Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Η νέα εποχή στο Παρίσι


1889. Εκατό χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης. Το Παρίσι γιορτάζει, ενώ συγχρόνως στην πόλη λαμβάνει χώρα η Exposition Universelle, η διεθνής βιομηχανική έκθεση η οποία είχε για πρώτη φορά οργανωθεί το 1851 στο Λονδίνο και είχε ως τότε κάμποσες φορές φιλοξενηθεί και στη γαλλική πρωτεύουσα.
Η έκθεση δεν έχει μόνον οικονομική σημασία. Οι κυβερνήσεις έχουν αντιληφθεί πόσο η υπεροχή στον τομέα της τεχνολογίας, η οποία κυριολεκτικά εκρήγνυται, μπορεί να συνοδευτεί και με πολιτική υπεροχή. Η γαλλική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να εντυπωσιάσει, ενισχύοντας επιπλέον το κύρος της. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο Gustave Eiffel, με τη βοήθεια ενός αρχιτέκτονα, του Stephen Sauvesrte, και δύο μηχανικών, του Émile Nouguier και του Maurice Koechlin, έχει αναλάβει να κατασκευάσει ένα έργο, το οποίο επρόκειτο να στεγάσει την έκθεση και το οποίο προοριζόταν να αποτελέσει σημείο αναφοράς αναδεικνύοντας τις δυνατότητες και τη γοητεία της τεχνολογικής επανάστασης.


Πράγματι, στις 6 Μαΐου 1889, μετά από σκληρή και ιδιαιτέρως επικίνδυνη δουλειά, το έργο είναι έτοιμο και η Exposition Universelle ανοίγει τις πόρτες της για το κοινό. Είναι ένα έργο μνημειακών διαστάσεων. Ένας πύργος με ύψος 325 μέτρα, που γίνεται το υψηλότερο κτήριο του κόσμου, κατασκευασμένο από 10038 κομμάτια σφυρήλατου σίδερου τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με 2,5 εκατομμύρια πριτσίνια.
Ο πύργος, στο 7ο παρισινό διαμέρισμα, δίπλα στις όχθες του Σηκουάνα, παίρνει το όνομα το κατασκευαστή του: Tour Eiffel. Κι ενώ ο κόσμος συρρέει για να τον επισκεφτεί, οι διανοούμενοι συνεχίζουν τις διαμαρτυρίες τους οι οποίες είχαν αρχίσει σχεδόν ταυτόχρονα με την κατασκευή του.

Georges Seurat (1889), La Tour Eiffel
Σαν Φρανσίσκο
California Palace of the Legion of Honor

Ο Alexandre Dumas, ο Charles Gounod, ο Paul Verlaine, ο Léon Bloy είναι κάποιοι από τους πιο φανατικούς πολέμιους αυτού του «ημιτελούς, συγκεχυμένου, παραμορφωμένου ιστού από σίδερο», «αυτού του συμβόλου μιας άχρηστης δύναμης». Ο Guy de Maupassant, που πρωτοστάτησε στις λεγόμενες «protestations des artists contre la Tour Eiffel», από τις στήλες του περιοδικού Le Temps, συνήθιζε να τρώει το μεσημεριανό του γεύμα κάθε μέρα στο εστιατόριο του πύργου, επειδή, όπως έλεγε, ήταν το μοναδικό σημείο του Παρισιού από το οποίο μπορούσε κάποιος να αποφύγει να τον βλέπει.
Μετά το τέλος της έκθεσης, ο πύργος επρόκειτο να αποσυναρμολογηθεί, εφόσον στους όρους του διαγωνισμού για την κατασκευή του ήταν η ευκολία να κατεδαφιστεί. Ωστόσο, παρέμεινε στη θέση μέχρι το 1909, χρονιά κατά την οποία έληγε η άδεια την οποία είχε λάβει ο Eiffel για το στήσιμό του και η ιδιοκτησία του περιήλθε στον δήμο του Παρισιού.

Robert Delauney (1911), La Tour Eiffel
Ν. Υόρκη, Musée Solomon R. Gauggenhaim

Ο πύργος σώθηκε. Κι αυτό χάρη στο ραδιόφωνο. Το ύψος του τον έκανε ιδανικό σημείο για να εγκατασταθεί η ραδιοφωνική κεραία. 
Έκτοτε, 126 χρόνια μετά, αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Παρισιού και σταθερό σκηνικό κάθε χολυγουντιανής ταινίας που γυρίζεται στη γαλλική πρωτεύουσα.

Πηγές για τις εικόνες:

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Για την ελληνική επανάσταση


Για την επέτειο της ελληνικής επανάστασης, εκείνης που κατέλυσε μια αυτοκρατορία και θεμελίωσε το εθνικό μας κράτος, το τραγούδι «Τσάμικος» από τον δίσκο Αθανασία του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία από τον Μανώλη Μητσιά:


Πηγή:

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Η μεγάλη σκακιέρα


Ζούμε κι εμείς, όπως η Αλίκη του Carroll, σε μια μεγάλη σκακιέρα. Ονομάζεται Ευρασία και είναι μια υπερήπειρος. Μια συμπαγής ζώνη που περιλαμβάνει την πρώην Σοβιετική Ένωση με τις γειτονικές της ασιατικές χώρες (Κίνα, ινδική υποήπειρο, Ινδοκίνα) και την Ευρώπη. Εκεί ζει το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού και εκεί αναπτύσσεται η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι φυσικοί πόροι.


Πάνω σ’ αυτήν, χρόνια τώρα, παίζεται μια σκληρή παρτίδα γεωστρατηγικής υπεροχής. Είναι στην ουσία ένα λάφυρο. Πρώτος το επεσήμανε ο Halford Mackinder, ο Άγγλος γεωγράφος, ακαδημαϊκός και διευθυντής του London School of Economics, ο οποίος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής. Όποιος κατέχει το κέντρο της Ευρασίας (τη Ρωσία) ελέγχει τρεις ηπείρους, και εν τέλει ελέγχει τον κόσμο, υποστήριξε.
Σε αυτήν την ιδέα επανέρχεται ο Zbigniew Kazimierz Brezinski, ο Πολωνός θεωρητικός της γεωστρατηγικής, καθηγητής στο Harvard και σύμβουλος εξωτερικής ασφαλείας στην κυβέρνηση του προέδρου Jimmy Carter. Η Αμερική, ισχυρίζεται, η οποία, μετά την κατάρρευση του αιώνιου αντιπάλου της και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αναδείχθηκε ως η πρώτη και μόνη παγκόσμια υπερδύναμη, μπορεί να διασφαλίσει την εξέχουσα θέση της στον κόσμο, εφόσον αποκτήσει τον έλεγχο αυτής της εκτεταμένης περιοχής. Αν η κυριαρχία της Αμερικής στην Ευρασία αμφισβητηθεί, αυτό θα αποτελέσει κρίσιμο πλήγμα στην πρωτοκαθεδρία της, υποστηρίζει ο Brezinski. Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο θα ρυθμίσει τις σχέσεις και θα διαχειριστεί τις συγκρούσεις στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Μέση Ανατολή, έτσι ώστε να αποτρέψει την εμφάνιση και τις διεκδικήσεις κάποιας υποψήφιας αντίπαλης υπερδύναμης. Ο Brezinski θα ήταν ικανοποιημένος εάν ασκείτο πίεση επί της Ρωσίας (ακόμα και με ακρωτηριασμό της), έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να αποτελέσει απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιπλέον, διαβλέπει την αυξανόμενη σημασία της Ινδίας ως στρατηγικού εταίρου της Αμερικής στη Νότιο Ασία, ενώ δεν παραλείπει να διατυπώσει την ανησυχία του για την ενδυνάμωση της Κίνας  και να τονίσει την ανάγκη ενσωμάτωσης του Ιράν στη διεθνή κοινότητα.


Το έργο του Brezinski The Grand Chessboard, γραμμένο το 1997, κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη έναν χρόνο αργότερα, σε μετάφραση της Ελένης Αστερίου, με τον τίτλο Η μεγάλη σκακιέρα. Υπότιτλος του έργου: Η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές.

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Το σκάκι στη λογοτεχνία


Το ωραιότερο, επιστημονικότερο, διανοητικότερο και δυσκολότερο παιχνίδι είναι το σκάκι. Παλιότερα αποτελούσε ψυχαγωγία αποκλειστικά για βασιλιάδες (γι’ αυτό και το ονόμαζαν «παιχνίδι των βασιλέων»), πάπες, πρίγκηπες, αυλικούς, και γενικά για τους ευγενείς και για τον ανώτερο κλήρο. Ο Voltaire, ο Diderot ο Goethe, ο Leibniz, o Tolstoy είναι κάποιοι από τους διάσημους λάτρεις του παιχνιδιού. Ο Zweig, ο Nabokov, ο Pérez-Reverte είναι κάποιοι από τους συγγραφείς που έγραψαν έργα με θέμα το σκάκι.


 «Θα ‘λεγα πως είναι σημαδεμένη σαν μια μεγάλη σκακιέρα» είπε τελικά η Αλίκη. «Θα ‘πρεπε να υπάρχουν και μερικοί άνθρωποι, να κινούνται –μα ναι! Υπάρχουν» πρόσθεσε χαρούμενα, κι η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα, με λαχτάρα, καθώς συνέχιζε: «Είναι μια πελώρια παρτίδα σκάκι που παίζεται παντού –σ’όλο τον κόσμο- αν αυτός είναι ο κόσμος βέβαια. Α, τι διασκεδαστικό που είναι! Πόσο θα ‘θελα να ‘παιζα κι εγώ! Δε θα με πείραζε κι απλό πιόνι να ‘μουν, αν ήταν δυνατόν να με παίξουν –αν και φυσικά θα προτιμούσα να ‘μουν βασίλισσα!»
Έριξε μια ματιά μάλλον ντροπαλά, προς την αληθινή Βασίλισσα καθώς το ‘λεγε αυτό, η σύντροφός της, όμως, χαμογέλασε ευχάριστα κι είπε: «Αυτό κανονίζεται εύκολα. Αν θέλεις μπορείς να είσαι το Πιόνι της Λευκής Βασίλισσας, μια που η Λίλυ είναι πολύ μικρή για να παίξει. Τώρα είσαι στο Δεύτερο Τετράγωνο. από δω ξεκινάς. Όταν φτάσεις στο Όγδοο Τετράγωνο, θα γίνεις Βασίλισσα».


Είναι ένα απόσπασμα από το έργο του Lewis Carroll με τίτλο Through the Looking-Glass and What Alice Found There  (Μέσα απ’ τον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί), που γράφτηκε το 1871 ως σίκουελ του Alices Adventures in Wonderland (Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων) και βασίζεται ολόκληρο στην ιδέα μιας παρτίδας σκακιού. Την εικονογράφηση έκανε ο John Tenniel.


Η Αλίκη παίζει την παρτίδα και σε έντεκα κινήσεις κάνει ματ. 
Στον πρόλογο του έργου ο Carroll μας διαβεβαιώνει ότι η παρτίδα λύνεται αν υπολογιστούν σωστά οι κινήσεις, ενώ στο μυθιστορηματικό σύμπαν οι σκακιστικές κινήσεις των πιονιών υποδεικνύουν την εξέλιξη της πλοκής.

Πηγές:
Λούις Κάρολ (2003). Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και Μέσα απ’ τον καθρέφτη. Μετάφραση: Παυλίνα Παμπούδη. Αθήνα: Printa.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Το σκάκι στη ζωγραφική (Μέρος Β΄) και στη λογοτεχνία


Ένα έργο του Juan Gris με τίτλο Chess Players, φιλοτεχνημένο το 1917, μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η κυβιστική τέχνη μπορεί να ενοποιήσει διαφορετικές χωρικές κατευθύνσεις σε μια ενιαία εικόνα.


Ο Paul Klee, το 1937, ζωγραφίζει ένα έργο με τίτλο The Great Chess Game. O Klee μεταμορφώνει τον καμβά σε έναν κώδικα από χρωματιστά τετράγωνα, δίνοντάς του έτσι τη μορφή σκακιέρας. Το παιχνίδι δεν έχει νόημα με τους όρους του πραγματικού σκακιού, αποκτά όμως νόημα μέσα στο εικαστικό σύμπαν του ζωγράφου.


Τέλος, το 1954, ένας Έλληνας ποιητής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης γράφει ένα ποίημα με τίτλο «Σκάκι».
Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος,τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.

Πηγές για τις εικόνες:

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Το σκάκι στη ζωγραφική (Μέρος Α΄)


Φαίνεται ότι οι ζωγράφοι θέλγονται από το σκάκι. Για να μείνουμε στον 16ο αιώνα.
Το 1508, ο Ολλανδός Lucas van Leyden,σε πολύ νεαρή ηλικία, ζωγραφίζει τόσο προσεκτικά το έργο του The chess players, ώστε σήμερα μπορούμε αξιόπιστα να αναλύσουμε το παιχνίδι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι που ονομάζεται courrier chess, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν πολύ δημοφιλές σε περιοχές με γερμανικές επιρροές.


Το 1550, ο Ιταλός Giulio Campi ζωγραφίζει ένα έργο που σήμερα βρίσκεται στο Museo Civico dArte Antica του Τορίνο. Τίτλος του: La partita a scacchi. Μια γυναίκα –ίσως η Αφροδίτη- αντιμετωπίζει στο σκάκι έναν άντρα –ίσως τον Άρη. Πρόκειται πιθανόν για γάμο; Ο μελαγχολικός νεαρό που κοιτάζει τον θεατή κατάματα ίσως είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης.


Ο Ιταλός Ludovico Carracci ζωγραφίζει, το 1590, ένα έργο με τίτλο I giocatori di scacchi, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, στο Gemaldegalerie Art Museum.


Πηγές για τις εικόνες:

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Ο Marcel Duchamp και το σκάκι


Το 1923, ο Marcel Duchamp δηλώνει πως εγκαταλείπει την τέχνη και πως πρόκειται να αφοσιωθεί στο σκάκι.


«Το σκάκι είναι πιο αγνό από την τέχνη, όσον αφορά στην κοινωνική του θέση», ισχυρίζεται. Και, έχοντας αναστατώσει τον χώρο της τέχνης, έχοντάς τον αλλάξει για πάντα, ρίχνεται με τα μούτρα στο αγαπημένο του παιχνίδι. Γίνεται δεινός σκακιστής, γράφει άρθρα γι’ αυτό, κερδίζει πρωταθλήματα, εκπροσωπεί νικηφόρα τη Γαλλία σε σκακιστικές ολυμπιάδες. Ακόμα κι όταν, μετά το 1960, το ενδιαφέρον του κοινού για την πρωτοπόρα τέχνη του αναζωπυρώνεται, εκείνος παραμένει πιστός στο σκάκι.
«Το μόνο ναρκωτικό με το οποίο είχε αποκτήσει εξάρτηση», έλεγαν ο φίλοι του. Για χάρη του, χωρίζει την πρώτη του σύζυγο, τη Lydie Fischer Sarazin-Levassor, με την οποία παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 1927. Επτά μήνες αργότερα κι αφού η Lydie προσπάθησε μάταια να ξεκολλήσει τον Marcel από τη σκακιέρα του κολλώντας πάνω της τα πιόνια ώστε να μην μπορεί να παίξει, έρχεται το διαζύγιο.
Εκτός από τις πολλές φωτογραφίες του να παίζει σκάκι, δύο ζωγραφικά του έργα είναι πολύ χαρακτηριστικά.
Το πρώτο, με τον τίτλο A Game of Chess (Παιχνίδι σκακιού), μεταϊμπρεσιονιστικό στην τεχνική του, φιλοτεχνήθηκε το 1910 και σήμερα βρίσκεται στο Philadelphia Museum of Art.


Το δεύτερο, του 1911, με τίτλο Portrait of Chess Players (Πορτραίτο σκακιστών), βρίσκεται στη Φιλαδέλφεια, στη συλλογή Luise and Walter Annenberg.


Πηγές για τις εικόνες:

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Τίτλος και ερμηνεία


Άτιτλα ζωγραφικά έργα. Ο καλλιτέχνης δεν δεσμεύεται στο νόημα. Προσφέρει στο κοινό του μια μορφή κι εκείνο καλείται να την ερμηνεύσει. Τα καταφέρνει; Ναι, μετά από εμπεριστατωμένες ερμηνείες των ειδικών. Αναλύσεις, κατάλογοι εκθέσεων, αφιερώματα υπηρετούν αυτήν την ανάγκη.
Δεκαετία του ’60. Είναι η εποχή κατά την οποία εμφανίζεται εκείνη η τέχνη που την αποκαλούμε «εννοιολογική» (conceptual). Υλικό της είναι η γλώσσα και επιδίωξή της η οικονομία των μέσων. Το έργο τέχνης, κατά τους conceptualists, δεν είναι απαραίτητο να έχει απτή μορφή. Είναι μια φυσική απουσία, η οποία μεταβάλλεται σε παρουσία με τη βοήθεια ορισμένων πληροφοριών, όπως κείμενα, διαγράμματα κ.λπ. Και ο θεατής καλείται να συμμετάσχει νοητικά.

Sol LeWitt, Tower (1984)
Davenport, Iowa, Figge Art Museum

Η εννοιολογική τέχνη αποτελεί απάντηση στον τρόπο με τον οποίο έως τότε διαρθρωνόταν η αισθητική εμπειρία: έμμεσα, δηλαδή με την παρέμβαση ενός ειδικού (θεωρητικού, ιστορικού, κριτικού). Οι καλλιτέχνες, με την εννοιολογική τέχνη, προσπαθούν να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση, μεταθέτοντας το ενδιαφέρον στον θεατή. Χρειάζονται αμεσότητα στην ερμηνεία του έργου, και αυτό το ιδεώδες μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα εάν το έργο συνοδεύεται εξ αρχής από την ερμηνεία του. Το έργο χρειάζεται, απλώς, να αναχθεί στην ιδέα που το καθορίζει. Η έμφαση στην ιδέα όχι μόνον απαλείφει καθετί αυθαίρετο, ιδιόρρυθμο και υποκειμενικό, όπως τονίζει ο Sol LeWitt, αλλά επιτρέπει στο έργο να παρουσιαστεί ως ερμηνευμένο. Και η ιδέα μπορεί να αποτυπωθεί στον τίτλο του έργου. Τα έργα παύουν να είναι άτιτλα, απελευθερώνοντας έτσι το κοινό από τους κριτικούς, από τους επιμελητές των εκθέσεων, και από τους  ίδιους τους καλλιτέχνες.

Joseph Kosuth, One and Three Chairs (1965)
N. York, Museum of Modern Art

Joseph Kosuth, Sol LeWitt, Douglas Huebler, Lawrence Weiner, Robert Barry, John Baldessari και Hans Haacke είναι μερικοί από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες. Και φυσικά ο πρωτοπόρος, ο Marcel Duchamp.
Μένει όμως το ερώτημα: είναι δυνατός ο περιορισμός του καλλιτεχνικού έργου στα όρια της γλώσσας και των εννοιών και η αδιαφορία για το μορφικό περιεχόμενο και για την αισθητηριακή του πρόσληψη από τον θεατή; Μήπως το ζήτημα των αισθήσεων σε σχέση με τη βίωση του έργου τέχνης πρέπει να επανεξεταστεί.

Πηγές για τις εικόνες: