Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Η γοητεία της σιωπής


Το 1928 η τεχνολογία δεν έχει ακόμα καταφέρει να επιτύχει την εισαγωγή του ήχου στις ταινίες. Είμαστε στο απόγειο του χολλυγουντιανού βωβού (ασπρόμαυρου) κινηματογράφου. Βέβαια, σταρ υπάρχουν και σ’ αυτήν την εποχή. Ο σκηνοθέτης Frank Borzage είναι ένας από αυτούς. Ηθοποιός ο ίδιος, εξαιρετικά όμορφος, καταφέρνει να γίνει ο ισχυρός άνδρας των Fox Studios και να είναι αυτός που θα παίρνει όλες τις αποφάσεις για τις πολλές ταινίες του. Σταρ είναι επίσης η Janet Gaynor, είκοσι δύο χρονών το 1928 και η αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Borzage. Είναι η πρώτη που κερδίζει από την Ακαδημία βραβείο καλύτερης ηθοποιού για την παρουσία της σε τρεις ταινίες: Sunrise: A Song for two Humans, Seventh Heaven και Street Angel . Οι δύο τελευταίες είναι σκηνοθετημένες από τον Borzage και με τον Charles Farrell στον πρώτο ανδρικό ρόλο, ενώ και στις τρεις απονεμήθηκε από την Ακαδημία βραβείο καλύτερης ταινίας.


                     Ο Frank Borzage

Γυρισμένη το 1928, η ταινία Street Angel είναι ένα ερωτικό μελόδραμα, του είδους που ο Borzage λάτρευε υπενθυμίζοντας στους θεατές του που ήσαν έτοιμοι να συγκινηθούν πως η ίδια η ζωή είναι ένα μελόδραμα. 


Η υπόθεση του έργου είναι στοιχειώδης: μια νεαρή που καταδικάζεται σε φυλάκιση για να σώσει την άρρωστη μητέρα της, ο έρωτας στο πρόσωπο ενός νεαρού ζωγράφου, ένα πορτραίτο της που εύκολα επιχρωματίζεται για να κρεμαστεί ως εικόνα της Παναγίας σε μία εκκλησία, το παρελθόν που ξαναγυρίζει, ο χωρισμός των δύο ερωτευμένων και η τελική τους, «ιερατική», ένωση χάρη στο πορτραίτο το οποίο αποτυπώνει την αληθινή, την  αγγελική φύση της νεαρής. Η αγάπη είναι το μέσον για να υπερβεί κανείς τη σκληρότητα του φυσικού κόσμου: είναι το απώτερο μήνυμα της ταινίας.
Η γοητεία της ταινίας προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο η υπόθεση οπτικοποιείται. Ο Borzage αφήνει την εικόνα να μιλήσει, δείχνει ό,τι μπορεί να δειχθεί χρησιμοποιώντας ελάχιστα τους μεσότιτλους. 


Κατασκευάζει για τους πρωταγωνιστές του καταστάσεις που τους διευκολύνουν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους με την έκφραση του προσώπου τους και τις κινήσεις του σώματος. Αξιοποιεί τη φυσική παρουσία των δύο πρωταγωνιστών του: ο πανύψηλος Gino προστατεύει τη μικρόσωμη Angela ώσπου να αποδειχθεί ότι στην πραγματικότητα εκείνη τον προστατεύει και τον σώζει. 


Παίζει με το φως και το σκοτάδι, εναλλάσσοντας αυτά τα δυο με τρόπο περίπου συμβολικό. Στήνει το σκηνικό του σε μια Νάπολη τόσο αφαιρετική που δεν μπορεί να είναι πραγματική, αλλά αποτελεί έναν άλλο, εντελώς ιδιαίτερο, επινοημένο κόσμο, τον κόσμο του Borzage αυτοπροσώπως. Δημιουργεί ένα ομιχλώδες παραπέτασμα που καλύπτει τους δύο του ήρωες στις πιο κρίσιμες στιγμές της πλοκής.  Την ταινία τη διατρέχει ένα ρυθμικό μοτίβο που το σφυρίζουν οι δύο πρωταγωνιστές ως κώδικα επικοινωνίας.  
Μια ταινία του βωβού κινηματογράφου. Τα λίγα τεχνικά μέσα δεν αποτελούν εμπόδιο: είναι μια δυνατή, μεστή δημιουργία.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Maria Callas


Η Maria Callas στο Summertime του George Gershwin από την όπερα Porgy and Bess (1935).


