Ανήκω στη μικρή
συνομοταξία ανθρώπων που σιχαίνονται τα ταξίδια και τις κάθε λογής -ακόμα και τις
πιο μικρές- μετακινήσεις. Οπότε, πόσες πιθανότητες είχα να συναντηθώ με το
βιβλίο του Βασίλειου Φ. Δρόλια, Ταξίδια με λάθος ανθρώπους (εκδόσεις Κέδρος,
2021); Και πόσες πιθανότητες είχα να αποφασίσω να το διαβάσω;
Τον συγγραφέα τον
ήξερα. Είχα διαβάσει το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο Nyos (εκδόσεις Κέδρος, 2016). Τον ήξερα και από το blog του με το κομψό layout, τον ωραιότατο τίτλο: «ficciones» και την πολύ διεισδυτική κριτική του
ματιά στη λογοτεχνία.
Το πρώτο μου
κίνητρο να διαβάσω το βιβλίο ήταν το σατιρικό τραγουδάκι του Noël Coward που ως εισαγωγή στο βιβλίο λειτουργεί υπονομευτικά και που, όταν το πρωτοάκουσα στο
youtube, πίστεψα ότι γράφτηκε
για να με περιγράψει και για να με δικαιολογήσει: why do the wrong people travel,/when the right people -ανυπερθέτως εγώ- stay back home?
Και άρχισα με το Κεφάλαιο Check-in. Και τότε -surprise! surprise!- αμέσως κατάλαβα πως το βιβλίο γλυκά
με ξεγέλασε. Δεν ήταν μυθιστόρημα (μυθιστοριογράφος δεν είναι ο Δρόλιας είπαμε;).
Κι αν δεν είναι μυθιστόρημα, τι είναι; Μα, βέβαια. Είναι αυτοβιογραφία. Θα έχει
πολλά να μας πει, σκέφτηκα, ο πολυταξιδεμένος συγγραφέας. Γιατί, μπορεί να μην
μου αρέσει να ταξιδεύω, αλλά μου αρέσει να διαβάζω τους άλλους που περιγράφουν
τα ταξίδια τους.
Όσο, όμως,
προχωρούσα στην ανάγνωση, άρχισα και πάλι να νιώθω άβολα. Ο Δρόλιας δεν
περιέγραφε απλώς τα ταξίδια του. Ούτε και ακριβώς αυτοβιογραφούνταν, παρόλο που
συχνά-πυκνά τα βιβλία που προτιμάει, η μουσική που ακούει, οι ταινίες που
βλέπει, οι μικροσυνήθειες της καθημερινότητάς του, έφερναν στην επιφάνεια το εξ
ορισμού -ως αυτοβιογραφούμενο … έχω κάτι σημαντικό να σας πω για μένα-
ναρκισιστικό εγώ του συγγραφέα.
Σελίδα 53,
Κεφάλαιο «Μουσική και Βίντεο»: Η λογοτεχνία μας σήμερα φοβάται να μιλήσει
για την πραγματικότητα και συνεχίζει -με εξαιρέσεις- να μιλά για το παρελθόν
για μια ιδεατή εικόνα που λίγο έχει να κάνει με την αλήθεια […] και η
λογοτεχνία, όπως και η μουσική λένε όλο και λιγότερα πράγματα σε όλο και
λιγότερους ανθρώπους. Αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο σε άλλα μέσα να μιλήσουν με
ειλικρίνεια για την κατάστασή μας.
Τώρα, τι είναι
αυτή η δήλωση; Εντάξει, απαντώ αμέσως. Ο Δρόλιας αγαπάει τη λογοτεχνική
κριτική, είναι κι αυτή κομμάτι της ταυτότητάς του. Άρα, κερδίζει τη θέση της σ’
αυτήν τη μυθιστορηματική βιογραφία (αμέσως καλμάρησα μόλις βρήκα τη νέα ετικέτα),
μολονότι συνδέεται με την, κάπως ελιτίστικη (ναι, ναι ελιτίστικη: ποιος βλέπει
σήμερα το Seinfeld του Larry David;) τρολιά που θέλει τον pop κωμικό να είναι ένας Τζόυς, ένας Καλβίνο, ένας Σβέβο, ένας Ροθ, ένας
Ράικλερ και μια Βιρτζίνια Γουλφ. Και, αλήθεια, ο David είναι όλοι αυτοί, μέσα σε
ένα πλαίσιο που ορίζεται από ένα σωρό «μετα»: μετα-νεωτερικότητα κυρίως, αλλά
και μετα-λογοτεχνία, μετα- αλήθεια, μετα-κωμωδία -αυτό το τελευταίο δεν ξέρω αν
υπάρχει, αλλά γιατί όχι;
10 σελίδες πιο
κάτω, Κεφάλαιο «Δόκτωρ Ύπνος»: Το σώμα στο οποίο ξύπνησα ύστερα απ’ τις πέντε
ώρες ύπνο και πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ αυτό που άφησα όταν
κοιμήθηκα, γιατί να είναι το ίδιο; Γιατί να είμαι το εγώ που υπήρχε πέντε ώρες
πριν; Δεν θα μπορούσε το καινούργιο μου εγώ να πιστέψει τίποτε διαφορετικό:
είμαι το ίδιο εγώ, η ίδια ύπαρξη […] Όμως δεν μπορώ να μην υποψιάζομαι κάθε
φορά ότι εκεί πάνω, μετά από κάθε ξύπνημα, ανήκω σε κάτι άλλο και ότι η παρουσία
μου στην πτήση είναι εντελώς πλαστή.
Πώς εισέδυσε ανεπαίσθητα
μέσα στα σχεδόν ανέμελα ταξίδια του Δρόλια -ανέμελα δεν φαντασιωνόμαστε όλα τα
ταξίδια, ακόμα κι όταν γίνονται για δουλειές;- ο John Locke; Και μάλιστα χεράκι-χεράκι με τον Thomas Reid; Και με τον Gregor Samsa να ξεφυτρώνει από το πουθενά; Και τον Descartes να κλείνει το μάτι; Συνεχίζω την ανάγνωση του κεφαλαίου και
αιφνίδια διαφωτίζομαι: Επιστρέφω στη συνείδησή μου και αναρωτιέμαι αν
κοιμάμαι ακόμη, αν βρίσκομαι στη θέση μου, αν πλησιάζει το τέλος του κόσμου ή
το τέλος του ύπνου. Επιτέλους, κατάλαβα.
Στη γνωσιακή
γλωσσολογία (κυρίως χάρη στους George Lakoff and Mark Johnson), εννοιακή μεταφορά (conceptual metaphor) είναι ο μηχανισμός που επιτρέπει την
πρόσβαση σε ένα αφηρημένο πεδίο της εμπειρίας με τους όρους ενός άλλου,
συγκεκριμένου πεδίου. Το αφηρημένο πεδίο της εμπειρίας έχει συμφωνηθεί να ονομάζεται πεδίο-στόχος (target domain) και το συγκεκριμένο πεδίο-πηγή (source domain). Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ. Αυτή είναι
μία από τις πιο κοινές εννοιακές μεταφορές. Η γνωσιακή γλωσσολογία υποστηρίζει
ότι η αντίληψή μας για το αφηρημένο πεδίο-στόχο (ζωή) διευκολύνεται με τη
βοήθεια του συγκεκριμένου, εμπειρικού, απτού πεδίου-πηγή (ταξίδι).
Αυτό ήταν, λοιπόν.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει εις βάθος αντιληφθεί τι είναι η ζωή;
Θραύσματα αντίληψης ναι, πλήρης κατανόηση όχι. Ένα ή πολλά ταξίδια, όμως; Εδώ
υπάρχει μια ρουτίνα, κάποια συστατικά στοιχεία, που μπορούν να καταγραφούν και
να περιγραφούν: το όχημα (ένα αεροπλάνο με όλα του τα συμπαρομαρτούντα:
γευστικά, ακουστικά, οπτικά …), οι ταξιδιώτες (ο εαυτός, οι λάθος άνθρωποι και
οι σωστοί άνθρωποι), η διαδρομή (στη γη ή στα σύννεφα ή ανάμεσα στα δύο), η
απόσταση (ένα μακρύ εμπρός και ένα ατελείωτο πίσω), τα εμπόδια (αναταράξεις,
σχέσεις που αφήνω) και ο προορισμός (πού φτάνω; εκεί που πάω; εκεί απ’ όπου
ξεκίνησα; και, όταν φτάνω, είμαι ο ίδιος άνθρωπος; είμαι άλλος άνθρωπος;).
Αυτό ήταν,
λοιπόν. Ο Δρόλιας ξεκίνησε να γράφει ένα αυτοβιογραφικό something και κατέληξε σε ένα είδος φιλοσοφίας
για αρχάριους ή, ακόμα-ακόμα, σε ένα είδος οδηγίες χρήσης για τη ζωή (μου
θύμισε κάπως τον Georges Perec). Πριν
η ζωή αποδοθεί ως ταξίδι έμοιαζε πιο θολή. Είναι υπερβολή να πω ότι η έννοια του
ταξιδιού «δημιούργησε» την έννοια της ζωής στην ανθρώπινή της διάσταση;
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
ΑΦΗΓΗΣΗ.
Σελίδα 157,
Κεφάλαιο «Είμαστε επτά». Όλοι οι συγγραφείς είμαστε ψεύτες […] Η
διαφοροποίηση μεταξύ μας είναι πως κάποιοι είναι πρωτότυποι ψεύτες, ενώ κάποιοι
άλλοι απλώς μιμητές […] Σε μια απ’ αυτές τις κατηγορίες ανήκω κι εγώ και
δεν έχω κανένα λόγο να το αρνούμαι πλέον. Αν υπάρχει κάτι πραγματικό στην όλη
προηγούμενη αφήγηση, όπως και σε όλο το βιβλίο, είναι τελικά αυτή η αβεβαιότητα
πάνω στην οποία στηρίζεται το παρελθόν μας και η αβεβαιότητα της μυθοπλασίας
που αγγίζει το κάθε μας κείμενο.
Τότε μας το
αποκαλύπτει ή τότε το κατάλαβε κι ο ίδιος (περίπου 30 σελίδες πριν από το
τέλος); Ο Δρόλιας είναι, για να θυμηθούμε τον Alasdair MacIntyre, ένα story-telling animal, ένας απ’ αυτούς που στο ερώτημα: «ποιος
είμαι» μπορεί να απαντήσει μόνον αφού προηγουμένως έχει σκεφτεί: «ποιας
ιστορίας κομμάτι είμαι».
Κι έτσι
συνδυάζονται οι δύο προτάσεις: Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ και Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
ΑΦΗΓΗΣΗ. Ο Δρόλιας, αφηγούμενος τα ταξίδια του, ανακαλύπτει τη ζωή του. Οι
λάθος άνθρωποι -αλλά και οι σωστοί- είναι οι ηθοποιοί που «σαπορτάρουν» τον
πρωταγωνιστικό εαυτό του. Αυτός -αλλά και όλοι μας- όσο και να ταξιδέψει παραμένει
το ίδιο ατάραχο, απροσπέλαστο εγώ (Εσύ και στη Σελήνη να ήσουν, ίδιος θα ήσουν),
σε μια αφηγηματική ενότητα που κρατάει μια ζωή.
Λοιπόν, ακόμα
κι εγώ, που σιχαίνομαι τα ταξίδια, είχα πολλούς λόγους να διαβάσω το βιβλίο
(βλέπετε, τη ζωή μου δεν την σιχαίνομαι -τουλάχιστον όχι τόσο πολύ). Είναι
μάταια, αχ, τα ταξίδια!/Δεν το μάθατε ήδη νωρίς;/Του Εγώ τη μεθόριο κρατήστε/απροσπέλαστη,
ατάραχη εσείς. Είναι το ποίημα με το οποίο κλείνει η αφήγηση, ένα επιβεβαιωτικό
τελικό συμπέρασμα που έρχεται να συναντήσει την αρχική ποιητική υπόθεση.
Μου άρεσε το βιβλίο. Μου άρεσε πολύ. Όχι όπως μου αρέσουν τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα ή τα αγαπημένα μου φιλοσοφικά κείμενα. Μου άρεσε αλλιώς. Σαν κάτ ανάλαφρο, αλλά βαθύ. Κάτι εύθυμο, αλλά μελαγχολικό. Κάτι διασκεδαστικό, αλλά ύπουλα ανησυχητικό. Μου άρεσε όχι επειδή μιλάει για αλλοτριωμένες σχέσεις και αποξένωση (όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου), αλλά επειδή δεν μιλάει γι' αυτά. Μιλάει για το αιώνιο αίνιγμα του «ποιος είμαι», άσχετα με το ποιος θέλω να δείξω ότι είμαι ή θέλουν οι άλλοι να δουν ότι είμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου