Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Οδηγός πλοήγησης στον κυβερνο-χώρο του Πλάτωνος


Νέα κυκλοφορία: Ζωή Αντωνοπούλου-Τρεχλή, www.platon.org. Οδηγός πλοήγησης στον κυβερνο-χώρο του Πλάτωνος, Αθήνα: Αρμός, 2018.


Τα κείμενα του Πλάτωνος συγκροτούν τα ίδια έναν ιστό από μοτίβα, θέσεις και προβλήματα, αλλά επίσης κληρονομούν έναν ιστό από μοτίβα, θέσεις και προβλήματα από ολόκληρη την προγενέστερη φιλοσοφική παράδοση, τα οποία είτε αναπαράγουν σχεδόν αυτούσια είτε τροποποιούν είτε, το πιο συχνό, εξοβελίζουν. Υπάρχουν, θα λέγαμε, κάποιες πλατωνικές «εμμονές», που δια-πλέκονται, συμ-πλέκονται, και συχνά περι-πλέκονται, σε μια προσπάθεια να καταγραφούν οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις οι οποίες σκοπό έχουν να δημιουργήσουν εν τέλει μια συνεκτική νοηματική ολότητα. Από αυτήν την πυκνή ύφανση, στην παρούσα εργασία επιλέγουμε και ανασύρουμε ορισμένα θέματα, κατά τη γνώμη μας κεντρικά για τη συνολική κατανόηση του πλατωνικού έργου. Ως οδηγητικό νήμα χρησιμοποιείται το παρεχόμενο από τον ίδιο τον Πλάτωνα, όπως αυτό σχηματοποιείται στους ύστερους διαλόγους του εκ των οποίων ο τελευταίος δεν πρόλαβε καν να γραφτεί: σοφιστής (Σοφιστής), πολιτικός (Πολιτικός), φιλόσοφος. Η πλατωνική φιλοσοφία αντιμετωπίζεται ως όλον, ως ένας ιστός με πολλά επιμέρους συμπλεκόμενα νήματα. Ο Πλάτων, σαν την αράχνη, έχει στήσει τον ιστό του και μας έχει παγιδεύσει στην τυραννική του γοητεία. Στην τυραννική γοητεία της δικής του φιλοσοφίας, αλλά και της φιλοσοφίας γενικά (σημείωμα οπισθοφύλλου).

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Παύλος Κόντος: βιβλιοπαρουσίαση


Την Τετάρτη, 3 Οκτωβρίου 2018, στις 20:30, στο πατρινό βιβλιοπωλείο Πολύεδρο παρουσιάζεται το βιβλίο του Παύλου Κόντου, Τα δύο ευ της ευτυχίας (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Ζωή Αντωνοπούλου-Τρεχλή, φιλόλογος
Χριστίνα Καραντώνη, φιλόλογος


Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Αθηνά Κακούρη: βιβλιοπαρουσίαση


Την Παρασκευή, 28 Σεπτεμβρίου 2018, στις 20:30, παρουσιάζονται στο πατρινό βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία τρία βιβλία της Αθηνάς Κακούρη: το μυθιστόρημα Ξιφίρ Φαλέρ (εκδόσεις: Εστία) και δύο ιστορικά Τα δύο Βήτα (εκδόσεις: Καπόν) και Ουλάνοι στη Λάρισα (εκδόσεις: Καπόν).


Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Martha Nussbaum και κειμενική ηθική


Ο Πλάτων εξόρισε ακόμη και τον Όμηρο από την ιδεώδη πολιτεία του ακριβώς επειδή τον υποληπτόταν υπερβολικά. Πίστευε ότι η ηθική δύναμη της ποίησής του (με τον όρο, ας εννοούμε τη «λογοτεχνία» εν γένει) είναι τόσο μεγάλη ώστε μπορεί να διαφθείρει το πνεύμα των ανθρώπων. και ο Πλάτων ήθελε να κρατήσει τους φύλακες της πολιτείας του μακριά από τέτοιες επιρροές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πλατωνική επίθεση στην ποίηση δεν οφείλεται σε ελαττώματα σχετικά με τη σύνθεσή της, αλλά στο γεγονός ότι η επίδρασή της στους ανθρώπους είναι επιβλαβής: προκαλεί τον ενθουσιασμό αντί να τους κάνει να στοχάζονται, δημιουργεί στους αδαείς την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν.
Η Martha Nussbaum  συμφωνεί με τον Πλάτωνα για την ισχυρή επίδραση που ασκεί η λογοτεχνία στους ανθρώπους, διαφωνεί όμως με εκείνον υποστηρίζοντας ότι η επιρροή της είναι τέτοια ώστε να μας κάνει ηθικότερους. Πρόκειται γι’  αυτό που άλλοι θα ονομάσουν «κειμενική ηθική» (textual ethics) και είναι ένα ζήτημα που άνοιξε με την έκδοση, από τον Ralph Cohen το 1983, ενός τεύχους του περιοδικού New Literary History το οποίο έφερε τον τίτλο “Literature and/as Moral Philosophy”. Η Nussbaum, καταπιάνεται με το θέμα παραπέμποντας παραδειγματικά στους δύο αγαπημένους της συγγραφείς, τον Henry James και τον Marcel Proust. Εξηγεί, λοιπόν, ότι αυτοί και οι υπόλοιποι σχολικοί της σύντροφοι λειτούργησαν γι’ αυτήν ως πηγές ηθικού στοχασμού πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον δομημένο φιλοσοφικό λόγο.
Το κρίσιμο επιχείρημα της Nussbaum είναι ότι η ηθική αντίληψη σχηματίζεται βασισμένη όχι αποκλειστικά στη διανοητική δραστηριότητα (στην επίκληση, με άλλα λόγια, γενικών αρχών), αλλά εμπλέκει και τα συναισθήματα. Σε τούτο το σημείο η λογοτεχνία υπερέχει της φιλοσοφίας, ισχυρίζεται η Nussbaum, καθώς τα συναισθήματα (πρωτίστως ο έρωτας που κινείται εναλλακτικά μεταξύ έκστασης και οδύνης) και η φαντασία οξύνονται μέσω αυτής. η ενσυναίσθηση ενδυναμώνεται. Επιπλέον, η λογοτεχνία μας παρέχει τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε βαθιά ποικίλες ηθικές θέσεις (σαν να ζούμε πολλές ζωές), όμως να τις εξερευνήσουμε από μακριά, από απόσταση ασφαλείας, διατηρώντας την ουδετερότητά μας. Τα μυθιστορήματα είναι έτσι μια πρόβα πριν από τη ζωντανή παράσταση.


Αν νοιαζόμαστε για την ανάδειξη των κοινωνικών αδικιών, ο Immanuel Kant ή ο John Stuart Mill είναι πιο κατάλληλοι και αποτελεσματικοί από –ας πούμε- τον Charles Dickens, καθώς οι πρώτοι χειρίζονται καλύτερα τα φιλοσοφικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία για να θεμελιώσουν την θέση τους, υποστηρίζουν κάποιοι φιλόσοφοι. Η Nussbaum διαφωνεί με αυτό, και φαίνεται ότι η θέση της επιβεβαιώνεται και από τα πράγματα, αν λάβουμε υπ’ όψιν την επίδραση που είχε, παραδείγματος χάριν, το έργο της Harriet Beecher Stowe Uncle Tom’s Cabin για τη μεταστροφή των Αμερικανών στο ζήτημα της δουλείας.  Έτσι, η Nussbaum σπάζει το νήμα του καντιανισμού και του ωφελιμισμού που εξοστρακίζουν τα συναισθήματα από τη σφαίρα της ηθικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία περιγράφει τα συναισθήματα είτε ως τυφλές, άλογες παρορμήσεις χωρίς καμιά σχέση με τη γνώση, καθώς χρειάζεται να ελεγχθούν από τη λογική, είτε θεωρεί ότι, ακόμη κι αν έχουν κάποια γνωστική αξία, το παραγόμενο από αυτά γνωστικό προϊόν είναι ψευδές. Η Nussbaum, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι τα βιώματα, τα συναισθήματα και η φαντασία έχουν γνωστική αξία (περίπου ισοδύναμη με την παραγωγική και επαγωγική λογική του ανθρώπινου νοείν) και, άρα, είναι μέρος του υποστρώματος που θα αξιοποιήσει ο συλλογισμός (η προτεραιότητά του παραμένει αναμφισβήτητη) ώστε να καταλήξει στο τι πρέπει να πράξουμε και να υποστηρίξει τη συνεπόμενη ηθική πράξη.
Με την παραδοχή της αυτή η φιλόσοφος ξαναφέρνει στο προσκήνιο την παλιά συζήτηση για την αντίθεση μεταξύ περιεχομένου και φόρμας στην προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου. Αν και δίχως διάθεση πολεμικής, η θέση της αποτελεί υπέρβαση του φορμαλισμού (μολονότι η  Nussbaum δεν αρνείται την ερμηνευτική δύναμη της μορφής, εφόσον, επιπλέον, αποφαίνεται ότι ορισμένες φόρμες είναι καταλληλότερες από άλλες στο να μεταφέρουν το περιεχόμενο) και στοίχιση στην άποψη εκείνη που θέλει τη λογοτεχνία φορέα μηνυμάτων, και μάλιστα μηνυμάτων με επίκεντρο τον κόσμο και τον άνθρωπο. Με τον κίνδυνο, πάντως, η λογοτεχνία να υποταχθεί σε εξωτερικές ως προς τη φύση της επιδιώξεις.


Επίσης, η Nussbaum επαναφέρει και μια άλλη συζήτηση, ιδιαιτέρως προσφιλή στη μετα-Barthes εποχή, για τον ρόλο του συγγραφέα. Μιλάμε για την ηθική διάσταση της λογοτεχνίας με τρόπο απρόσωπο, θεωρώντας ότι ο συγγραφέας είναι νεκρός, όπως μας το ανήγγειλε ο Roland Barthes.  Πριν, όμως, από την αναγγελία θανάτου του, ο συγγραφέας ήταν μια σεβάσμια πατριαρχική φιγούρα επιφορτισμένη να κηρύσσει το δέον. Αρκεί μάλιστα να βρεθεί ένας Staline για να τον παρουσιάσει ως «μηχανικό των ανθρώπινων ψυχών», και τότε, αιφνίδια, η ηθική διάσταση της λογοτεχνίας θα βρεθεί πολύ κοντά στον ηθικισμό ή σε κάτι ακόμα χειρότερο. Πώς, λοιπόν, να δεχτούμε ότι η λογοτεχνία είναι ηθική, χωρίς να διερευνήσουμε την πρόθεση του συγγραφέα; Και αν χρειάζεται να μάθουμε την πρόθεση συγγραφέα; Και αν χρειάζεται να μάθουμε την πρόθεση του συγγραφέα, τότε μήπως αυτός νεκρανασταίνεται και η θεωρία του λογοτεχνικού κειμένου ως ανοιχτού σε διαρκείς επανερμηνείες είναι εσφαλμένη; Αλλά, ας σκεφτούμε κι αυτό: εάν το νόημα είναι πράγματι, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονες αναγνωστικές θεωρίες, υπόθεση του αναγνώστη, μήπως χρειάζεται να εξετάσουμε και τη δική του ευθύνη στην ηθική του κειμένου;


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η ανάρτηση είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγές για τις εικόνες:

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Hypocrite lecteur, - mon semblable, - mon frère!


Όταν το 1977 κυκλοφορεί το δοκίμιο του Roland Barthes «The Death of the Author»,  η εκατοντάχρονη κυριαρχία του συγγραφέα τερματίζεται. Η μεταμοντέρνα κριτική σκέψη ευνοεί την ανάδυση ενός άλλου υποκειμένου, του αναγνώστη. Δύο φιλοσοφικές θεωρίες διευκολύνουν αυτήν τη μετάβαση.


Πρώτα-πρώτα, η φαινομενολογία του Edmund Husserl,  ο οποίος συνδέει την ύπαρξη των πραγμάτων με την αντίληψή τους από την ανθρώπινη συνείδηση στην οποία αποδίδει προθετικότητα/αποβλεπτικότητα (intentionality). Η φαινομενολογία θεωρεί τα λογοτεχνικά έργα κοινωνικές και πολιτισμικές οντότητες, οι οποίες, ως καθαρά προθεσιακά ενεργήµατα, οφείλουν την ύπαρξή τους στην ανθρώπινη νόηση/συνείδηση. Ο Roman Ingarden  αξιοποιεί –με ορισμένες παραλλαγές- αυτήν τη θέση στη μελέτη της λογοτεχνίας, εισάγοντας την έννοια της συγκεκριµενοποίησης (concretization) και καθιστώντας τον αναγνώστη υπεύθυνο για τη δημιουργία του λογοτεχνικού έργου ως αισθητικού γεγονότος.
Η δεύτερη θεωρία είναι η ερμηνευτική του Hans-Georg Gadamer,  ο οποίος αμφισβητεί την ανάγνωση ως αναγνώριση ενός προϋπάρχοντος νοήματος, καθώς και τη δυνατότητα ανάκτησης από τον σύγχρονο αναγνώστη του αρχικού συγκειμένου. Το λογοτεχνικό έργο δεν εξαντλείται ποτέ στις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά νοηματοδοτείται εκ νέου από κάθε ιστορικό αναγνώστη περνώντας από το ένα κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο άλλο. Πρόκειται για τη λεγόμενη θεωρία της «συγχώνευσης των οριζόντων» (Horizontverschmelzung) κειμένου και αναγνώστη που μόνον υποθετικά είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αφού ο ορίζοντας του κειμένου δεν μπορεί να οριοθετηθεί χωρίς τη συμβολή του αναγνωστικού παρόντος το οποίο είναι φορτισμένο με τις δικές μας προ-ιδεάσεις/προ-αντιλήψεις/προ-κατανοήσεις. Με αποτέλεσμα, ο συν-καθορισμός του νοήματος από τους συγκεκριμένους χρονικούς και προσωπικούς ορίζοντες του εκάστοτε αναγνώστη να μην επιτρέπει την ύπαρξη μιας ερμηνείας, αλλά το νόημα του κειμένου να ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό µε το νόημα που αυτό έχει για τον αναγνώστη στον εκάστοτε χωροχρονικό ορίζοντα της ανάγνωσης.


Η θεωρία της πρόσληψης (reception theory), που εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’60, εμπνέεται από την ερμηνευτική και η θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης (theory of aesthetic response), στην αρχή της δεκαετίας του ’70, από τη φαινομενολογία. Ο Hans Robert Jauss,  βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας της πρόσληψης, εστιάζει στο ζήτημα της ιστορικότητας που κατέχει κεντρική θέση στον Gadamer. Ο Jauss αναγνωρίζει τον αναγνώστη ως υποκείμενο και από αυτόν εξαρτά τις συνθήκες της πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου. Ο «ορίζοντας προσδοκιών» (horizon of expectations) του αναγνώστη, διαμορφωμένος από τις λογοτεχνικές και τις προσωπικές του εμπειρίες, καθορίζει την ετοιμότητά του να επικοινωνήσει με ένα λογοτεχνικό έργο. Ο Wolfgang Iser,  βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας της αναγνωστικής ανταπόκρισης, εμπνέεται περισσότερο από τη φαινομενολογική θέση, την οποία όμως αναθεωρεί όσον αφορά στην περιγραφή της αναγνωστικής εμπειρίας. Ο Iser υποστηρίζει πως η ανάγνωση δεν είναι μια απλή γραμμική εμπειρία και ότι η πορεία που διατρέχει ο αναγνώστης δεν προκαθορίζεται από το κείμενο. Αντίθετα, είναι μια συνεχής διαδικασία παλινδρόμησης, στο πλαίσιο της οποίας αναθεωρούνται παρελθόντα πορίσματα και αναδύονται νέες προσδοκίες.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η ανάρτηση είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγές για τις εικόνες: