Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Jack-O’-Lantern: μια κολοκύθα για το Halloween


Μια σκαμμένη μεγάλη πορτοκαλί κολοκύθα με φως στο εσωτερικό της: αυτό είναι το περίφημο Jack-O’-Lantern και η καταγωγή του πηγαίνει πολύ πίσω, σε έναν παλιό ιρλανδικό μύθο, στον οποίο μάλιστα η μεγαλοπρεπής κολοκύθα δεν ήταν παρά ένα ταπεινό ραπανάκι.


Ο Jack, άνθρωπος τσιγκούνης, μίζερος και μπαγαπόντης, κάλεσε για ποτό τον διάβολο. Όμως, μετά την οινοποσία, δεν ήθελε να βάλει το χέρι στην τσέπη και να πληρώσει. Γι’ αυτό έπεισε τον διάβολο να μεταμορφωθεί σε νόμισμα ώστε να πληρώσει μ’ αυτό. Και πάλι όμως, αντί να πληρώσει, έχωσε το νόμισμα στην τσέπη του πλάι σε έναν σταυρό, ο οποίος εμπόδιζε τον διάβολο να ξαναπάρει την κανονική του μορφή. Ο Jack απελευθέρωσε τελικά τον διάβολο, αφού πρώτα του απέσπασε την υπόσχεση ότι για έναν χρόνο δεν θα τον ενοχλήσει ούτε θα διεκδικήσει την ψυχή του μετά θάνατον. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά. Ο Jack, αυτήν τη φορά, παγίδευσε τον διάβολο σε ένα δέντρο και τον απελευθέρωσε μόνον αφού έλαβε την υπόσχεση ότι για δέκα χρόνια δεν θα τον ενοχλήσει. Τα χρόνια πέρασαν και ο Jack πέθανε. Ο παράδεισος, όμως, δεν τον δέχτηκε λόγω της τσιγκουνιάς και της κακίας του, δεν τον δέχτηκε όμως ούτε ο διάβολος, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του για τα καψόνια που είχε υποστεί από αυτόν όσο ήταν ζωντανός. Του θύμισε, λοιπόν, ότι ήταν μέρος της συμφωνίας τους να μην διεκδικήσει την ψυχή του μετά θάνατον, και τον έδιωξε. Ήταν νύχτα και ο Jack φοβόταν να περπατήσει στο σκοτάδι. Ο διάβολος τότε του χάρισε ένα αναμμένο κάρβουνο που, για να μην του σβήσει, ο Jack έσκαψε ένα ραπανάκι που είχε στην τσέπη του και το έβαλε εκεί. Με αυτό το αυτοσχέδιο φανάρι ακόμα περιπλανιέται στον κόσμο χωρίς να μπορεί να ησυχάσει.



Και οι άνθρωποι, κάθε χρόνο, την παραμονή της γιορτής των Αγίων Πάντων (All Hallows Day), κατασκευάζουν Jack-O’-Lanterns, τα οποία έχουν αποτρεπτικές ιδιότητες και απομακρύνουν από τα σπίτια τους το γρουσούζικο φάντασμα του Jack. Προτιμούν, μάλιστα, τις κολοκύθες, για το λαμπερό πορτοκαλί τους, που έρχεται σε αντίθεση με το σκοτάδι των νεκρών και του θανάτου. Σιγά-σιγά, αυτή η παραμονή της γιορτής των Αγίων Πάντων καθιερώθηκε ως το γνωστό μας Halloween (All Hallows Evening), τη γιορτή που σημαδεύει το πέρασμα από το τέλος του καλοκαιριού στον χειμώνα που βρίσκεται προ των πυλών. Παιδιά, με τρομακτικές μεταμφιέσεις, μικροσκοπικά κακοποιά πνεύματα (μάγοι και μάγισσες καβάλα σε σκουπόξυλα και φαντασματάκια), τριγυρίζουν στα σπίτια δίνοντας στους ανθρώπους δύο επιλογές: trick or treat (φάρσα ή κέρασμα). Φυσικά, όλοι διαλέγουν το δεύτερο κι έτσι τα πιτσιρίκια αποχωρούν φορτωμένα γλυκίσματα και ζαχαρωτά.


Το Halloween έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από τις κελτικές παγανιστικές παραδόσεις στις οποίες το αποδίδουν. Συνδέεται με τον πολύ ανθρώπινο φόβο του θανάτου και με την ανάγκη αυτός να αποτραπεί με το μέσο της φάρσας και της γελοιοποίησης. Τα τρομακτικά προσωπάκια που χαράζονται πάνω στις κολοκύθες έχουν πάντοτε ένα τεράστιο κοροϊδευτικό χαμόγελο.

Πηγές για τις εικόνες:

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Η κιβωτός του Sacha Guitry: Ceux de chez nous


Στις 22 Νοεμβρίου 1915 δημιουργήθηκε ένα φιλμάκι με τον παράξενο τίτλο: Ceux de chez nous, που είχε δημιουργό τον ιδιότυπο Sacha Guitry. Πώς να μεταφραστεί ο τίτλος στα ελληνικά; Ίσως: Οι δικοί μας άνθρωποι; Οι συμπατριώτες μας;
Ήταν ένα ντοκιμαντέρ. Καλύτερα … ήταν μια κινηματογραφική εγκυκλοπαίδεια.
Η ταινία ανοίγει με τον Guitry καθισμένο στο γραφείο του να εξηγεί πώς του ήρθε η ιδέα της ταινίας. Γύρω του, το δωμάτιο γεμίζει από τη συλλογή του με έργα τέχνης.
Ο Anatole France, η Sarah Bernhardt, ο Claude Monet, ο Octave Mirbeau, ο Edgar Degas, ο Edmond Rostand, ο Auguste Rodin, ο André Antoine, ο Camille Saint-Saens, o Pierre-Auguste Renoir, ο Henri Robert, όλοι τους στενοί φίλοι του Guitry και όλοι τους πια νεκροί. Όλοι αυτοί πρωταγωνιστούν σε ένα έργο με θέμα τον εαυτό τους και όχι μόνο ... Ο Sacha Guitry, μέσα στη φωτιά του πολέμου, «χαράζει εικόνες» για όλες τις μελλοντικές γενιές, δείχνοντας στον φακό αυτές τις προσωπικότητες στην οποίες η Γαλλία οφείλει τη λάμψη της. Μας ξεναγεί, διαβάζοντας τις σημειώσεις του, με τρόπο αποκαλυπτικό στον κόσμο αυτών των ανθρώπων, κινηματογραφώντας τους, επιπλέον, σε στιγμές οικείας καθημερινότητας: στο σπίτι, στο γραφείο, στο ατελιέ τους. Να κινούνται, να εργάζονται, να δημιουργούν, να απορούν τι θέλει αυτός ο περίεργος τύπος με την κάμερα μέσα στον ιδιωτικό τους χώρο.


Κρατάει κάτι από την στιβαρή προσωπικότητα του Rostand, την πάλη του Rodin με το μάρμαρο, την απλότητα και την αφοσίωση στην τέχνη του Monet, τη θεατρικότητα του νομικού Henri Robert, την ευφυΐα του Anatole France, τη χάρη του Degas, τη «συντηρητική καινοτομία» του Antoine, την τόλμη και την καυστικότητα του Octave Mirbeau, τη μυθική ιδιοφυΐα της Sarah Bernhardt, τη μουσική πρωτοτυπία του Saint-Saens, το πείσμα του Renoir για την τέχνη ενάντια στην ασθένεια και την αγάπη του για τα πιο καθημερινά θαύματα, τον ξεχωριστό χαρακτήρα του πατέρα του, του Lucien Guitry.
Ο Sacha Guitry επεξεργάστηκε αρκετά την ταινία. Χωρίς ήχο αρχικά και πιο σύντομη, της προσέθεσε ήχο στη συνέχεια και την έκανε εκτενέστερη. Το 1952 έγινε η τελική επεξεργασία με τη συνεργασία του Frédéric Rossif. Η ταινία έχει πια διάρκεια 55 λεπτών και είναι μια πραγματική κιβωτός που σώζει ό,τι έπρεπε να σωθεί από έναν κόσμο που αλλιώς μπορεί να άρχιζε να ξεθωριάζει.

Πηγή:

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Marcel Proust: Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς


Longtemps, je me suis couché de bonne heure. Τι να περιμένει κανείς από ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου αυτή είναι η πρώτη φράση; Οπωσδήποτε, τίποτα δεν προδίδει ότι θα ακολουθήσουν 3.200 σελίδες. Κι όμως … θα έπρεπε, κυρίως εξαιτίας αυτού του «long» από το οποίο συντίθεται η πρώτη-πρώτη λέξη του μεγαλύτερου (με την έννοια όχι απλώς της μεγάλης έκτασης) μυθιστορήματος του 20ού αιώνα.
Ο Marcel Proust έκανε πολλαπλές δοκιμές για να καταλήξει στη σύντομη –τι πλάκα πρέπει να έσπασε!- και κοινότοπη –τι ειρωνεία!- εισαγωγική φράση του À la recherche du temps perdu (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο). Το μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου εύκολο: η έκτασή του, ο συνεπής με το πνεύμα του έργου μακροπερίοδος λόγος, οι τεράστιες παράγραφοι, οι λεπτομερείς καταγραφές του, οι μακρόσυρτες εσπερίδες τις οποίες αφηγείται, τα βαρυφορτωμένα μοδάτα φορέματα που περιγράφει, οι αναλυτικότατα διατυπωμένες σκέψεις του, οι ματαιωμένοι του έρωτες, ένα πέπλο πένθους για όσα γρήγορα περνούν. Όλα διογκωμένα και μεταφερμένα με ματιά καλειδοσκοπική και ηδονοβλεπτική.
Όλα αυτά στην αρχή σε τρομάζουν.
Ένας μεταιωρισμός σαν αυτόν που ένιωθε ο αφηγητής κάθε πρωί που ξύπναγε.
Και μετά βυθίζεσαι.
Περπατάς μαζί του στην εξοχή και χαζεύεις τις ασπραγκαθιές και τις πασχαλιές, κινείσαι στα παρισινά βουλεβάρτα και στα κατάφωτα σαλόνια, ξεχωρίζεις τους καθεδρικούς ναούς,  ακούς τους ψιθύρους και τα ευφυολογήματα των κοσμικών, απολαμβάνεις τη σονάτα του Vinteuil, ανασαίνεις μαζί με τα φουρφουρίσματα του μεταξιού, ψάχνεις στους ζωγραφικούς πίνακες πρόσωπα που τα έχεις συναντήσει στην αληθινή ζωή, προσμένεις τον αφόρητο πόνο της απουσίας, μαθαίνεις την τέχνη της ζήλειας και, κυρίως, αφήνεις τον χρόνο να τρέχει και να χάνεται.

Το σπίτι της θείας Leoni στο Illiers-Combray

Για να διαβάσεις τον Proust πρέπει να αποφασίσεις να του διαθέσεις τον χρόνο σου. Όχι αυτόν που έχεις, αλλά εκείνον που δεν έχεις, όμως ελπίζεις ότι θα τον βρεις επειδή στο τέλος –να είσαι βέβαιος- θα τον κερδίσεις.
Αποστολή: να σωθεί από τη λήθη ό,τι σώζεται, δυσάρεστο ή ευφρόσυνο, με τη βοήθεια της «ακούσιας μνήμης».   

Πηγή για την εικόνα:

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Για τη συμφωνία Sykes-Picot


Ο Sir Tatton Benvenuto Mark Sykes, 6ος βαρονέτος, είχε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη το 1914, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μέχρι τότε, είχε ήδη υπηρετήσει στη Νότια Αφρική κατά τον πόλεμο των Boers, είχε ταξιδέψει στην ασιατική Τουρκία για κάμποσα χρόνια, είχε εκδώσει τα ταξιδιωτικά του ημερολόγια και ήταν εκλεγμένο μέλος του Κοινοβουλίου με το συντηρητικό κόμμα από το 1911. Επειδή είχε πολλές γνώσεις και μεγάλη εμπειρία για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, στην αρχή του μεγάλου πολέμου η κυβέρνηση του ανέθεσε να εργαστεί στο τμήμα πληροφοριών του Υπουργείου Πολέμου, το οποίο διηύθυνε ο λόρδος Kitchener. Ο Sykes έκανε τη δουλειά του τόσο καλά, που γρήγορα απέκτησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση των αποφάσεων για ζητήματα της Ανατολής. Εξάλλου, αυτός ήταν που είχε από νωρίς προειδοποιήσει το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του για την πρόθεση της Τουρκίας να συνταχθεί με τις Κεντρικές Δυνάμεις και όχι με τους Συμμάχους.
Ο Francois Marie Denis Georges-Picot σπούδασε νομικά και στη συνέχεια, το 1895, εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα. Υπηρέτησε στην Κοπεγχάγη, στο Πεκίνο και, λίγο πριν από την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετήθηκε ως Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στη Βηρυτό. Με το ξέσπασμα του πολέμου πήγε στο Κάιρο, από όπου ανέπτυξε καλές σχέσεις με τους Μαρωνίτες του Λιβάνου.
Η διανομή των αραβικών εδαφών του «μεγάλου ασθενή», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε πονοκέφαλο για τις τρεις ενδιαφερόμενες δυνάμεις, τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, καθεμιά από τις οποίες επιθυμούσε να διατηρήσει σφαίρες επιρροής, εφόσον βέβαια ο μεγάλος πόλεμος είχε γι’ αυτές αίσιο τέλος. Προς αυτήν την κατεύθυνση έγιναν εντατικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή, στις 3 Ιανουαρίου 1916, κι ενώ ο πόλεμος δεν είχε ακόμα κριθεί, μιας μυστικής συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Η συμφωνία είχε και τη συγκατάθεση της Ρωσίας, ελήφθησαν δε υπ’  όψιν και οι αξιώσεις της Ιταλίας. Η μυστική αυτή συμφωνία είναι γνωστή ως συμφωνία Sykes-Picot από τα ονόματα των δύο διπλωματών που ανέλαβαν να την συντάξουν εκ μέρους της Βρετανίας και της Γαλλίας και επικυρώθηκε από τις δύο κυβερνήσεις στις 9 και 16 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.
Οι δύο διπλωμάτες φαίνεται να κατέληξαν εύκολα στη μοιρασιά. Ο τριανταεξάχρονος Sykes πήρε στα χέρια του έναν μαρκαδόρο και χάραξε πρόχειρα μια γραμμή πάνω στον χάρτη της Μέσης Ανατολής. Η γραμμή ξεκινούσε από την Άκρα του σημερινού Ισραήλ (στη βόρεια πλευρά του κόλπου της Χάιφα) και έφτανε στα βορειοανατολικά, μέχρι το Κιρκούκ του σημερινού Ιράκ. Όσες περιοχές βρίσκονταν στα νότια της γραμμής ετίθεντο υπό βρετανικό έλεγχο (ώστε η Βρετανία να έχει το απαραίτητο στρατηγικό βάθος που θα προστάτευε τη διώρυγα του Σουέζ) και όσες βρίσκονταν στα βόρεια υπό γαλλικό. Πρακτικά, η μεν Βρετανία προτίμησε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που σήμερα αποτελεί το Ιράκ μαζί με τα τεράστια πετρελαϊκά του αποθέματα, ενώ άφησε στους Γάλλους την περιοχή που σήμερα αποτελεί τη Συρία. Για τη Ρωσία κράτησαν τα αρμενικά βιλαέτια που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά τής είχαν ήδη παραχωρηθεί με προηγούμενη συμφωνία.


Φυλές, εθνότητες, θρησκείες, ιστορικές παραδόσεις δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στη διανομή και στη συμφωνία. Ούτε έπαιξαν ρόλο οι υποσχέσεις που είχαν προηγουμένως δοθεί: οι Βρετανοί είχαν, για παράδειγμα, υποσχεθεί τη Συρία στον Σαρίφ Χουσεΐν Μπιν Αλί που είχε ξεσηκωθεί κατά Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όμως η συμφωνία την παραχωρούσε στη Γαλλία.
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, όταν τα σύνορα χαράζονται αυθαίρετα, τότε υπάρχει αιτία για βιαιότητα και εξτρεμισμό. 
Σήμερα, οι μεγάλες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή εκδηλώνονται ακριβώς στην καρδιά των εδαφών που ρυθμίστηκαν με τη Sykes-Picot.

Πηγή για την εικόνα: