Ο Αριστοφάνης και η θαυμαστή του Νεφελοκοκκυγία (Νεφέλες=Σύννεφα
+ Κόκκυγες=Κούκοι) στους Όρνιθες είναι
η πρώτη γνωστή ποιητική ουτοπία. Στα ρωμαϊκά χρόνια την έμπνευση του Αριστοφάνη
αξιοποίησε ο Λουκιανός. Στην Αληθή
Ιστορίαν ο ήρωας επισκέπτεται τη Νεφελοκοκκυγία, όμως το κωμικό αποτέλεσμα
δεν είναι ανάλογο με εκείνο της αριστοφανικής κωμωδίας. Στο Βυζάντιο, ο
αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, λάτρης του κρασιού και των οργίων, οργανώνει ιερόσυλες
φάρσες, στις οποίες παρωδεί τα μυστήρια και τους ιερείς όπως κάνει στους Όρνιθες ο Αριστοφάνης. Η συγγένεια είναι
οπωσδήποτε μακρινή, δεδομένου ότι η τολμηρή αριστοφανική σάτιρα δεν βρίσκει
συνέχεια ή έστω μίμηση. Ωστόσο, ο Αριστοφάνης είναι ο πρώτος Έλληνας
δραματουργός του οποίου το έργο τυπώνεται στο εργαστήριο του Aldus Manutius από τον Μάρκο Μουσούρο. Το
1498 εκδίδεται η editio princeps των αριστοφανικών έργων –αν και όχι όλων. Οι Όρνιθες, πάντως, δεν είναι το αγαπημένο
έργο του Μεσαίωνα. Χαλαρή αναφορά στην τριμελή επιτροπή των θεών που καταφθάνει
στη Συννεφούπολη (τώρα δεν είναι πια θεοί, αλλά μάγισσες) υπάρχει, τον 13ο
αιώνα, στο Jeu
de
la
Feuillée (Παιχνίδι της Φυλλωσιάς) του Adam de la
Halle.
Χρειάζεται να φτάσει ο 16ος αιώνας για να ξαναζεσταθεί
το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη αριστοφανική κωμωδία. Έτσι, το 1578, ο Pierre
de Loyer γράφει τη δική του Νεφελοκοκκυγία, στην οποία οι δύο ήρωες, ο Gerrin
και ο Conrad, βγαίνουν για να αναζητήσουν κι αυτοί την πόλη των κούκων. Και ο François
Rabelais στο έργο
του Pantagruel δημιουργεί
την πρώτη ουτοπία της γαλλικής λογοτεχνίας, το Abbaye de Thélème (από την ελληνική λέξη «θέλημα»), όπου οι
κάτοικοι είναι πουλιά όπως και της αριστοφανικής Συννεφούπολης.
Abbaye de Thélème |
Από τον 18ο αιώνα και μετά, ο άνθρωπος είναι,
καταπώς φαίνεται, πιο επιρρεπής στη φυγή. Ο Goethe, στο έργο του με τον
πανομοιότυπο αριστοφανικό τίτλο Die
Vögel
(Οι Όρνιθες), δίνει στους ήρωές του, που
χτίζουν μια πόλη στα σύννεφα, τα ονόματα των αριστοφανικών ηρώων (ως Treufreund
αποδίδεται το όνομα Πεισθέταιρος), ορίζει για οδηγό τους μια κουκουβάγια, ενώ ο
Έποψ ονομάζεται Maximus Polycacaromerdicus. Ο Goethe απομακρύνεται βέβαια
αρκετά από τον Αριστοφάνη, αλλά το χιούμορ του αρχαίου κωμικού φαίνεται ότι
εμπνέει ακόμα. Ο ρομαντικός 19ος αιώνας επιδιώκει ακόμα πιο ακραίες
-«θανατηφόρες»- φυγές. Το αριστοφανικό έργο, όμως, είναι παρόν, ως θεματική
αλλά και ως γλωσσικό ιδίωμα, κατά τον 20ό αιώνα. Πρώτα-πρώτα, στο θεατρικό
έργο Chantecler του Edmond Rostand κι
έπειτα στη θρυλική κωμωδία του Jules Romain Donogoo. Η πόλη
Mahagonny από το
έργο του Berthold Brecht Aufstieg
und
Fall
der
Stadt
Mahagonny (Η άνοδος
και η πτώση της πόλης Μαχάγκοννυ) έχει
δυο αρχηγούς που θυμίζουν πολύ τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη. Το 1927 ο Αμερικανός Donald Oenslager κατασκευάζει επιτέλους την πόλη των πουλιών.
Chantecler |
Και μια τελευταία επιβίωση –ελληνικής κοπής- ποιητικής
ουτοπίας, που, αν και δεν έχει σχέση με την αριστοφανική ουτοπία των ορνίθων,
κουβαλάει ένα κάποιο ειδωλολατρικό στοιχείο. Είναι η εμπειρίκεια ουτοπία του Μεγάλου Ανατολικού. Στη δική του
«ανθρωπότητα της νέας εποχής» μόνος θεός θα είναι ο οργιώδης Παν και πρόεδρος ο
«γενάρχης» Walt
Whitman.
Πηγές για τις εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου