εναντίον του Blücher, ο οποίος υφίσταται βαρύτατη ήττα, χάνοντας 12.000 στρατιώτες. Δεν χάνει όμως το μαχητικό του πνεύμα και σπεύδει να ενισχύσει τον Wellington, ο οποίος υποχωρεί προς το Waterloo.
Ποια τυχαία περιστατικά μπορούν να προκαλέσουν μια ήττα, ένα «βατερλώ»; Ποια λάθη; Ποιες καθυστερήσεις; Ποιες κακές εκτιμήσεις;
Ο δούκας του Wellington αναπτύσσει τον στρατό του στο Mont-Saint-Jean, με προσανατολισμό το νότιο μέρος. Η θέση του είναι μειονεκτική, γι’ αυτό και το σχέδιό του είναι αμυντικό, καθώς ελπίζει ότι θα καταφθάσει προς βοήθειά του και ο στρατός του Blücher. Ο Ναπολέων παρατάσσει τον στρατό του στα νότια του οροπεδίου.

Clément-Auguste Andrieu, La bataille de Waterloo (1852)

Εν τω μεταξύ, ένα τυχαίο περιστατικό: το βράδυ της 17ης Ιουνίου ανοίγουν οι ουρανοί. Η βροχή είναι κατακλυσμιαία. Το οροπέδιο γεμίζει  με παχιά λάσπη. Οι αψιμαχίες αρχίζουν από το πρωί της 18ης Ιουνίου. Σε όλες οι Άγγλοι αντέχουν, αν και οι Γάλλοι φαίνεται ότι υπερισχύουν. Μια καθυστέρηση: ο Ναπολέων δεν δίνει το σύνθημα για γενική επίθεση, περιμένοντας να στεγνώσει το χώμα ώστε να μπορέσει να σύρει το πυροβολικό του. Μια κακή εκτίμηση: τις 3:30 το μεσημέρι, ο Ney αρχίζει την επίθεση (εν γνώσει του αυτοκράτορα; ποιος ξέρει;). Με το ιππικό του επιτίθεται εναντίον του αγγλικού στρατού. Πώς να καταφέρει όμως να διαπεράσει τον περίφημο σχηματισμό των «αγγλικών τετραγώνων»; Η ώρα περνάει. Οι Άγγλοι ακόμη αντέχουν, αν και οι Γάλλοι φαίνεται να έχουν την πρωτοβουλία. Στις 7 το απόγευμα ωστόσο φθάνει ο Blücher, έχοντας κάνει έναν μεγάλο κύκλο. Ένα λάθος: ο Grouchy, που στάλθηκε από τον αυτοκράτορα, απέτυχε να τον εμποδίσει να φτάσει στο Waterloo. Οι Γάλλοι βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πυρά. Ο Wellington διατάζει αντεπίθεση. Οι Γάλλοι τρέπονται σε φυγή. Ο Ney συλλαμβάνεται. 25.000 Γάλλοι στρατιώτες πέφτουν νεκροί.

William Sandler, Battle of Waterloo (1852)

9 το βράδυ: ο Wellington και ο Blücher συναντιούνται στο πανδοχείο La Belle alliance (Η ωραία συμμαχία) και κηρύσσουν το νικηφόρο γι’ αυτούς τέλος της μάχης.

Πανδοχείο La Belle alliance

Ο Ναπολέων, επικεφαλής της φρουράς του, έχει διασπάσει τις εχθρικές γραμμές και έχει καταφέρει να ξεφύγει. Μεσάνυχτα της 20ής Ιουνίου φτάνει στο Παρίσι. Ο λαός, που κάποτε τον επευφημούσε, τώρα ζητεί τον θάνατό του. Ακόμη και οι πιο πιστοί του φίλοι τον εγκαταλείπουν. Οι ελάχιστοι που του μένουν επιχειρούν να τον σώσουν επιβιβάζοντάς τον σε πλοίο για την Αμερική. Οι Άγγλοι καιροφυλακτούν. Ο αυτοκράτορας αναγκάζεται να παραδοθεί. Του ανακοινώνεται ότι είναι «αιχμάλωτος της Ευρώπης». Εξορίζεται στην Αγία Ελένη, έναν βράχο στο κέντρο του Νότιου Ατλαντικού.  


Εκεί πεθαίνει, στις 5 Μαΐου 1821.

Το νόμισμα των 2.5 ευρώ που κυκλοφόρησε το Βέλγιο 
για τα 200 χρόνια από τη μάχη του Waterloo 

Πηγές για τις εικόνες:

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Στη σκιά του Alexandre Dumas: Auguste Maquet


Τον Δεκέμβριο του 1838 ο Γάλλος καθηγητής Φιλολογίας Auguste Maquet, με τη μεσολάβηση του Gérard de Nerval, επισκέπτεται τον τριανταεξάχρονο, ήδη διάσημο θεατρικό κυρίως συγγραφέα Alexandre Dumas (père). Είναι η κατάλληλη στιγμή. Ο Dumas επιθυμεί να κάνει στροφή στην καριέρα του. Τα θεατρικά του έργα έχουν κουράσει το κοινό. Το μυθιστόρημα ανοίγει για εκείνον ένα νέο πεδίο δόξας.
Ο Maquet διαθέτει αρετές πολύτιμες. Γνωρίζει καλά την Ιστορία, ξέρει πώς να κάνει έρευνα για ιστορικά θέματα και έχει καλές ιδέες. Είναι, δηλαδή, ό,τι ακριβώς χρειάζεται ο Dumas. Επιπλέον, μπορεί να εργάζεται ακούραστα για ώρες, όπως ακριβώς και ο ιδιοφυής συγγραφέας.

Καρικατούρα του Maquet (1852)

Οι δύο άνδρες αρχίζουν να συνεργάζονται με μεγάλη επιτυχία. Ο Maquet συγκεντρώνει το υλικό και ακατέργαστο το προσκομίζει στον Dumas, ο οποίος το μετατρέπει σε γοητευτικά μυθιστορήματα με πλοκή, διαλόγους, ρυθμό, τόνο και ύφος.
Το πρώτο έργο που παράγεται από αυτήν τη συνεργασία έχει τον τίτλο Le chevalier dHarmental (Ο ιππότης ντ' Αρμεντάλ) και ακολουθούν τα έργα που θα κάνουν τον Dumas κοσμαγάπητο και, κυρίως, πάμπλουτο και εξαιρετικά σπάταλο: Les trois mousquetaires (Οι τρεις σωματοφύλακες), La reine Margot (Βασίλισσα Μαργκό), Le comte de Monte-Cristo (Ο κόμης Μοντεκρίστο) κ.ά.
Η συνεργασία διακόπτεται το 1851. Εν τω μεταξύ, ο Dumas έχει ζήσει στα άκρα, έχει κερδίσει τεράστια χρηματικά ποσά, έχει χρεοκοπήσει, έχει αρχίσει να καταδιώκεται από τους πιστωτές του. Ο ίδιος ποτέ δεν αρνείται τη συμβολή του Maquet στο έργο του, ωστόσο οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι οικειοποιήθηκε τη δουλειά του συνεργάτη του, και όχι μόνον του Maquet, αλλά και κάμποσων ακόμη, ότι το θαυμάσιο έργο του δεν είναι παρά το προϊόν μιας καλοστημένης λογοτεχνικής βιομηχανίας.  
Το 1858 δίνεται το οριστικό τέλος αυτής της πολύ προσοδοφόρας φιλίας: ο Maquet διεκδικεί δικαστικά πνευματικά δικαιώματα επί των έργων που μέχρι τότε αποδίδονταν αποκλειστικά στον Dumas. Του επιδικάζεται οικονομική αποζημίωση, όμως ο Dumas διατηρεί την κυριότητα των έργων.
Μέχρι τον θάνατό του, το 1888, ο Maquet εξακολουθεί  να γράφει. Αν και μάλλον μέτρια τα έργα του, του αποφέρουν τόσα χρήματα ώστε να αγοράσει έναν πύργο στη γαλλική επαρχία.
Η σχέση του Maquet με τον Dumas έγινε ταινία το 2010, με τίτλο Lautre Dumas (Ο άλλος Δουμάς), σε σκηνοθεσία του Safy Nebbou. Στον ρόλο του Dumas ο Gérard Depardieu και στον ρόλο του Maquet ο Benoît Poelvoorde.


Πηγές για τις εικόνες:

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Για τον Μάνο Χατζιδάκι


Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από κοντά μας το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1994, πριν από 21 χρόνια. Το βράδυ της ίδιας εκείνης ημέρας, ένα εννιάχρονο αγόρι του έστειλε ένα γράμμα. Με τις ανορθόγραφες λέξεις του ήθελε να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε και να του ευχηθεί καλό ταξίδι:
Αγαπητέ κύριε Μάνο Χατζιδακκι
Τα τραγούδια σας μου αρεσουν και μου αρεσαν πολύ. Ο πατεράς μου ειχε μιλησει πολυ για σας. Σας ενοουσα παρα πολυ καλό μου φίλο. Ο δήσκος "Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ" μου άρεσε παρα πολυ και ειδικα το τραγουδή που τραγουδατε ο ιδιος τοχω μαθη απεξο και κανένα μεσημέρι ακουο το δίσκο. Το ταξηδι που κανετε τωρα ειναι πολυ λιπητερο. Ο νους μας θα είναι σε σας και θα 'κουμε παντα τα τραγούδια σας.
Για σας κυριε Μανό και καλό ταξηδη.
Με αγαπη Ρωμανός


Εκείνο το αγόρι, που σήμερα είναι 30 χρονών, εξακολουθεί «να εννοεί πολύ καλό του φίλο» τον Μάνο Χατζιδάκι και να ακούει τα τραγούδια του, όπως τα ακούμε κι όλοι όσοι τον αγαπήσαμε και νιώθουμε βαθιά την έλλειψή του. Για χάρη του το τραγούδι «Ήρθε Βοριάς, ήρθε Νοτιάς» από τον δίσκο Ρωμαϊκή Αγορά. Μουσική και Ερμηνεία: Μάνος Χατζιδάκις. Στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός.


Κι ένα δεύτερο τραγούδι, λιγότερο γνωστό αυτό. «Cantique des voleurs» από τη θεατρική παράσταση La voleuse de Londres που ανέβηκε στο Théâtre du Gymnase, σε σκηνοθεσία Raymond Gérôme. Τη μουσική έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις και τους στίχους ο Georges Neveux. Ερμηνεύει η Marie Bell.


Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Υπεράνθρωποι


Μεταξύ των ετών 1883-85 ο Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche γράφει το έργο του Also sprach Zarathustra (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), στο οποίο προαναγγέλλεται η έλευση του υπερανθρώπου (Übermensch).
Σε προηγούμενα έργα του, ο φιλόσοφος είχε υποστηρίξει την ανατροπή κάθε ιεραρχίας που έως τότε κυβερνούσε την ηθική, την πολιτική και την αισθητική, προκειμένου έτσι να μπει φρένο στην παρακμή του ανθρώπινου είδους. Πρόκειται για έναν αντι-θεμελιωτισμό, ο οποίος θα αποτελέσει τη βάση της μεταμοντέρνας σκέψης, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και του οποίου το περιεχόμενο είναι στενά συνδεδεμένο με δύο από τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις του Nietzsche.


Η πρώτη είναι η αντίληψη για τον θάνατο του Θεού. Είναι λιγότερο μια θρησκευτική θέση και περισσότερο η αντίθεση στην πλατωνική θέση της ύπαρξης ενός ιδεώδους με ανώτερη αρμοδιότητα, το οποίο εγγυάται την πραγματικότητα του υλικού κόσμου. Ο Nietzsche ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει ούτε αφετηρία ούτε τέρμα. Πως δεν υπάρχουν μορφές, δεν υπάρχει νοούμενο (με την καντιανή έννοια), δεν υπάρχει Ιστορία. Άρα, δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο εμείς οι άνθρωποι χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Κανένας σκοπός, κανένα θεμέλιο, κανένα πλαίσιο δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να ζήσουν. Να ζήσουν με δύναμη, με ένταση.
Η δεύτερη είναι η θεωρία της βούλησης για δύναμη. Είναι ταυτόχρονα μια δημιουργική αρχή αλλά και μια κατάληξη, εφόσον αποτελεί κίνητρο για δράση που έχει ως τελικό αποτέλεσμα την ίδια τη βούληση για δύναμη, οριζόμενη ως βίωμα κυριαρχίας και συνδεόμενη έτσι με την ελευθερία. Σε κάθε κοινωνία, υποστηρίζει ο Nietzsche, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: οι κύριοι και οι δούλοι, βάσει των οποίων διαμορφώνεται και η αντίστοιχη ηθική. Κύριοι είναι όσοι διακατέχονται από τη βούληση για δύναμη και η ηθική τους περιλαμβάνει την επιθετικότητα, την παρατολμία, την ανάγκη για υπερίσχυση έναντι των άλλων, ενώ η ηθική των δούλων χαρακτηρίζεται από μνησικακία έναντι των κυρίων, που δεν εκδηλώνεται όμως λόγω της μετριοπάθειας, του φόβου και της ταπεινότητας οι οποίες ως αξίες τους χαρακτηρίζουν.  
Αν και σαφώς υπέρ της ηθικής των κυρίων, ο Nietzsche παραδέχεται ότι «πέρα από το καλό και το κακό, υπάρχει ένας άνθρωπος, που δικαιώνει τον άνθρωπο ως λυτρωτική μορφή, που εμπνέει πίστη στον άνθρωπο», κι αυτός είναι ο υπεράνθρωπος, στον οποίο η βούληση για δύναμη αποτελεί θεμελιώδες οντολογικό χαρακτηριστικό. Ο υπεράνθρωπος είναι ο λυτρωτής του ανθρώπου από την ηθική της δουλείας.


Πολλοί μίλησαν για την επίδραση που άσκησε η σκέψη του Nietzsche, και ιδιαίτερα η αντίληψη για τον υπεράνθρωπο, στη μεταγενέστερη φιλοσοφία, στην πολιτική, στην ψυχανάλυση, σε ό,τι θεωρούμε υψηλή λογοτεχνία. Λίγοι πρόσεξαν ότι ο υπεράνθρωπος είχε γεννηθεί πριν από τον Nietzsche και επιβίωσε μετά από αυτόν στα feuilleton, στα μυθιστορήματα με άλλα λόγια των επιφυλλίδων, στην αστυνομική και κατασκοπευτική λογοτεχνία, στα comics. Από τον πρίγκηπα Rodolphe στο έργο Les mystères de Paris (Τα μυστήρια των Παρισίωντου Eugène Sue και τον κόμητα Monte-Cristo του Alexandre Dumas (πατέρα) ως τον Arsène Lupin και αργότερα τον James Bond, τον Superman, τον Batman κ.ά., υπάρχει πάντοτε ένας ήρωας με εξαιρετικές ικανότητες που παρεμβαίνει για να αποκαταστήσει την κοινωνική δικαιοσύνη με πράξεις ιδιωτικής δικαιοσύνης. Χωρίς να είναι προφήτης της κοινωνικής πάλης, καταστρέφει τους κακούς και ανταμείβει τους καλούς, παρηγορώντας τους αναγνώστες με την προβολή της εικόνας μιας μυθικής δικαιοσύνης.


Πηγές:
Έκο Ου. (1989). Ο υπεράνθρωπος των μαζών. Μτφ.: Έφη Καλλιφατίδη. Αθήνα: Γνώση.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%AF%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%87_%CE%9D%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B5#/media/File:Nietzsche1.jpg

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Όταν ο René Magritte συνάντησε τον Fantômas


Ποια σχέση μπορεί να έχει η καλλιτεχνική Avant-Garde του πρώτου μισού του 20ού αιώνα με τον βασιλιά του τρόμου;
Ο Fantômas είναι ένας από τους διασημότερους μυθιστορηματικούς ήρωες, γεννημένος το 1911 από τους Γάλλους συγγραφείς Marcel Allain και Pierre Souvestre. Αυτός ο αφέντης της φρίκης, το πνεύμα του κακού, ο ανελέητος και σαδιστής αρχιεγκληματίας, αγαπήθηκε πολύ από τους ανθρώπους του λαού οι οποίοι αποτελούσαν τους αναγνώστες αυτού του είδους «παρηκμασμένης» αφηγηματικής που αποτελεί συνέχεια του λαϊκού δημοκρατικού μυθιστορήματος του τέλους του 19ου αιώνα. Το παράδοξο είναι ότι με τον Fantômas ξετρελάθηκαν και οι υπερρεαλιστές. Οι περιπέτειές του είναι γι’ αυτούς το αποκορύφωμα της παράνοιας, εντός της οποίας η κοινωνία είναι, όπως το εκφράζει ο Umberto Eco, ένας ανοιχτός και ανεύθυνος χώρος συνδυασμού άσκοπων λειτουργιών, και όχι ο χώρος μιας απειλούμενης τάξης που χρειάζεται να αποκατασταθεί.
Ανάμεσά τους ο Βέλγος ζωγράφος René Magritte, ο οποίος απέδωσε εικαστικά την αβάσταχτη γοητεία που ασκεί αυτή η «παρηκμασμένη» αφηγηματική.
Το 1927 ο Magritte ζωγραφίζει, σε έναν πίνακα με τον τίτλο Lassasin menacé, μια αινιγματική όσο και τρομακτική σκηνή εγκλήματος, η οποία παραπέμπει στη βωβή ταινία του 1913 με θέμα τον Fantômas. Τίτλος της Le mort qui tue και σκηνοθέτης της ο Louis Feuillade. Δύο οπλισμένες φιγούρες παραμονεύουν πίσω από τις πόρτες, ενώ ο καλοντυμένος δολοφόνος είναι προσηλωμένος στον φωνόγραφο. Το θύμα, μια νεαρή γυναίκα, κείται στο κέντρο του δωματίου, έξω από το οποίο βρίσκονται τρεις άνθρωποι, θεατές του εγκλήματος. Ο πίνακας φυλάσσεται στη Νέα Υόρκη, στο Museum of Modern Art.


Στο Musées Royaux des Beaux-Arts de Belgique βρίσκεται ένας πίνακας με τίτλο Lhomme du large, τον οποίο ο Magritte φιλοτέχνησε μεταξύ 1926-7. Και πάλι, ο ζωγράφος αντλεί από μια ταινία του Louis Feuillade, αυτήν τη φορά από τη δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη με ήρωα τον Fantômas και τίτλο Juve contre Fantômas.


1926. La traversée difficile και Le musée d’une nuit. Ο πρώτος φιλοτεχνείται το 1926 και είναι μέρος ιδιωτικής συλλογής, ο δεύτερος φιλοτεχνείται το 1927 και βρίσκεται στη συλλογή του Marcel Mabille. Και στους δύο, το κομμένο χέρι παραπέμπει στο εξώφυλλο του Gino Starace για το βιβλίο La main coupé. Ενδιαφέρον έχει και η αναφορά της συνήθους αργότερα τεχνικής του Magritte, να πειραματίζεται με τη διαίρεση του χώρου, στον συνδυασμό των αντικειμένων με απρόσμενο τρόπο, πράγμα που αποτελεί και τη βάση της αστυνομικής λογικής.




Ο ζωγράφος επανέρχεται στο θέμα του δεύτερου πίνακα το 1959, επιφέροντας ουσιώδεις διαφοροποιήσεις.  


Το 1928 ο Magritte ζωγραφίζει έναν πίνακα με τίτλο Le barbare. Το πρόσωπο του Fantômas ξεθωριάζει πάνω σε έναν τούβλινο τοίχο. Ο ίδιος ο ζωγράφος, με τα χαρακτηριστικά του Fantômas, ποζάρει προκλητικά, δέκα χρόνια αργότερα, μπροστά στον πίνακά του και φωτογραφίζεται από άγνωστο φωτογράφο. Η φωτογραφία βρίσκεται στο Baltimore Museum of Art.


Τέλος, το 1943, ανοιχτά πλέον, ο Magritte αναγνωρίζει την οφειλή του στον δαιμονικό μυθιστορηματικό ήρωα. Το έργο του με τίτλο Le retour de flamme αντιγράφει το εξώφυλλο της πρώτης νουβέλας των Marcel Allain και Pierre Souvestre, μόνο που ο δικός του Fantômas κρατάει στο χέρι του, αντί για στιλέτο, ένα λουλούδι.



Πηγές:
Έκο, Ου. (1989). Ο υπεράνθρωπος των μαζών. Μτφ. Έφη Καλλιφατίδη. Αθήνα: Γνώση