Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Το διήγημα του μήνα (Νοέμβριος 2013)


Τέλος Νοεμβρίου και το διήγημα του μήνα από τον Βλάσση Τρεχλή. 


Πώς αυτοκτόνησε ο ασκητής Ησύχιος ο Αφρικανός


Ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε δυο μορφές αυτοκτονίας,
περιβάλλοντάς τες με τα πιο υψηλά αξιώματα,
φορτώνοντάς τες με τις πιο υψηλές ελπίδες
και απαγορεύοντας με τον πιο φριχτό τρόπο όλες τις άλλες.
Μα είχε επιτρέψει το μαρτύριο και τον αργό εκμηδενισμό του ασκητή.
Νίτσε


Ο ασκητής Ησύχιος δεν κατάλαβε ποτέ πως ο θησαυρός που αναζητούσε βρισκόταν στην καρδιά ενός λαβυρίνθου που δεν είχε έξοδο.


Ξεχασμένος σε κάποιον αιώνα, είχε χάσει προ πολλού την ικανότητα να μετράει τον χρόνο. Αν δεν είχε τη βούληση να απαξιώνει την ύλη για χάρη μιας ιδέας, που είχε κι αυτή χαθεί μέσα στον απροσδιόριστο χρόνο, θα λέγαμε πως δεν διαφέρει από εκείνα τα ζώα της ερήμου, όπως οι σαύρες, οι σκαραβαίοι και τα σκαθάρια, που ζουν με τη μεγαλύτερη οικονομία τροφής και νερού, αφού η μοίρα το έφερε να ζουν στο πιο άνυδρο και στο πιο φτωχό μέρος της γης. Από αυτή τη συνήθεια, που μοιάζει με ακατανίκητη ιδέα, δεν μπορούν να απαλλαγούν γιατί δημιούργησαν μέσα στους αιώνες τα ιδιαίτερα ένστικτα επιβίωσης των ζώντων οργανισμών της ερήμου. Οι βιολόγοι λένε πως αυτούς τους οργανισμούς, αν τους μετακομίζαμε σε μια περιοχή με πιο πλούσια βλάστηση και ευκολότερη τροφή, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν, γιατί το ζητούμενο με αυτά τα ζωντανά φαίνεται πως δεν είναι το να βρουν εύκολα την τροφή τους, που έτσι κι αλλιώς είναι ιδιαίτερα λιτή, αλλά το να προστατευτούν από τους εχθρούς τους που είναι περισσότεροι και απειλητικότεροι σε μέρη με πλουσιότερη βλάστηση.
Ο ασκητής πέτυχε στην έρημο όσα είχαν πετύχει και οι μόνιμοι κάτοικοί της. Είχε ξεχάσει πως υπάρχουν εχθροί, αφού είχε να δει άνθρωπο εδώ και πολλά χρόνια, και είχε προσαρμόσει τις διατροφικές του απαιτήσεις σ’ αυτά που θα μπορούσε να του προσφέρει η έρημος.
Μάζευε τις λίγες σταγόνες νερού που η νυχτερινή δροσιά έφερνε ως τις κοιλότητες των βράχων. Σ’ αυτές τις κοιλότητες συντηρούνταν κάποια ελάχιστα αγριόχορτα που αποτελούσαν την κύρια τροφή του. Πολλές φορές ανακάλυπτε πεθαμένα σκαθάρια που ήσαν αφυδατωμένα από τη ζέστη. Αυτά τα σκαθάρια τα τοποθετούσε σε ένα γούβωμα που είχε λαξέψει στον βράχο και είχε λειάνει με υπομονή και μεράκι. Εκεί τα χτυπούσε μέχρι να γίνουν σκόνη και μ’ αυτή τη σκόνη πασπάλιζε τα χόρτα που είχε πάντοτε για μεσημεριανό του.


Εκτός από τις ώρες που αφιέρωνε για να λατρεύει τον Θεό, όλος ο υπόλοιπος χρόνος του εξαντλούνταν στο κυνήγι της δυσεύρετης τροφής του. Μόνο τα βράδια ξάπλωνε ανάσκελα και συνομιλούσε με τα αστέρια που μέσα στον νου του σχημάτιζαν τη βιβλική εικόνα του Θεού, των αγγέλων, των αγίων και όσων κατοικούσαν σ’ αυτό το παραδείσιο μέρος του ουρανού. Είχε δώσει ονόματα στους πιο φωτεινούς πλανήτες και στη γεωμετρία των σχημάτων είχε προσθέσει καμπύλες, γιατί το μάτι του είχε μάθει πως τίποτα στη γη δεν είναι πραγματικά ευθύγραμμο.
Πολλές φορές το φεγγάρι το διαδεχόταν ο ήλιος και δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει πως ο ήλιος ήταν ο πραγματικός Θεός που στην παρουσία του όλα χάνονταν, μα αυτό δεν ήθελε να το παραδεχτεί αφού σ’ αυτά τα μέρη οι πολύ παλιοί κάτοικοι λάτρευαν τον ήλιο σαν Θεό. Για να μην έρθει σε σύγκρουση με έναν αντίπαλο Θεό, χανόταν στο βάθος της σπηλιάς του για να μην τον βλέπει, άλλοτε προσευχόμενος με κλειστά τα μάτια και άλλοτε ψάχνοντας στο ημίφως για ξεραμένα σκαθάρια.
Η ανθρώπινη εικόνα του δεν είχε σημασία για κανέναν, αφού δεν υπήρχε κάποιος καθρέφτης για να δει το είδωλό του, ούτε κάποιος άλλος άνθρωπος για να παραξενευτεί από αυτό που θα έβλεπε. Τα μόνα ζωντανά όντα που τον αντίκριζαν ήσαν οι σαύρες, οι σκαραβαίοι και κάπου κάπου ένα γεράκι από ψηλά, που έψαχνε τη φωλιά κάποιου φιδιού. Αλλά τι θα μπορούσαν να πουν τα ζωντανά για την εικόνα ενός ασκητή. Για τις σάρκες του που είχαν χαθεί, για τα μάτια του που είχαν βυθιστεί μέσα στις κόγχες τους, για τα μαλλιά και τα γένια του που έτρεχαν άτακτα πάνω του, για τα γυμνά πόδια του που είχαν σκληρύνει για να προφυλαχτούν από την καυτή άμμο και τις κοφτερές πέτρες.


Ο ασκητής έλεγε πως είχε ξεχάσει τον τόπο που μεγάλωσε. Το χωριό που ήταν πλάι στο ποτάμι. Το εύφορο χώμα που έδινε όλα τα καλά του Θεού. Τους καλούς και τους κακούς ανθρώπους. Τα συνομήλικα αγόρια που πλατσούριζαν μαζί στα νερά των καναλιών. Το αυθόρμητο γέλιο τους. Τα κορίτσια που θέριζαν τα σιτηρά τραγουδώντας. Τον πατέρα και τη μάνα του. Τα έξι αδέρφια του και τις τρεις αδερφές του. Ο ασκητής έκλεινε τα μάτια του όταν τον επισκέπτονταν τέτοιες εικόνες. Θεωρούσε εχθρό του τη μνήμη και για να την εκμηδενίσει προσευχόταν με τις ώρες.
Και είναι να αναρωτιέται κανείς ποια δύναμη έστειλε αυτόν τον άνθρωπο στην ερημιά για να σκοτώσει τα δώρα του Θεού. Ποια δύναμη τον έστειλε για να μειώσει και τελικά να σκοτώσει τον ίδιο του τον εαυτό, να μηδενίσει την ύπαρξή του, να εξαφανίσει το ανθρώπινο γένος. Ποιος μπορεί να διακρίνει σημάδια αγάπης σ’ αυτές τις επιλογές; Μόνο βαθιά σημάδια αγνωσίας μπορεί να διακρίνει κανείς μαζί με μια σιχαμερή περιφρόνηση για καθετί που αναπνέει πάνω σ’ αυτή τη γη.