Και σε μια από τις δημοφιλέστερες άριες: Casta Diva από την όπερα Norma του Vincenzo Bellini σε λιμπρέτο του Felice Romani.


Τριάντα έξι χρόνια σήμερα από τον θάνατό της.

Πηγή:

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Το διήγημα του μήνα (Σεπτέμβριος 2013)


Σεπτέμβριος και το διήγημα του μήνα από τον Βλάσση Τρεχλή.


Η μοναδική βεβαιότητα


Σήμερα το πρωί, ψαχουλεύοντας στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, έπεσα πάνω στις παράξενες ιστορίες του Ευγένιου Ζουρνταίν με τίτλο Ιστορίες της δικιάς μου Ανατολής. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1901 και από μια ιδιοτροπία του συγγραφέα κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα. Πίστευε ο Ευγένιος Ζουρνταίν πως όσο πιο περιορισμένος είναι ο αριθμός των αντιτύπων ενός καλού βιβλίου τόσο πιο πολύτιμο γίνεται. Παραξενιά θα πει κάποιος, μα φαίνεται πως με παραξενιές στολίζεται η ιστορία του κόσμου.


Διάβασα από αυτό το βιβλίο τρεις συνεχόμενες ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι και μια.

Η πρώτη ιστορία:

«Ο ξεχασμένος Κέλτης βασιλιάς, με ένα όνομα χαμένο στον λαβύρινθο της ιστορίας, προκειμένου να νομιμοποιήσει τη βασιλεία του, θυσιάζει τη μια και μοναδική φορά που απαιτεί η παράδοση μια ντουζίνα υπηκόους του, με πρώτο τον πρωτότοκο γιο του, στο όνομα κάποιας θεάς που στο στόμα των απλών ανθρώπων λεγόταν μάγισσα. Η μάγισσα δηλώνει την παρουσία της περνώντας μέσα από τα φυλλώματα των δένδρων και είναι πάντα αγριεμένη αφού έρχεται  με τους αέρηδες των μικρών ημερών. 


Ο Κέλτης βασιλιάς, υποταγμένος στα παιχνίδια της φαντασίας, σηκώνει τα χέρια του στον ουρανό και επικαλείται αυτό που δεν καταλαβαίνει. Πιστεύει πως το αντίδοτο στην αταξία των ανέμων είναι η υποταγή. Και η μέγιστη υποταγή είναι η θυσία της ύπαρξής τους». Και καταλήγει ο συγγραφέας: «Η βεβαιότητα είναι η δύναμη των αμαθών». 


Η δεύτερη ιστορία:
«Δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, σε μια προσπάθεια προσδιορισμού του ρόλου του, λέει ο ηγεμόνας των ηγεμόνων: «Από όλες μου τις ιδιότητες κρατάω αυτήν που μου δίνει την περισσότερη δύναμη». Και κράτησε την ιδιότητα του ηγεμόνα των ηγεμόνων. Όταν άλλαξαν οι καιροί και έκανε με το κάρο το τελευταίο του ταξίδι, διαπίστωσε πως το ατσάλινο λεπίδι της  γκιλοτίνας είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, αφού δεν του αντιστεκόταν ούτε ο ηγεμόνας των ηγεμόνων». 

Και η τρίτη ιστορία:
«Ο μεγάλος σοφός που το όνομά του δεν χάνεται στον λαβύρινθο της ιστορίας, μολονότι δεν γνωρίζουμε αν πράγματι υπήρξε ή είναι δημιούργημα του βιογράφου του, ξεκινάει τις έρευνές του με ένα παλιό αξίωμα:  
«Δεν γνωρίζω τίποτα και πρέπει να μάθω».
Δεν στρέφει τα μάτια του στον ουρανό αλλά στη γη.
«Αρκετά σκαλίσαμε στον ουρανό», λέει. «Καιρός να δούμε και τον κήπο μας».
Παίρνει μια πρόχειρη γραφίδα και ιχνογραφεί στο φρεσκοστρωμένο χώμα:
Η βεβαιότητα είναι η δύναμη των αμαθών.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που πρωτοσκάλισε τον κήπο του. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει προ πολλού και τα πόδια του ίσα που τον κρατούσαν. Άπειρες φορές έγραψε και έσβησε τις σκέψεις του δίχως να καταλήξει πουθενά. Η νύχτα αναιρούνταν από την ημέρα και η ημέρα από τη νύχτα. Αυτό που τον παραξένευε πιο πολύ ήταν η ευκολία με την οποία γινόταν αυτό.
«Τι θα κρατήσω τελικά από όλα αυτά;», αναρωτιόταν κατά καιρούς. «Όλα τα γράφω και όλα τα σβήνω. Μόνο τη βεβαιότητα της εναλλαγής δεν μπόρεσα να αναιρέσω όλα αυτά τα χρόνια».


Την επόμενη εαρινή ισημερία, τότε δηλαδή που η νύχτα με την ημέρα έχουν την ίδια διάρκεια, επιβεβαίωσε με την απώλεια της ύπαρξής του τη μοναδική βεβαιότητα».

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Μια καλή παρέα


Στο 17ο arondissement στο Παρίσι υπάρχει μια περιοχή που ονομάζεται Batignolles. Tον 19ο αιώνα η περιοχή έσφυζε από ζωή και γι’ αυτό την προτιμούσαν πολλοί νεαροί ζωγράφοι και ανάμεσά τους ο Édouard Manet, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του μια παρέα φίλων του που έγιναν γνωστοί ως Le groupe des Batignolles. Το 1870, ο Henri Fantin-Latour, θέλοντας να τιμήσει τον  Manet, τον ζωγραφίζει στο ατελιέ του περιστοιχισμένο από αυτήν την παρέα, σε ένα έργο με τίτλο Un atelier aux Batignolles.


Ο Manet, καθιστός μπροστά στο καβαλέτο, καρφώνει τα μάτια στο μοντέλο του, τον Zacharie Astruc, ζωγράφο, ποιητή γλύπτη και κριτικό τέχνης, που κάθεται ακριβώς απέναντί του. Είναι εκείνος που έχει κάμποσες φορές υποστηρίξει τους ιμπρεσιονιστές ενάντια στις επιθέσεις που από πολλούς έχουν δεχτεί. Γύρω τους, ντυμένοι με σκούρα κοστούμια, σοβαροί και αγέλαστοι, παρατηρώντας τον ζωγράφο να δημιουργεί, στέκονται άλλοι έξι καλλιτέχνες.
Ακριβώς πίσω από τον Manet, αφοσιωμένος να τον παρακολουθεί στο έργο του, είναι ο Γερμανός ζωγράφος Otto Schölderer και πλάι του, ο μοναδικός με καπέλο, είναι ο Auguste Renoir. O Émile Zola, που έχει επανειλημμένως υποστηρίξει τους ιμπρεσιονιστές με την πένα του, στέκεται δίπλα τους απορροφημένος να κοιτάζει κάτι άλλο, και κοντά του, κοιτάζοντας κι αυτός σε άλλη κατεύθυνση, είναι ο μουσικός Edmond Maître, ένας ακόμα υποστηρικτής των ιμπρεσιονιστών. Ψηλός, αρρενωπός, στέκεται αμέσως μετά ο γενειοφόρος Frédéric  Bazille, ο οποίος δύο μήνες αργότερα θα σκοτωθεί στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο,  ενώ στη γωνία του πίνακα, κρυμμένος σχεδόν, βρίσκεται ο Claude Monet. Το αγαλματάκι της Αθηνάς στον διάκοσμο του ατελιέ φαίνεται να προτείνει πως οι ιμπρεσιονιστές σέβονται τις καλλιτεχνικές παραδόσεις αντίθετα με όσα τους κατηγορούν.
Ο Henri Fantin-Latour, παραδοσιακός στην τεχνική  παρά τις κακές παρέες του, υπέβαλε το έργο στο Salon de Paris εκείνης της χρονιάς και η συμμετοχή του εγκρίθηκε. Ο πίνακας εκτέθηκε στον χώρο που τόσο πολύ πολέμησε τους ιμπρεσιονιστές κατηγορώντας τους για αντισυμβατικότητα.
Σήμερα το έργο εκτίθεται στο Παρίσι, στο Musée d’ Orsay.


Πηγή για τις εικόνα:
https://fr.wikipedia.org/wiki/Groupe_des_Batignolles

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Spleen


Στο έργο του Fleurs du mal (Άνθη του κακού), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1857, και στη θεματική ενότητα με τίτλο “Spleen et Idéal”, ο Charles Baudelaire δημοσιεύει τέσσερα ποιήματα με τον τίτλο “Spleen”. Το ένα από αυτά είναι το εξής:

Je suis comme le roi d’un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S’ennuie avec ses chiens comme avec d’autres bêtes.

Rien ne peut l’égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son people mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade;

Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d’atour,pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d’impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.

Le savant qui lui fait de l’or n’a jamais pu
De son etre extirper l’élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et don’t sur leurs vieux jours les puissant se souviennent,
Il n’a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l’eau verte du Léthé.

Και η μετάφρασή του από τον Νίκο Φωκά, όπως τραγουδήθηκε από τους Πυξ Λαξ:


Είμαι ένας βασιλιάς σε ομιχλώδη χώρα
Βαθύπλουτος μα ανίσχυρος και γερασμένος πρόωρα
Που αηδιάζει με των αυλικών του τα παιχνίδια
Βαριέται γάτες και σκυλιά και τ’ άλλα κατοικίδια.

Ούτε τραγούδι ή γιορτή το πνεύμα χαλαρώνει
Ούτε ο λαός του που πεθαίνει αντίκρυ απ’ το μπαλκόνι
Στου αγαπημένου του τρελού την πρόστυχη μπαλάντα
το μέτωπό του δε γελά σκληρό και γκρίζο πάντα.

Τάφος το απέραντό του γίνεται κρεβάτι
Ενώ οι πουτάνες της αυλής τού κλείνουνε το μάτι
[...................................................................................]

Ο άγγελός του δεν μπορεί παρ’ όλη τη σοφία
Να βγάλει απ’ το είναι του τη χαλασμένη ουσία
Κι αυτά τα αιμάτινα λουτρά γνωστά μας απ’ τη Ρώμη
Που στα στερνά τους οι ισχυροί θυμούνται τώρα ακόμη
Δεν το γιατρεύουν το κορμί του ηλίθιου τούτου αρρώστου
Που αντί για αίμα ένα νερό πράσινο τρέχει εντός του.


Η λέξη spleen, συνδεδεμένη με την ελληνική λέξη «σπλήνα», σημαίνει τη μελαγχολία ή τη μαύρη χολή, η οποία, σύμφωνα με τη μεσαιωνική θεωρία των χυμών του οργανισμού, εθεωρείτο μία έκκριση της σπλήνας.
Στην ποιητική του Baudelaire, η λέξη σημαίνει περίπου ό,τι και η λέξη “ennui”, η οποία ήταν πολύ της μόδας ολόκληρο τον 19ο αιώνα στη Γαλλία και στην Αγγλία. Αόριστη θλίψη, μελαγχολία, πλήξη, ανία, δηλώνουν την απόδραση από τις συμβάσεις, από την καθημερινότητα, από τη ρουτίνα.  

                               Albert Furié, Madame Bovary

Η Emma Bovary, η ηρωίδα του Gustave Flaubert, θεωρεί ως στυλ το να είναι μελαγχολική και πλήττει θανάσιμα, τόσο που δεν μπορεί να αντέξει τον άβουλο και άχρωμο Charles και την άχαρη ζωή που ζει στη μικρή επαρχιακή πόλη, γι’ και αυτό βρίσκει εραστή. Αυτός είναι ο τρόπος του Flaubert να σχολιάσει, να επικρίνει και να χλευάσει την banalité της αστικής κοινωνίας. Όμως ο Flaubert σταματά εδώ: ανατέμνει, περιγράφει τον κόσμο, προσέχοντας, από την άλλη, να μην μολυνθεί από τα μικρόβια που θριαμβεύουν σε αυτόν. Η δυσφορία του εκδηλώνεται ως μια εκκεντρική και εκλεπτυσμένη αδιαφορία. Εξάλλου, αυτόν τον ενδιαφέρει μόνο «να κάνει τη δουλειά του Θεού: να δημιουργήσει τον κόσμο» -φυσικά μέσα από την τέχνη του!  Τόση μετριοφροσύνη!
Ο Baudelaire κρατάει μια εντελώς διαφορετική στάση. Η μελαγχολία και η πλήξη τον κάνουν να βουτήξει στον κόσμο, να τον γευθεί και στο τέλος κυριολεκτικά να μολυνθεί από τη σαπίλα και τον θάνατο που παραμονεύει. Επιπλέον, το spleen δεν είναι γι’ αυτόν μόνον απόγνωση και βάσανο, αλλά και έμπνευση και δημιουργία.
Ο Baudelaire εκδίδει τα Άνθη του Κακού το 1857, ταυτόχρονα με τη μεγαλειώδη αλλαγή που συντελείται στο Παρίσι: την αρχιτεκτονική μεταμόρφωσή του από μια μεσαιωνική πόλη σε αστικό κέντρο. Υπεύθυνος γι’ αυτήν την αλλαγή είναι ο Georges Eugène Haussmann, πιο γνωστός ως Baron Haussmann, Préfet de la Seine μεταξύ των ετών 1853 και 1870. Μέσα σε αυτά τα δεκαεπτά χρόνια, οι στενοί, σκοτεινοί και βρώμικοι δρόμοι της πρωτεύουσας, κατοικημένοι από πλήθη εξαθλιωμένων ανθρώπων και με κρυμμένη σε κάθε γωνιά την πανώλη, γίνονται μεγάλες λεωφόροι, ενώ δημιουργούνται τεράστια τετράγωνα, τα οποία απελευθερώνουν τη ροή ανθρώπων και εμπορευμάτων. Ο Haussmann, με απόλυτη εμμονή στη «λατρεία του άξονα», δεν διστάζει να ακρωτηριάσει τον Κήπο του Λουξεμβούργου και να κατεδαφίσει κτήρια «άχρηστα», όπως η Αγορά των Αθώων και η Εκκλησία Saint-Benoit, όπως δεν διστάζει να ξεσπιτώσει χιλιάδες φτωχούς σπρώχνοντάς στα προάστια. “Paris embellie, Paris aggrandie, Paris assainie” («Παρίσι όμορφο, Παρίσι μεγάλο, Παρίσι υγιές») είναι το σύνθημα, αλλά και Παρίσι προστατευμένο από τις εξεγέρσεις, σαν αυτές που το συντάραξαν το 1830 και το 1848.

              Gustave Caillebotte ( 1877), Paris Street .Rainy Day.
                Λάδι σε καμβά. Σικάγο, Art Institute of Chicago.

O Baudelaire γράφει ποίηση ζώντας σ’ αυτό το ανανεωμένο Παρίσι, με τον πολύχρωμο κόσμο να συνωστίζεται στους δρόμους, να πηγαινοέρχεται νωχελικά στους μεγάλους περιπάτους, να μεταφέρει εμπορεύματα, να μεθοκοπάει, να ζητιανεύει. Είναι ένας από αυτούς ή και όλοι μαζί. Είναι ένας flâneur (ένας αργόσχολος), που μετατρέπει την περιπλάνησή του σε ποίηση. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο αποστρέφει τα μάτια του από τη συμβατικότητα και την ηθικολογία και συναντάει απρόσμενες ηδονές, βλέπει ανθρώπους «μακιγιαρισμένους», βλέπει «αθώα τέρατα» κι όλα αυτά είναι τα ποιητικά του θέματα. Μαγεύεται και αηδιάζει.
  
           Gustave Caillebotte (1876), Le Pont de l’Europe.
            Λάδι σε καμβά. Γενεύη, Musée du Petit Palais.

Εκτός από τα Fleurs du Mal, η λέξη spleen και το αίσθημα που αυτή περιγράφει κάνει την εμφάνισή της σε ένα έργο του Baudelaire που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το Le spleen de Paris (Η μελαγχολία του Παρισιού). Πρόκειται για 51 πεζά ποιήματα, δηλαδή για μια ποίηση ελάχιστα συμβατική, για ένα υβρίδιο, που αποτυπώνει όλη την ένταση της σύγχρονης αστικής κοινωνίας με τις δυνατότητες που αυτή ανοίγει. Ο Baudelaire ζει αυτές τις δυνατότητες στην πιο ακραία τους όψη. Μαγεύεται και αηδιάζει και πεθαίνει, το 1867, περνώντας μέσα από τα ναρκωτικά και τον έρωτα, χτυπημένος από σύφιλη.