Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Οι δίκες της λογοτεχνίας: Ernest Pinard

 

Ο Ernest Pinard γεννήθηκε το 1822 στην Auton, σπούδασε Νομική στο Παρίσι, έγινε δικηγόρος, κατόπιν μπήκε στο δικαστικό σώμα και στη 1 Μαΐου 1849 διορίστηκε αναπληρωτής εισαγγελέας στην Tonnere. Παρότι η δικαστική διαδρομή του υπήρξε λαμπρή και ο Pinard εθεωρείτο σπουδαίος ρήτορας, πιθανόν εμείς δεν θα είχαμε κανέναν λόγο να τον γνωρίζουμε αν δεν είχε εκφωνήσει, το 1857, το κατηγορητήριο για προσβολή των χρηστών ηθών εναντίον δύο πολύ σπουδαίων συγγραφέων: του Gustave Flaubert για το παρθενικό του έργο με τίτλο Madame Bovary (Μαντάμ Μποβαρί) και του Charles Baudelaire για την ποιητική συλλογή του Les Fleurs du mal (Τα άνθη του κακού).

«Τέχνη που δεν τηρεί κανόνες, δεν είναι πια τέχνη. Μοιάζει με γυναίκα που ξεγυμνώνεται εντελώς. Το να επιβάλλουμε στην τέχνη τον έναν κανόνα της δημόσιας αξιοπρέπειας δεν γίνεται για να την υποτάξουμε, αλλά για να την τιμήσουμε». Με αυτά τα λόγια ο Pinard έκλεισε την επίθεσή του στον «σοκαριστικό» ρεαλισμό και στην «αισχρότητα» του Flaubert, ο οποίος στο μυθιστόρημά του αφηγείται μια ιστορία μοιχείας χωρίς -φευ!- ρητά να καταδικάζει τη μοιχαλίδα. Το δικαστήριο επέκρινε τον συγγραφέα για την αυθάδειά του να μιλήσει για ένα τόσο ιταμό θέμα, του τόνισε ότι «η τέχνη πρέπει να είναι γνήσια και καθαρή όχι μόνο στη μορφή αλλά και στην έκφρασή της», δεν τον καταδίκασε όμως. Άλλωστε, οι σημαντικότεροι πολιτικοί και καλλιτέχνες εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξή τους στον συγγραφέα. Όσο για το μυθιστόρημα, εν μέρει και λόγω της δίκης, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο Flaubert, που φαίνεται ότι ήξερε από marketing, γράφει στον αδελφό του: «Ο δημόσιος κατήγορος έχει την αμέριστη συμπάθειά μου. Εάν το βιβλίο μου είναι κακό, η δίκη θα το κάνει να φανεί καλύτερο. Εάν, αντίθετα, αντέξει στον χρόνο, η δίκη αυτή θα είναι το θεμέλιό του». Επιπλέον, ο Flaubert, που φαίνεται ότι δεν ήταν καθόλου αγνώμων, αφιερώνει το βιβλίο στον δικηγόρο του σε αυτήν τη δίκη, στον εντιμότατο Antoine Marie Jules Sénard. Μάλλον δεν είχε τόσο χιούμορ ώστε να το αφιερώσει στον δημόσιο κατήγορο!

Η υπόθεση Flaubert εισήχθη στο δικαστήριο τον Ιανουάριο. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Pinard ρητόρευσε εναντίον του Baudelaire, τον οποίο κατηγόρησε για ανηθικότητα. Αυτήν τη φορά κέρδισε τη δίκη. Ο Baudelaire καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 300 φράγκων και 7 από τα ποιήματα της συλλογής του απαγορεύτηκαν, απαγόρευση που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1948.

Ο Pinard στη συνέχεια τα έβαλε με έναν ακόμα συγγραφέα, τον Eugène Sue για το έργο του Les mystères du peuple (Τα μυστήρια του λαού). Όταν έγινε η δίκη, ο Sue είχε πια πεθάνει και έτσι η καταδικαστική απόφαση στράφηκε εναντίον του εκδότη και του τυπογράφου του.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι επικριτικοί λόγοι του Pinard, υπό τον όρο ότι θα ξεχάσουμε τον ρόλο του λογοκριτή που επεφύλαξε στον εαυτό του, ανέδειξαν τις μεγάλες αρετές του εισαγγελέα: ήταν σπουδαίος γνώστης της λογοτεχνίας, έξυπνος αναγνώστης και λογοτεχνικός κριτικός (τις ερμηνευτικές του προτάσεις για το έργο του Flaubert τις ασπάζονται οι αναγνώστες μέχρι σήμερα). Ο Pinard φαίνεται πως ήταν αρκετά οξυδερκής για να καταλάβει τις λεπτότατες αποχρώσεις της λογοτεχνίας και την ανατρεπτική ισχύ της παρά την ήρεμη και ανέφελη επιφάνειά της. 

Αυτές οι δίκες της λογοτεχνίας, εκτός από την ανάδειξη του δημόσιου κατήγορου, του κυρίου Ernest Pinard, ανέδειξαν επίσης την ύπαρξη μιας σιωπηλής έντασης ανάμεσα στη λογοτεχνία και στις κοινωνικές προσδοκίες και συμβάσεις. Κάποιες φορές η ένταση μεγαλώνει και γίνεται σύγκρουση. Αυτό είναι με λίγα λόγια το χαρακτηριστικό της λεγόμενης «νεωτερικής» λογοτεχνίας, η οποία μόλις αρχίζει να γεννιέται: η άρνησή της να συμμορφωθεί με τα κοινωνικά πρότυπα, η αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα σε υψηλές και εξίσου ισχυρές αξίες, ανάμεσα στην ομορφιά, στην αλήθεια και στη δικαιοσύνη. Το πιστοποιεί ο ίδιος ο Flaubert ο οποίος, μετά την αθώωσή του, λέει: «ο αγώνας που έδωσα ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας».

Ο Ernest Pinard έλαβε πολλές διακρίσεις και ανήλθε σε υψηλότατες δημόσιες θέσεις. Πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 1909.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pinard,_Ernest.jpg


Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Το πρόβλημα της γνώσης: Gettier Problem

Τι είναι γνώση; Αυτό το ερώτημα απασχόλησε για πολλά χρόνια πολλούς φιλοσόφους. Δόθηκαν διάφορες απαντήσεις, αλλά εκείνη που είναι η πιο πλήρης μεθοδολογικά είναι αυτή η οποία περιγράφει τη γνώση με τη βοήθεια τριών όρων (οι οποίοι θεωρούνται ατομικά αναγκαίοι και συνολικά επαρκείς): πεποίθηση, αληθής και δικαιολογημένη. Αν βάλουμε τους τρεις όρους στη σειρά, θα έχουμε τον εξής ορισμό της γνώσης: δικαιολογημένη αληθής πεποίθηση. Και ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Πρώτα-πρώτα, για να γνωρίζει κάποιος πρέπει να έχει μία πεποίθηση. Γνωρίζει, ας πούμε, ότι μέσα στην ντουλάπα υπάρχει ένα καμηλό παλτό, εάν πιστεύει ότι πράγματι μέσα στην ντουλάπα υπάρχει το καμηλό παλτό που αγόρασε στις πρόσφατες εκπτώσεις. Αρκεί αυτό για να γνωρίζει με βεβαιότητα; Προφανώς όχι, αφού μπορεί να κάνει λάθος και, αντί για τη ντουλάπα, να κρέμασε το καμηλό παλτό στον καλόγερο της εισόδου. Επομένως, αν στη ντουλάπα δεν υπάρχει καμηλό παλτό, παρά την πεποίθησή του, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτός ο κάποιος έχει γνώση. Συνεπώς, για να γνωρίζει, πρέπει η πεποίθησή του να είναι και αληθής, δηλαδή πρέπει πράγματι να τοποθέτησε το καμηλό παλτό στην ντουλάπα και αυτό να βρίσκεται εκεί. Μήπως τώρα αυτός ο κάποιος έχει γνώση; Και πάλι η απάντηση είναι όχι. Διότι είναι πιθανόν η πεποίθησή του να είναι αληθής από τύχη. Να βρίσκεται, δηλαδή, το παλτό στην ντουλάπα, επειδή η γυναίκα του το τοποθέτησε εκεί για να μην σκονίζεται κρεμασμένο στην κρεμάστρα του υπνοδωματίου όπου εκείνος το παράτησε μετά την αγορά του. Οπότε, ο τρίτος όρος είναι η αληθής πεποίθησή του να είναι και δικαιολογημένη. Με άλλα λόγια, ο εν λόγω κύριος πρέπει να μπορεί να δικαιολογήσει την αληθή του πεποίθηση. Πρέπει να θυμηθεί ότι, μόλις επέστρεψε από τα ψώνια, κρέμασε το καινούριο του καμηλό παλτό στην ντουλάπα και το άφησε εκεί για να το φορέσει στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, και να είναι βέβαιος ότι ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος το μετακίνησε.   

Και σε αυτό το σημείο κάνει την εμφάνισή του ο Αμερικανός φιλόσοφος Edmund Gettier, ο οποίος αμφισβητεί αυτόν τον κοινώς αποδεκτό ορισμό, επινοώντας κάποια παραδείγματα. “Is Justified True Belief Knowledge?” («Είναι η δικαιολογημένη αληθής πεποίθηση γνώση;»), λέγεται το τριών σελίδων δοκίμιο του 1963 στο οποίο ο Gettier εκθέτει τις αντιρρήσεις του.

Στο πιο γνωστό από αυτά ο κ. Smith και ο κ. Jones κάνουν και οι δύο αίτηση για μια δουλειά. Ο κ. Smith έχει πολλούς λόγους να πιστεύει ότι στη δουλειά θα προσληφθεί ο κ.  Jones. Είναι που ο διευθυντής έμμεσα του έδωσε να το καταλάβει. Επιπλέον, ο κ. Smith πιστεύει ότι ο αντίπαλός του έχει στην τσέπη του δέκα κέρματα. Μετά από σκέψη, ο κ. Smith συμπεραίνει ότι αυτός που θα προσληφθεί έχει στην τσέπη του δέκα κέρματα. Να, όμως, που το πράγμα στραβώνει και ο διευθυντής τελικά αποφασίζει να προσλάβει τον κ. Smith, ο οποίος -τι παράξενο!- ανακαλύπτει ότι έχει κι αυτός στην τσέπη του δέκα κέρματα. Συνεπώς, αυτός που προσλαμβάνεται έχει μεν δέκα κέρματα στην τσέπη του και η πρόβλεψη του κ. Smith βγαίνει αληθινή, όμως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο κ. Smith γνώριζε. Έκανε απλώς μια μαντεψιά που βγήκε αληθινή.

Πώς λύνεται το πρόβλημα που έκτοτε ονομάστηκε Gettier problem;

Ένας τρόπος, που τον ακολούθησε ο Roderick Chisholm, είναι να ισχυροποιηθεί η δικαιολόγηση ώστε να αποκλειστούν περιπτώσεις σαν αυτές που περιγράφει ο Gettier. Δύσκολο εγχείρημα, αφού, αυτή η απαίτηση περιορίζει δραματικά τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι τεκμηριωμένες πεποιθήσεις μπορούν να χαρακτηριστούν γνώσεις.

Ο Alvin Goldman έχει μια άλλη πρόταση. Αυτός θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει κατάλληλη αιτιακή σύνδεση ανάμεσα στην πεποίθηση και στο γεγονός. Στο παράδειγμα του Gettier η πεποίθηση ότι αυτός που θα προσληφθεί έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνδεθεί με το γεγονός ότι ο άνθρωπος που προσλήφθηκε είχε δέκα κέρματα στην τσέπη του. Λύνεται έτσι το πρόβλημα; Φαίνεται πως όχι, εφόσον ούτε μπορεί να προσδιοριστεί τι σημαίνει αιτιακή σύνδεση με κατάλληλο τρόπο ούτε όλες οι γνώσεις βασίζονται σε αιτιακές αλυσίδες (π.χ., γεγονότα που δεν συνέβησαν σε πραγματικό χρόνο).

Ακολούθησαν πολλές άλλες προτάσεις, από σπουδαίους φιλοσόφους, χωρίς να καταφέρουν να εξουδετερώσουν το παράδειγμα του Gettier. Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι οι φιλόσοφοι έχουν ακόμη πολλή δουλειά να κάνουν εάν θέλουν να ορίσουν τη γνώση!

 

Πηγή για την εικόνα:

https://pixabay.com/el/illustrations/%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%89%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%8D%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%BF-2492009/


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Αναζητώντας τον επίγειο παράδεισο: Paul Gauguin

 

Το 1888 ο Paul Gauguin, έχοντας μαλώσει με τον Vincent Van Gogh, επιστρέφει στο Παρίσι και γίνεται μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και αυτοσυστήνονται ως «συμβολιστές». Νεαροί δανδήδες που περιφέρονται στους παρισινούς δρόμους ή συχνάζουν σε cafés ντουμανιασμένα από τον καπνό, ντύνονται εκκεντρικά, πίνουν ασταμάτητα κακής ποιότητας κονιάκ  και κοιμούνται σε παρακμιακά ξενοδοχεία. Ο Stéphane Mallarmé και ο Paul Verlaine είναι δύο από τους διάσημους της παρέας. Μάλιστα, ο πρώτος διαθέτει το σπίτι του κάθε Τρίτη για τις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις της συντροφιάς που περιλαμβάνουν πολλή συζήτηση και ακόμα περισσότερα όνειρα δόξας λαμπρής. Οι απόψεις τους γνωστοποιούνται στο κοινό μέσω του περιοδικού Mercure de France, το οποίο εκδίδεται από τον Albert Aurier. Δεν φαίνεται, όμως, να βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση. Εν τω μεταξύ, ο Gauguin, απολύτως απογοητευμένος από το γεγονός ότι οι συμπατριώτες του δεν αναγνωρίζουν την ιδιοφυία του, ανακαλύπτει τον επίγειο παράδεισό του στην Ταϊτή. Δεν έχει, όμως, τα χρήματα για να ταξιδέψει.

Η επόμενη χρονιά είναι η χρονιά της Exposition Universelle στο Παρίσι, που έχει για έμβλημά της τον μνημειακό Tour Eiffel. Η πιθανότητα ο Gauguin ή κάποιος από τους συμβολιστές φίλους του να γίνουν δεκτοί στην έκθεση της Académie des Beaux-Arts, που κατά κάποιον τρόπο είναι η καλλιτεχνική έκφραση της Exposition Universelle, είναι πρακτικά μηδενική. Και τότε –ω, του θαύματος!- ο κύριος Volpini, διευθυντής του Grand Café des Arts, το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το επίσημο περίπτερο τέχνης, λαμβάνει ένα πολύ δυσάρεστο νέο: οι καθρέφτες που έχει παραγγείλει στην Ιταλία για να διακοσμήσει το café του δεν θα φθάσουν στην ώρα τους. Τότε, ο Émile Schuffenecker, συμβολιστής και ο ίδιος, στο σπίτι του οποίου διαμένει ο Gauguin απ’ όταν έφτασε στο Παρίσι, βρίσκει τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Προτείνει στον Volpini, στη θέση των καθρεφτών να τοποθετηθούν ζωγραφικά έργα δικά του και της παρέας του (ο Gauguin φροντίζει να αποκλείσει τους νεο-ιμπρεσιονιστές Georges Seurat, Paul Signac, Henri-Edmond Cross και Camille Pissarro, ενώ ο Theo Van Gogh αρνείται να εκθέσει έργα του αδελφού του). Ο Gauguin εκθέτει 17 έργα. Κανένα από αυτά δεν πουλιέται. Άρα, ο ζωγράφος εξακολουθεί να είναι απένταρος.

Οι φίλοι του σκέφτονται να τον βοηθήσουν με την οργάνωση μιας δημοπρασίας έργων του στο Hotel Drouot, η οποία γίνεται στις 23 Φεβρουαρίου 1891. Αυτήν τη φορά εκθέτει 30 έργα. Πουλιούνται τα 29. Το συνολικό ποσό που εισπράττει είναι 9.860 φράγκα. 450 φράγκα πληρώνει ο  Edgar Degas για να αποκτήσει τον πίνακα με τίτλο La belle Angèle, τον οποίο ο Gauguin είχε ζωγραφίσει στο Pont-Aven και ο οποίος συνδυάζει δύο χαρακτηριστικά του μοτίβα: το στοιχείο της λαϊκής τέχνης (η γυναίκα φοράει την παραδοσιακή φορεσιά της Βρετάνης) και τον πριμιτιβισμό (υπάρχει ένα λατρευτικό αγαλματίδιο πίσω και αριστερά από τη γυναίκα).

Ο Gauguin έχει πια τα χρήματα για το ταξίδι του. Ακριβώς έναν μήνα μετά τη δημοπρασία, στις 23 Μαρτίου, για να ευχαριστήσει τους φίλους του και για να γιορτάσει το γεγονός της καλλιτεχνικής του αναγνώρισης, οργανώνει ένα συμπόσιο στο περίφημο Café Voltaire. Σερβίρεται σούπα, φασιανός και αρνίσιο μπουτάκι μαριναρισμένο σε Beaujolais. Επίσης, απαγγέλλεται ποίηση.

Στις 4 Απριλίου 1891 ο Gauguin μπαρκάρει για την Ταϊτή.  

 

Πηγές για τις εικόνες:

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Volpini_Exhibition,_1889#/media/File:Affiche_Volpini.jpg

https://fr.wikipedia.org/wiki/La_Belle_Ang%C3%A8le#/media/Fichier:Paul_Gauguin_078.jpg


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Μάχη τιτάνων: Leonardo da Vinci VS Michelangelo

 

Το παλιότερο όνομα του Palazzo Vecchio στη Φλωρεντία ήταν Palazzo della Signoria, επειδή εκεί συνεδρίαζε η Signoria, δηλαδή η κυβερνώσα Γερουσία της πόλης. Σε αυτό το μεγαλοπρεπέστατο κτήριο, το χολ, η μεγαλύτερη και πλουσιότερα διακοσμημένη αίθουσα, ονομάζεται Salone dei Cinquecento. Το μήκος της είναι 52 μέτρα και το πλάτος της 23.

Το 1504 η φλωρεντινή Γερουσία ανέθεσε στους δύο μεγαλύτερους τεχνίτες της εποχής, στον Leonardo da Vinci και στον Michelangelo, να διακοσμήσουν αυτήν την αίθουσα. Ο ανατολικός τοίχος κρατήθηκε για τον da Vinci και ο απέναντί του για τον Michelangelo.

Οι δύο καλλιτέχνες ήσαν ορκισμένοι αντίπαλοι. Πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, αυτοί οι χαρισματικοί άνθρωποι δεν μπόρεσαν ποτέ να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, ο πιο παθιασμένος από τους δύο, ο Michelangelo, φανέρωνε την αποστροφή του για τον Leonardo ακόμα και δημόσια. Αυτή η διπλή παραγγελία έγινε τρόπον τινα η «μητέρα των μαχών» μεταξύ των δύο ανταγωνιστών.

Ο da Vinci άρχισε να ζωγραφίζει τη Μάχη του Anghiari, ενώ ο Michelangelo τη Μάχη της Cascina. Ποια από τις δύο θα ήταν η καλύτερη; Η πόλη χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Οι διαφωνίες μαίνονταν.

Ο da Vinci επιχειρούσε να αποδώσει την τραχύτητα της μάχης, ζωγραφίζοντας πολεμιστές πάνω σε άλογα πολέμου να παλεύουν με τρόπαιο τη σημαία. 

Αντίγραφο από τη Μάχη του Anghiari του Leonardo da Vinci,
ζωγραφισμένο το 1603 από τον Peter Paul Rubens
Παρίσι, Musée du Louvre

Ο Michelangelo ζωγραφίζει γυμνούς άντρες που κάνουν μπάνιο στον Άρνο πριν από τη σύγκρουση. Η ένταση της σκηνής, εντελώς καινούρια στην αναγεννησιακή τέχνη, αποτελεί πραγματική αισθητική επανάσταση.

Αντίγραφο από τη Μάχη της Cascina του Michelangelo,
ζωγραφισμένο το 1542 από μαθητή του
Νόρφολκ, Holkham Hall

Όμως, από μια ειρωνεία της τύχης, κανείς τους δύο δεν στέφτηκε νικητής.

Η νωπογραφία του da Vinci καταστράφηκε από λάθος του δημιουργού του. Προσπαθώντας να επιταχύνει τη διαδικασία της ξήρανσης, χρησιμοποίησε πειραματικά ένα νέο βερνίκι που κατέστρεψε τον πίνακα. Ο Michelangelo δεν προχώρησε ποτέ πέρα από μερικά προσχέδια, αφού προσκλήθηκε επειγόντως από τον Πάπα για δουλειά στη Ρώμη.

Για περίπου μια δεκαετία τα δύο μισοτελειωμένα έργα συνέχιζαν να διακοσμούν την αίθουσα. Στις ταραχές του 1512, ο Bartolommeo Bandinelli, από τη ζήλεια του για τον πολύ ανώτερό του συνάδελφο, κομμάτιασε τα προσχέδια του Michelangelo.

Το 2012 μια ομάδα ερευνητών ανακοίνωσαν ότι το έργο του da Vinci είχε διασωθεί κρυμμένο σε μια κοιλότητα, πίσω από έναν ψευδότοιχο που έχτισε για να το προστατεύσει ο Giorgio Vasari. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλυφθεί.

 

Πηγές για τις εικόνες:

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Battle_of_Anghiari_(Leonardo)#/media/File:Peter_Paul_Ruben's_copy_of_the_lost_Battle_of_Anghiari.jpg

https://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Cascina_(Michelangelo)#/media/File:Battagliadicascina.jpg


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Ο Sherlock Holmes στο βιβλιοπωλείο

 

Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Απρίλιο του 1902 δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό The Strand το τρίτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Arthur Conan Doyle που είχε τίτλο The Hound of the Baskervilles (Το σκυλί των Baskervilles). Η δράση τοποθετείται στο ήσυχο και ειρηνικό Dartmoor του Devon, στη νοτιοδυτική Αγγλία.

Ο δαιμόνιος Sherlock Holmes κυριολεκτικά επιστρέφει από τους νεκρούς, αφού ο δημιουργός του τον έχει σκοτώσει στο προηγούμενο διήγημά του με τίτλο The Final Problem (Η τελευταία υπόθεση). Αυτήν την φορά θα λύσει ένα μυστήριο και θα προστατεύσει έναν άνθρωπο ο οποίος υποτίθεται ότι κινδυνεύει από την κατάρα της οικογένειας των Baskervilles. Όλα ξεκινούν από έναν Baskerville που έζησε τον 17ο αιώνα, τον Sir Hugo. Αυτός ήταν ένας ακόλαστος μέθυσος ο οποίος τιμωρήθηκε για τα παραπτώματά του πεθαίνοντας από τα δόντια ενός διαβολικού κυνηγόσκυλου που ξερνούσε φλόγες από το στόμα του. Την ίδια τύχη είχε και ο απόγονός του, ο μαλθακός και κάπως αφελής Sir Charles Baskerville. Παρότι ο δικός του θάνατος αποδόθηκε σε καρδιακή προσβολή, πλάι στο νεκρό του σώμα βρέθηκαν ίχνη που δεν θα μπορούσαν να ανήκουν παρά σε ένα τεράστιο σκυλί. Αυτά τα ίχνη υποψιάζουν τον έξυπνο και αφοσιωμένο γιατρό της οικογένειας, τον Dr Mortimer για πλεκτάνη, ο οποίος πείθει τον Sir Henry Baskerville, ανεψιό και μοναδικό κληρονόμο του Sir Charles, να προσλάβει τον Sherlock Holmes ώστε να μην βρει το ίδιο οικτρό τέλος με τον θείο του.

Ο Sherlock Holmes, ψύχραιμος και ορθολογιστής, προφανώς δεν πιστεύει σε λαϊκούς θρύλους για εκδικητικά κυνηγόσκυλα. Αντίθετα, πιστεύει στην κακία των ανθρώπων. Κι έτσι, ψάχνοντας και μελετώντας, βρίσκει τον ένοχο στο πρόσωπο ενός γείτονα, του Jack Stapleton, ενός φυσιοδίφη που ζει στην περιοχή μαζί με τον αδελφή του Beryl, η οποία στο τέλος αποδεικνύεται ότι είναι δεν είναι αδελφή αλλά σύζυγός του. Ο Stapleton, ένας τύπος σκοτεινός και βίαιος παρά τη φαινομενική καλλιέργεια και ευγένειά του, είναι κι αυτός απόγονος των Baskervilles. Διεκδικώντας την οικογενειακή περιουσία, φτάνει μέχρι τον φόνο του καημένου του Sir Charles και τώρα είναι έτοιμος να δολοφονήσει και τον Sir Henry. Φυσικά τα σχέδιά του ματαιώνονται από τον Sherlock Holmes και από τον βοηθό και απομνημονευματογράφο του Dr John Watson.

Είπα πιο πάνω ότι ο Sherlock Holmes λύνει το μυστήριο ψάχνοντας και μελετώντας. Ένα από τα πράγματα που μελετά, για να αποκτήσει αντίληψη της περιοχής στην οποία όλα αυτά συμβαίνουν, είναι ένας χάρτης. Και αυτόν τον χάρτη τον παραγγέλνει σε ένα εξειδικευμένο ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο του Λονδίνου, το Stanfords. Η αρχική έδρα του Stanfords ήταν στην Charing Cross, στην περίφημη λονδρέζικη οδό των βιβλιοπωλείων, όμως το 1901 μεταφέρθηκε στον αριθμό 12-14 της Long Acre, εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν μόνον το εκδοτικό τμήμα.

Το βιβλιοπωλείο υφίσταται μέχρι σήμερα, με παραρτήματα και σε άλλες αγγλικές πόλεις, και υπερηφανεύεται για το πλήθος των διασημοτήτων που χρειάστηκαν τις υπηρεσίες του. Ο Sherlock Holmes είναι ένας από τους επιφανέστερους πελάτες του, που ανεβάζει κατακόρυφα την αξία και τη φήμη του ιστορικού βιβλιοπωλείου.

 

Πηγές για τις εικόνες:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Houn-54_-_The_Hound_killed_by_Holmes.jpg

https://www.stanfords.co.uk/our-history


Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Για έναν ωραίο θάνατο: Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος


Συνηθίζουμε στην καθημερινότητά μας να μιλάμε για «ωραίο θάνατο». Όμως, ποιος θάνατος μπορεί να είναι ωραίος; Ή μάλλον … μπορεί ο θάνατος να είναι ωραίος; Δύσκολη η απάντηση. Τουλάχιστον, ίσως μπορεί ο θάνατος να μην είναι και τόσο άσχημος.

Ο Εμπεδοκλής, ένας από τους σημαντικότερους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, έδειξε τι πραγματικά σημαίνει ένας άσχημος -όμως, εξόχως θεαματικός- θάνατος.

Ο Εμπεδοκλής, λοιπόν, ο Ακραγαντίνος εισηγήθηκε τέσσερα κοσμογονικά ριζώματα: γη, νερό, φωτιά και αέρας, τα οποία ενώνονται και χωρίζονται με την επενέργεια δύο αντιθετικών δυνάμεων που τις ονομάζει φιλότης (=συμφιλίωση) και του νεῖκος (=διαμάχη). Το έμμετρο φιλοσοφικό του έργο ήταν υψηλότατης ποιότητας και στον ίδιο τον φιλόσοφο αποδίδονταν μεγάλες τιμές. Κυκλοφορούσαν, επίσης, πολλές ιστορίες περί μετενσάρκωσής του. Ο Εμπεδοκλής είχε μάλλον πάρει στα σοβαρά τους μύθους γύρω από τον εαυτό του, αφού φαινόταν να πιστεύει πως ήταν πεπτωκώς θεός που θα ξανάβρισκε, ωστόσο, κάποτε, μετά από πολλούς κύκλους, την αρχική θεϊκή του φύση.

Ως άνθρωπος ήταν ταπεινός (δεν συμφωνούν βέβαια όλοι σ’ αυτό) και οι υπερβολές στον δημόσιο βίο του δεν ήσαν τεκμήρια κακού χαρακτήρα, αλλά οφείλονταν πιθανότατα στην ειλικρινή του πίστη πως ήταν πλάσμα εξαιρετικό. Κυκλοφορούσε πορφυροντυμένος, με χρυσό ζωνάρι, μπρούτζινα σανδάλια (αυτό ήταν το σημαντικότερο αξεσουάρ του και θα μάθετε πιο κάτω γιατί) και δάφνινο στεφάνι. Τον φρόντιζαν πρόθυμοι νεαροί οι οποίοι τον ακολουθούσαν παντού. Τα πυκνά του μαλλιά ανέμιζαν καθώς περπατούσε.

Και ιδού τώρα πώς τερματίστηκε αυτή η χαρισάμενη ζωή. Ο Εμπεδοκλής, που πίστευε ότι θάνατος επέρχεται όταν το αίμα χάσει τη θερμότητά του, αποφάσισε και να εξακριβώσει την ορθότητα αυτής της άποψης, αλλά και να αποδείξει τη θεϊκή του φύση. Θέλοντας, λοιπόν, να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ντύθηκε με τα καλά του ρούχα και ρίχτηκε από μόνος του στο ηφαίστειο της Αίτνας. Κι έτσι αποδείχτηκε περίτρανα ότι ούτε η ζέστη είναι φορέας της ζωής ούτε εκείνος αθάνατος. Το ηφαίστειο τι σκανδαλώδες!- άφησε άθικτο και έφτυσε στην πλαγιά μόνον το ένα από τα μπρούτζινα σανδάλια του.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον περιέλαβε και ο Λουκιανός στους Νεκρικούς διαλόγους του, παρουσιάζοντας τον να κατεβαίνει μισοκαμένος στον Άδη για να λουστεί τις προσβολές του Μένιππου που τον κατηγορεί για ματαιοδοξία και έπαρση.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Empedocles_in_Thomas_Stanley_History_of_Philosophy.jpg


Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Αναδιανέμοντας τον πλούτο: η περίπτωση του Robin Hood

 

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μεγαλώσει με τον μύθο του Robin Hood. Δηλαδή, με τον μύθο ενός ευγενούς παράνομου, ο οποίος ζούσε στο δάσος Sherwood στο Nottingham και ο οποίος, μαζί με τους πρόσχαρους συντρόφους του, άρπαζε χρήματα από τους πλούσιους και τα μοίραζε στους φτωχούς. Δεν θέλω να καταστρέψω τη ρομαντική ιδέα που έχουμε για τον γεροδεμένο νεαρό, συνδεδεμένο στο μυαλό μας με το παρουσιαστικό του Errol Flynn, του Kevin Costner, του Sean Connery, του Russell Crowe και πολλών άλλων γοητευτικών χολιγουντιανών αρσενικών. Το ζήτημα, όμως, που με ενδιαφέρει είναι εάν, με βάση τις ηθικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, ο Robin είχε το δικαίωμα να κάνει αναδιανομή πλούτου.

Καμία αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου δεν είναι επιτρεπτή, θα υποδείκνυαν οι φιλελεύθεροι, αυτοί που στην μεν Ευρώπη ονομάζονται liberals, στις δε Ηνωμένες Πολιτείες libertarians. Το να υποστηρίζονται οι φτωχοί από τους εύπορους είναι προφανώς επιθυμητό. Όμως, το αν θα το κάνουν είναι μια πρωτοβουλία για την οποία πρέπει να αποφασίζει το ίδιο το άτομο. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να την επιβάλουμε, εφόσον καθένας έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί με όποιον τρόπο θέλει όσα κατέχει. Σε αυτήν τη λογική, ο πατριάρχης του φιλελευθερισμού, ο Friedrich Hayek, τονίζει ότι η προσπάθεια να επιτύχουμε οικονομική ισότητα μπορεί να είναι θεάρεστη, αλλά κοινωνικά είναι καταστροφική και καταπιεστική.

Κι ακόμα περισσότερο: αυτήν την αναδιανομή δεν έχει δικαίωμα να την επιχειρεί ούτε το κράτος. Με απλά λόγια, το κράτος δεν μπορεί να υποχρεώνει τους εύπορους να χρηματοδοτούν τη στέγη, την ιατρική περίθαλψη ή την εκπαίδευση των απόρων. Εάν το κάνει, για παράδειγμα μέσω της φορολογίας, τότε το κράτος απλούστατα κλέβει, και μάλιστα χωρίς καν να είναι τόσο χαριτωμένο όσο ο Robin Hood. Ο Milton Friedman, ο άλλος γκουρού του φιλελευθερισμού, υποστηρίζει ότι πολλές κρατικές δραστηριότητες, που αποσκοπούν στην οικονομική εξίσωση των ανθρώπων, αποτελούν ωμές παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων όσων υποχρεώνονται να συνεισφέρουν σε αυτό το εγχείρημα δίχως να το έχουν ελεύθερα επιλέξει.

Ο Robert Nozick, τέλος, ακόμα πιο προωθημένα, υποστηρίζει ότι το κράτος καλύτερα να μην κάνει τίποτα και ότι πολύ πιο ωφέλιμο είναι να έχουμε ένα κράτος όσο γίνεται πιο περιορισμένο, με αρμοδιότητα μόνον την επιβολή των συμβολαίων και την προστασία των ανθρώπων από τη βία, την κλοπή και την απάτη. Η παρέμβασή του σε οποιονδήποτε άλλο τομέα απλούστατα δεν είναι νόμιμη. Επιπλέον, ισχυρίζεται ο Nozick, πρέπει να απαλλαγούμε από την αντίληψη ότι η ανισότητα των πόρων είναι άδικη και ότι οι πλούσιοι βαρύνονται με κάποιο είδος ενοχής, αρκεί να ισχύει μία κρίσιμη προϋπόθεση: να έχουν νομίμως αποκτήσει τα αγαθά τους. Και θα μπορούσε να δεχτεί τη φορολογία ως επανορθωτική για αδικίες που διαπράχθηκαν στην προσπάθεια απόκτησης περιουσίας, σε καμία περίπτωση, όμως, ως αναδιανεμητική για την εξασφάλιση μεγαλύτερης ισότητας.

Μετά από όλα αυτά, καταλήγουμε υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι πιο πολύπλοκη από τη μυθοπλασία και ότι ο Robin Hood είναι –θα το πω ωμά- ένα κοινός λωποδύτης. Κι αυτό επειδή η φιλανθρωπία του δεν είναι ατομική, αλλά λειτουργεί οργανωμένα και συστημικά, σε μια προσπάθεια να υποκαταστήσει την κρατική αναδιανομή.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BD_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%94%CE%B1%CF%83%CF%8E%CE%BD#/media/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Robin_shoots_with_sir_Guy_by_Louis_Rhead_1912.png


Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Μια δίκαιη τιμωρία

 

Ο Biagio Martinelli, γνωστός ως Biagio da Cesena ήταν Ιταλός ανώτερος υπάλληλος, αρχιθαλαμηπόλος του Πάπα. Τον Σεπτέμβριο του 1535, ο νέος Πάπας Paul III, επιθυμώντας να ενισχύσει το κύρος της Ρώμης και της Εκκλησίας, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο όριζε τον Michelangelo βασικό αρχιτέκτονα, ζωγράφο και γλύπτη της Αγίας Έδρας, προσφέροντάς του ετήσια αμοιβή 1200 σκούδων. Σκοπός του ήταν να πειστεί ο καλλιτέχνης να ετοιμάσει μια μνημειώδη νωπογραφία, ύψους 17 μέτρων και πλάτους 13 μέτρων, που θα κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο πίσω από την Αγία Τράπεζα. Τίτλος του έργου Giudizio Universale (Δευτέρα Παρουσία).

Από το 1536 έως το 1541 ο Michelangelo γέμιζε τον τοίχο με γιγάντιες ρωμαλέες μορφές. Στο κέντρο ένας αγένειος Ιησούς και γύρω του ο τρόμος και ο θάνατος. Η Παναγία, άγιοι και μάρτυρες, άγγελοι και ψυχές, ο Χάροντας και οι κολασμένοι, όλοι στοιβάζονταν βασανισμένοι και συγχρόνως τρομακτικοί μέσα στην αγωνία και στα μαρτύρια. Από αυτήν τη Δευτέρα παρουσία λείπει η ελπίδα. Δυσφορία και αποστροφή είναι τα συναισθήματα που προκαλεί. Κανένας εξωραϊσμός, μόνο αποτύπωση της αποτυχίας.

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που ο Biagio, καθώς έβλεπε το έργο να παίρνει μορφή και να στοιχειώνει τον χώρο με αυτό το αποπνικτικό πανδαιμόνιο μορφών, δήλωσε δημόσια ότι ήταν πράξη μεγάλης ατιμίας το ότι είχαν αποτυπωθεί τόσες πολλές γυμνές μορφές που τόσο ξεδιάντροπα επεδείκνυαν τα απόκρυφά τους σε ένα τέτοιο ιερό μέρος. Αυτό το έργο, συνέχισε, δεν ήταν κατάλληλο για παπικό παρεκκλήσι, αλλά για λουτρό κακόφημου σπιτιού ή για ταβέρνα!

Αυτό ήταν! Ο Michelangelo του επεφύλαξε την πιο σκληρή τιμωρία: τον ζωγράφισε ως Μίνωα, κριτή δηλαδή του Κάτω Κόσμου, με γαϊδουρινά αυτιά, σύμβολα ανοησίας. Και ναι μεν κάλυπτε τα απόκρυφά του, αλλά τα κάλυπτε με ένα τεράστιο φίδι που κουλουριαζόταν στα πόδια του, ενώ οι διάβολοι σχημάτιζαν ένα απειλητικό τείχος γύρω του.

Όταν ο  Biagio διαμαρτυρήθηκε στον Πάπα για την κακομεταχείριση που υπέστη από τον Michelangelo, εκείνος αστειεύτηκε λέγοντας ότι η δικαιοδοσία του δεν έφτανε μέχρι την κόλαση και, άρα, το πορτραίτο του δεν μπορούσε να αφαιρεθεί!

 

Πηγές για τις εικόνες:

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Last_Judgment_(Michelangelo)#/media/File:Last_Judgement_(Michelangelo).jpg

https://en.wikipedia.org/wiki/Biagio_da_Cesena#/media/File:Michelangelo-minos2.jpg