Το 1888 ο Paul Gauguin, έχοντας μαλώσει με τον Vincent Van Gogh, επιστρέφει στο Παρίσι και γίνεται μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και αυτοσυστήνονται ως «συμβολιστές». Νεαροί δανδήδες που περιφέρονται στους παρισινούς δρόμους ή συχνάζουν σε cafés ντουμανιασμένα από τον καπνό, ντύνονται εκκεντρικά, πίνουν ασταμάτητα κακής ποιότητας κονιάκ και κοιμούνται σε παρακμιακά ξενοδοχεία. Ο Stéphane Mallarmé και ο Paul Verlaine είναι δύο από τους διάσημους της παρέας. Μάλιστα, ο πρώτος διαθέτει το σπίτι του κάθε Τρίτη για τις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις της συντροφιάς που περιλαμβάνουν πολλή συζήτηση και ακόμα περισσότερα όνειρα δόξας λαμπρής. Οι απόψεις τους γνωστοποιούνται στο κοινό μέσω του περιοδικού Mercure de France, το οποίο εκδίδεται από τον Albert Aurier. Δεν φαίνεται, όμως, να βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση. Εν τω μεταξύ, ο Gauguin, απολύτως απογοητευμένος από το γεγονός ότι οι συμπατριώτες του δεν αναγνωρίζουν την ιδιοφυία του, ανακαλύπτει τον επίγειο παράδεισό του στην Ταϊτή. Δεν έχει, όμως, τα χρήματα για να ταξιδέψει.
Η επόμενη χρονιά είναι η χρονιά της Exposition Universelle στο
Παρίσι, που έχει για έμβλημά της τον μνημειακό Tour Eiffel. Η πιθανότητα ο Gauguin ή
κάποιος από τους συμβολιστές φίλους του να γίνουν δεκτοί στην έκθεση της Académie des Beaux-Arts, που κατά κάποιον τρόπο
είναι η καλλιτεχνική έκφραση της Exposition Universelle, είναι πρακτικά μηδενική.
Και τότε –ω, του θαύματος!- ο κύριος Volpini, διευθυντής του Grand Café des Arts, το οποίο βρίσκεται ακριβώς
απέναντι από το επίσημο περίπτερο τέχνης, λαμβάνει ένα πολύ δυσάρεστο νέο: οι
καθρέφτες που έχει παραγγείλει στην Ιταλία για να διακοσμήσει το café του δεν θα φθάσουν στην ώρα τους. Τότε, ο Émile Schuffenecker, συμβολιστής και ο ίδιος, στο σπίτι του οποίου διαμένει
ο Gauguin απ’ όταν
έφτασε στο Παρίσι, βρίσκει τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Προτείνει στον Volpini, στη θέση των
καθρεφτών να τοποθετηθούν ζωγραφικά έργα δικά του και της παρέας του (ο Gauguin φροντίζει να
αποκλείσει τους νεο-ιμπρεσιονιστές Georges Seurat, Paul Signac, Henri-Edmond Cross και Camille Pissarro,
ενώ ο Theo Van Gogh αρνείται να εκθέσει έργα του αδελφού του). Ο Gauguin εκθέτει
17 έργα. Κανένα από αυτά δεν πουλιέται. Άρα, ο ζωγράφος εξακολουθεί να είναι
απένταρος.
Οι φίλοι του σκέφτονται να τον βοηθήσουν με την οργάνωση μιας
δημοπρασίας έργων του στο Hotel Drouot,
η οποία γίνεται στις 23 Φεβρουαρίου 1891. Αυτήν τη φορά εκθέτει 30 έργα. Πουλιούνται
τα 29. Το συνολικό ποσό που εισπράττει είναι 9.860 φράγκα. 450 φράγκα πληρώνει
ο Edgar Degas για να αποκτήσει τον πίνακα με
τίτλο La belle Angèle, τον οποίο ο Gauguin είχε ζωγραφίσει στο Pont-Aven
και ο οποίος συνδυάζει δύο χαρακτηριστικά του μοτίβα: το στοιχείο της λαϊκής
τέχνης (η γυναίκα φοράει την παραδοσιακή φορεσιά της Βρετάνης) και τον
πριμιτιβισμό (υπάρχει ένα λατρευτικό αγαλματίδιο πίσω και αριστερά από τη
γυναίκα).
Ο Gauguin
έχει πια τα χρήματα για το ταξίδι του. Ακριβώς έναν μήνα μετά τη δημοπρασία, στις
23 Μαρτίου, για να ευχαριστήσει τους φίλους του και για να γιορτάσει το γεγονός
της καλλιτεχνικής του αναγνώρισης, οργανώνει ένα συμπόσιο στο περίφημο Café Voltaire. Σερβίρεται σούπα, φασιανός και
αρνίσιο μπουτάκι μαριναρισμένο σε Beaujolais. Επίσης, απαγγέλλεται ποίηση.
Στις 4 Απριλίου 1891 ο Gauguin μπαρκάρει για την Ταϊτή.
Πηγές για τις εικόνες:
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Volpini_Exhibition,_1889#/media/File:Affiche_Volpini.jpg
https://fr.wikipedia.org/wiki/La_Belle_Ang%C3%A8le#/media/Fichier:Paul_Gauguin_078.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου