Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Otto Dix: Πόρνες


Η καλλιτεχνική τάση της «Νέας Αντικειμενικότητας» (Neue Sachlichkeit), που προέκυψε στη Γερμανία από το κίνημα του Εξπρεσιονισμού, εκπροσωπείται ιδανικά από τον Wilhelm Heinrich Otto Dix.
Γεννημένος το 1891, ο Dix κατατάχθηκε εθελοντής στον γερμανικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα παρασημοφορήθηκε για τη δράση του. Ό,τι βίωσε στη διάρκεια του πολέμου έγινε αργότερα ο σταθερός εφιάλτης του και έμπνευση για ένα λεύκωμα με τίτλο Der Krieg (Ο πόλεμος) που περιλάμβανε πενήντα χαρακτικά και κυκλοφόρησε το 1924.  
Χαρακτηριστικό των έργων του είναι η απολύτως ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, που συχνά απεικονίζεται τρομακτική και κτηνώδης. Διαμελισμένα και αποσυντεθειμένα πτώματα, παραμορφωμένα κορμιά, ακρωτηριασμένα μέλη, και ένα συνεχές πικρά ειρωνικό σχόλιο για την κοινωνική παρακμή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: αυτά είναι τα συχνότερα θέματα της ζωγραφικής του. Η τέχνη του, καυστική, επικριτική, ενοχλητική, χαρακτηρίστηκε «εκφυλισμένη» όταν οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία και περιλήφθηκε στην «Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης» που διοργανώθηκε στο Μόναχο το 1937. Στη συνέχεια, ο καλλιτέχνης υποχρεώθηκε, εάν ήθελε να συνεχίσει να ζωγραφίζει, να διαλέγει θέματα ανώδυνα: ειρηνικά τοπία και ειδυλλιακές σκηνές. Ο Dix υπάκουσε, αν και κάποιες φορές οι αλληγορίες του έσπαζαν το επιβεβλημένο πλαίσιο και ασκούσαν κριτική στη ναζιστική ιδεολογία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζωγραφική του επέστρεψε σε μια κανονικότητα. Μαζί με τα πορτραίτα και τις θρησκευτικές αλληγορίες, συνέχισε να ζωγραφίζει τις συμφορές του πολέμου.
Από τα έργα του Dix διαλέγω να σας δείξω τρία που αποτυπώνουν τη σκοτεινή όψη της ζωής και έχουν για θέμα τους τις πόρνες.
Το πρώτο, με τίτλο Salon I (Σαλόνι Ι), φιλοτεχνήθηκε το 1921 και απεικονίζει τέσσερις πόρνες καθισμένες γύρω από ένα τραπέζι έτοιμες για δουλειά. Όλες έχουν τα χρονάκια τους, πράγμα που τα φτηνιάρικα, κακόγουστα ρούχα που φορούν δεν μπορούν να κρύψουν.


Το δεύτερο έργο, ζωγραφισμένο το 1925, έχει τον τίτλο Three Prostitutes in the Street (Τρεις πόρνες στον δρόμο). Βρισκόμαστε στο μεταπολεμικό Βερολίνο. Τα δυο κορίτσια στέκονται καλοντυμένα και κομψά περιμένοντας τους πελάτες να τις αναζητήσουν. Η τρίτη γυναίκα, μεγαλύτερη στην ηλικία, κρατάει στα χέρια της ένα παιδικό παιχνίδι και σουλατσάρει με το κεφάλι ψηλά και τη μύτη σηκωμένη, μοιάζοντας περισσότερο με ευυπόληπτη αστή. Ένα κομψό γυναικείο πόδι με ένα θαυμάσιο ζευγάρι παπούτσια, που φαίνεται πίσω, στον καθρέφτη, είναι το σχόλιο του Dix για την ψευτοευμάρεια της μεσοπολεμικής περιόδου.


Το τρίτο έργο, με τίτλο Prostitutes (Πόρνες), παρουσιάζει δυο νέες γυναίκες, από τις οποίες εκείνη που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο είναι βαμμένη με ζωηρά χρώματα, φορά κατακόκκινα ρούχα και ένα παραφορτωμένο με λουλούδια καπέλο και έχει στα χείλη της ένα πρόστυχο χαμόγελο. Η άλλη, πιο σεμνή, με ρούχα πιο διακριτικά, στέκεται κρυμμένη. Δυο πρόσωπα τόσο διαφορετικά. Τα δυο πρόσωπα της Γερμανίας ίσως;


Πηγές για τις εικόνες:

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι Χ


Μόλις είχα κλείσει τα δεκαπέντε στα τελευταία Λήναια και, αφού πρόσφερα τα παιχνίδια μου μαζί και τις πλεξούδες μου στην Αρτέμιδα, αρραβωνιάστηκα με τον Ησίοδο τον ζωγράφο που τον λαχταρούσα από παιδούλα. Στην πανσέληνο του Γαμηλιώνα ο Ησίοδος ήρθε στο σπίτι μου για να με πάρει γυναίκα του. Ο πατέρας μου, ο Μύλων ο βοτανοθεραπευτής, αφού πρώτα έκανε τις πρέπουσες σπονδές, του έδωσε το χέρι μου και, αφού ψάλαμε όλοι μαζί τον Υμέναιο, με πήρε και πήγαμε στο δικό του σπίτι.
Την άνοιξη, μετά τις γιορτές του Αδώνιδος, ο άρχοντας Πελίδης, που είχε τα διπλάσια χρόνια από τον άντρα μου, έστειλε μια ομορφοφτιαγμένη κύλικα στον Ησίοδο και του παράγγειλε να ζωγραφίσει μέσα της μια όμορφη κιθαρωδό. Εμένα έβαλε απέναντί του ο άντρας μου. Μοντέλο με ήθελε στη ζωγραφιά του. Με την κιθάρα στα χέρια κάθισα στον δίφρο φορώντας το αραχνοΰφαντο φόρεμα που είχα φορέσει την πρώτη νύχτα του γάμου μας.
Δυο ημέρες έκανε να τελειώσει την κύλικα. Η ζωγραφιά ήταν πετυχημένη και τα χρώματα σωστά. Όλα έδειχναν αρμονικά και όμορφα πάνω στον λευκό άργιλο. Το πάθος του αγαπημένου μου για μένα πέρασε –μπορεί και άθελά του- πάνω στην εξαίσια ζωγραφιά. Το πέπλο επέτρεπε να μισοφανούν τα νεανικά μου στήθη και τα δάχτυλά μου, αν και ακίνητα, έδειχναν να τρέχουν πάνω στις χορδές. Οι ερυθρόχρωμοι βόστρυχοι είχαν ξαναμεγαλώσει και κυλούσαν γύρω από τους ώμους μου. Το πρόσωπό μου ήταν σοβαρό και η ματιά μου προσηλωμένη στις χορδές.


Ο άρχοντας Πελίδης είδε τη ζωγραφιά και αναστατώθηκε. Στη στιγμή την ερωτεύθηκε, μαζί και το μοντέλο.
«Θα σε πληρώσω με χρυσά», είπε στον Ησίοδο, «μόνο να φέρεις εδώ μπροστά μου το μοντέλο».
Ο ίσκιος του φόβου είχε καθίσει πάνω στα βλέφαρά του άντρα μου όταν γύρισε στο σπίτι.
«Είναι μικρή η Ερέτρια για μας», μου είπε δίχως να κρύβει τη στεναχώρια του.
Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Ο άρχοντας Πελίδης τρελάθηκε με τη ζωγραφιά και τώρα θέλει να γνωρίσει το μοντέλο».
Σκέφτηκα λίγο και ύστερα:
«Μην χολοσκάς, ακριβέ μου, και δεν θα αφήσουμε την αγαπημένη μας Ερέτρια».
Με κοίταξε απορημένος.
«Μα θέλει εσένα κι εγώ δεν θέλω να σε χάσω».
«Θα με δει αλλά δεν θα μ’ έχει», είπα και χαμογέλασα πικρά.
Πήγα το ίδιο βράδυ στο συμπόσιο. Δίπλα στον άρχοντα Πελίδη στάθηκα ντυμένη με το αραχνοΰφαντο φόρεμα και τη λεπτοφτιαγμένη  οινοχόη στα χέρια. Αυτός καμάρωνε και μ’ έδειχνε στους φίλους του σαν λάφυρο μετά από μάχη. Την κούπα με τη ζωγραφιά μου γέμιζα με κρασί όλο το βράδυ και τον παρακινούσα με τον τρόπο μου να την αδειάζει με τη μία. Κανείς δεν πρόσεξε τη σκόνη που κάθε τόσο έριχνα στην κύλικα.


Λίγο πριν ξημερώσει γύρισα στο σπίτι και έπεσα στην αγκαλιά του Ησίοδου. Δεν του είπα τίποτα για το δηλητήριο που έριχνα στην κούπα του άρχοντα. Δυο μέρες αργότερα όλη η Ερέτρια έμαθε πως ο άρχοντας Πελίδης πήρε το δρόμο για τον Άδη. Από το πολύ κρασί είπαν πως πέθανε. Από τον πατέρα μου είχα μάθει πως το υοσκίαμο προκαλεί παραφορά όμοια μ’ αυτή των μεθυσμένων.
Και τι ειρωνεία! Πάνω στη σορό του νεκρού κάποιος απόθεσε την κύλικα με την εικόνα μου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρόκειται για την εικόνα μιας μούσας η οποία συγχρονίζει δύο κιθάρες. Είναι ζωγραφισμένη στο εσωτερικό αττικής κήλικας από την Ερέτρια και θεωρείται έργο του Ησιόδου. Χρονολογείται περίπου στα 470-460 π.Χ. και βρίσκεται στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγές για τις εικόνες: