Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Για την ουτοπία

Πότε, με ποια υλικά και γιατί η ουτοπία;
Ας ξεκινήσουμε ανάποδα: γιατί η ουτοπία; Η ουτοπία είναι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να απαλλαγεί από τη δυσάρεστη πραγματικότητα που τον περιβάλλει και του επιβάλλεται. Ένα μέσο που δεν είναι ούτε ακραίο ούτε επικίνδυνο, όπως είναι τα υπόλοιπα διαθέσιμα, δηλαδή η τρέλα και η αυτοκτονία. Η ουτοπία αποτελεί, αν τολμήσουμε να την ερμηνεύσουμε με όρους ψυχαναλυτικούς, μια μορφή απώθησης και, άρα, κατασκευάζεται με τους ίδιους πάνω-κάτω όρους με τους οποίους κατασκευάζεται και η αυταπάτη όπως την περιγράφει ο Clément Rosset. Ο χρόνος προσδιορίζει τις προσφορότερες συνθήκες που γεννούν την ανάγκη διαφυγής από μια πραγματικότητα στην οποία αρνούμαστε να παραχωρήσουμε χωρίς επιφυλάξεις τη δυναστική προτεραιότητα. Όμως, τα υλικά από τα οποία δημιουργείται είναι πάντοτε ίδια. Ένας φανταστικός τόπος, μια κοινωνία πολύ καλή για να είναι αληθινή: αυτό είναι η ουτοπία.

Hieronymus Bosch, 
The Garden of Earthly Delights (1480-1505)
Μαδρίτη, Museo National del Prado

Η λέξη –ελληνική (ου-τόπος)- γεννήθηκε το 1516 και είναι ο τίτλος ενός βιβλίου γραμμένου από τον Άγγλο φιλόσοφο Thomas More. Όμως οι ουτοπίες υπήρχαν avant la lettre: ήδη από την Αρχαία Ελλάδα. Και συνέχισαν να υπάρχουν σε όλους τους αιώνες, άλλοτε μόνες τους και άλλοτε μαζί με τις αντίθετές τους δυσ-τοπίες.
Κάποιες από τις επόμενες αναρτήσεις θα είναι αφιερωμένες σ’ αυτές. Αφού το ίδιο το πράγμα δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει χωρίς να ακυρώσει την ταυτότητά του, θα χτίσουμε έναν λόγο γι’ αυτό. Η ανυπαρξία της ουτοπίας θα εξισορροπηθεί από την ύπαρξη μιας μετα-ουτοπίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πίστη ότι μπορούμε τουλάχιστον να την οικοδομήσουμε με λέξεις.

Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Edmund Burke VS Richard Price


Τον Ιανουάριο του 1790 ο Edmund Burke διαβάζει τον λόγο με τίτλο “Sermon on the Love of Our Country” που εκφώνησε στη Revolution Society τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους ο ιερέας Richard Price για την 101η επέτειο της Ένδοξης Επανάστασης. Στον λόγο του ο πολιτικά ριζοσπάστης και ηθικά ορθολογιστής Price διατυπώνει μια σκέψη αδιανόητη για τον «πατέρα του συντηρητισμού»: υποστηρίζει ότι κάθε Άγγλος θα μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου και όχι μέλος μιας συγκεκριμένης κοινότητας και ισχυρίζεται ότι αυτές οι κοσμοπολίτικες απόψεις, που κυριάρχησαν στη Γαλλική Επανάσταση, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και στην Αγγλία. Ο Burke, με τον φόβο ότι οι απόψεις του Price ξυπνούν το φάντασμα του 1645 (το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου) απαντά ότι αυτή η στιγμή σηματοδοτεί την απαρχή ύπαρξης δύο διαφορετικών αντιλήψεων για την εθνική ταυτότητα. Η ιδέα για τις Reflections on the Revolution in France (Στοχασμοί για τη γαλλική επανάσταση) έχει γεννηθεί.


Στις 13 Φεβρουαρίου 1790 ο Burke αναγγέλλει με δημοσίευση στον τύπο ότι πρόκειται να εκδώσει ένα φυλλάδιο με αυτόν τον τίτλο. Ο επόμενος χρόνος περνάει με συγγραφή και διαρκείς βελτιώσεις και τροποποιήσεις στο αρχικό κείμενο. Το φυλλάδιο εκδίδεται τελικά στη 1 Νοεμβρίου 1790 και αμέσως γίνεται best-seller πουλώντας 17.500 αντίγραφα παρά την τσουχτερή τιμή του (κοστίζει 5 σελίνια).
Ο Burke πρώτα-πρώτα υποστηρίζει ότι η Ένδοξη Επανάσταση δεν ήταν επανάσταση, δεν ήταν δηλαδή αναθεωρητική διαδικασία. Ποια είναι τα επιχειρήματά του; Το κράτος, το σύνταγμα και οι θεμελιώδεις νόμοι –ισχυρίζεται ο Burke- δεν καταλύθηκαν από την Ένδοξη Επανάσταση, η οποία ήταν ένδοξη ακριβώς επειδή εξασφάλισε στην Αγγλία τη συνέχεια. Όπως, άλλωστε, εξήγησα σε προηγούμενη ανάρτηση, ο βασιλιάς James τυπικά δεν εκθρονίστηκε από τους πρωτεργάτες της επανάστασης, αλλά, πετώντας τη μεγάλη σφραγίδα και καταφεύγοντας στη Γαλλία, θεωρήθηκε φυγάς, κηρύχθηκε έκπτωτος και ο θρόνος παρέμεινε κενός. Ο Burke δεν υποστηρίζει την ακινησία, ξέρει ότι η κοινωνία και η πολιτική ζωή εξελίσσονται, όμως αυτή η εξέλιξη δεν σημαίνει ασυνέχεια: υπάρχουν το έθιμο και η συνήθεια, απόρροια της ιστορικής πορείας ενός έθνους και αποτέλεσμα συσσωρευμένης εμπειρίας και πολιτικής γνώσης, που κάνουν τους θεσμούς να μοιάζουν φυσικούς.
Να επιλέγουμε οι ίδιοι αυτούς που μας κυβερνούν,
Να τους καθαιρούμε για κακοδιοίκηση,
Να θεσπίζουμε τη δική μας μορφή κυβέρνησης.
Αυτοί είναι οι τρεις άξονες του Price (του «εθνικού θεολόγου» όπως τον ονομάζει ο Burke) στους οποίους εναντιώνεται ο Burke, θεωρώντας ότι, ως προς τον πρώτο άξονα, ο Άγγλος βασιλιάς αντλεί τη νομιμοποίησή του από έναν σταθερό κανόνα διαδοχής. Συγκεκριμένα, η άνοδος στον θρόνο του William of Orange ήταν μια παρέκκλιση από την αυστηρή σειρά της κανονικής κληρονομικής διαδοχής (αν και επρόκειτο για παρακλάδι προερχόμενο από την ίδια ρίζα), όμως ο Burke θεωρεί ότι η μετατροπή μιας ιδιαίτερης περίπτωσης σε νόμο αντίκειται σε κάθε γνήσια αρχή της νομικής επιστήμης. Όπως τονίζει ο Burke, το γεγονός ότι κατά την περίοδο της Ένδοξης Επανάστασης δεν χρησιμοποιήθηκε η λαϊκή επιλογή ως νομιμοποιητικό κριτήριο διακυβέρνησης αποδεικνύει ότι το αγγλικό έθνος θεωρούσε πως κάτι τέτοιο δεν έπρεπε να γίνει ποτέ (και με αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται και ο τρίτος άξονας του Price). Ως προς τον δεύτερο άξονα, και πάλι το ζητούμενο είναι από ένα προσωρινό γεγονός και από μια ασαφή και αόριστη κατηγορία να μην προκύψει ένας πάγιος κανόνας και, επιπλέον, να μην προκύψει ένας κύκλος βίας. Διότι αυτό που ενδιαφέρει τον Burke είναι ένα ενδεχόμενο πρόβλημα να μην αποτελέσει κοιτίδα μελλοντικών επαναστάσεων.
«Ο λαός της Αγγλίας δεν θα πιθηκίσει μόδες τις οποίες δεν έχει ποτέ δοκιμάσει και δεν θα επιστρέψει σε μεθόδους τις οποίες έχει δοκιμάσει και έχουν αποδειχθεί επιζήμιες», λέει ο Burke ξορκίζοντας το ενδεχόμενο μιας επανάστασης σαν τη γαλλική στην Αγγλία και απαντώντας με αυτόν τον σκληρό τρόπο στους Άγγλους υποστηρικτές της.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Ένδοξη Επανάσταση


Τον Απρίλιο του 1869 στέφονται από κοινού βασιλείς της Αγγλίας ο τοποτηρητής των Ηνωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών William of Orange, που λαμβάνει τον τίτλο William III of England, και η σύζυγός του Mary, προτεστάντισσα και κόρη του έως τότε βασιλιά James II of England.

Ο θυρεός του James II of England

Στις 10 Ιουνίου του προηγούμενου χρόνου ο ρωμαιοκαθολικός και γαλλόφιλος αυτός μονάρχης αποκτά από τη δεύτερη σύζυγό του Maria di Modena αρσενικό διάδοχο και, άρα, αρχίζει να καθίσταται ορατός  ο κίνδυνος στο εξής, αφενός, να εγκαθιδρυθεί στο βασίλειο μια καθολική δυναστεία και, αφετέρου, να εδραιωθεί η απόλυτη μοναρχία, της οποίας ζηλωτής είναι ο James II. Για να αποτραπούν αυτά τα ενδεχόμενα, οι δύο μεγάλες αντίπαλες αγγλικές πολιτικές παρατάξεις, οι Tories και οι Whigs, συμμαχούν μεταξύ τους και ζητούν στρατιωτική βοήθεια από τον William of Orange, ο οποίος εισβάλλει στη χώρα. Ο James αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να καλέσει σε βοήθεια τον Γάλλο βασιλιά Louis XIV, όμως τελικά δεν το αποφασίζει φοβούμενος την αντίδραση των Άγγλων στη γαλλική ανάμιξη. Ούτως ή άλλως, ο στρατός που διαθέτει είναι ισχυρότερος από τον στρατό του εισβολέα, ωστόσο ο James, μόνος και εγκαταλελειμμένος από τους πιο πιστούς του υπηκόους οι οποίοι είχαν αυτομολήσει στον εχθρό, πανικοβάλλεται, πετάει τη μεγάλη σφραγίδα του βασιλείου στον ποταμό Thames και επιχειρεί να διαφύγει στη Γαλλία. Ο ολλανδικός στρατός τον αιχμαλωτίζει, όμως ο William, σε μια κίνηση που υποδεικνύει υψηλή πολιτική αντίληψη, τον αφήνει να αποδράσει στη Γαλλία, στις 23 Δεκεμβρίου, ταπεινώνοντάς τον έτσι ακόμα περισσότερο. Ο James τυπικά δεν εκθρονίζεται, αλλά, ως φυγάς, κηρύσσεται έκπτωτος και ο θρόνος θεωρείται κενός ώστε να καταληφθεί από την κόρη του Mary και βεβαίως από τον νικητή σύζυγό της.

Ο William III of England και η Mary,
όπως αποτυπώθηκαν τον 18ο αιώνα από τον Sir James Thornhill 

Η ανατροπή του James από τον θρόνο εγκαινιάζει τη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Αγγλία, δεδομένου ότι τότε έγινε η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, η οποία παγιώθηκε σε κείμενο γνωστό ως Bill of Rights (Χάρτα των Δικαιωμάτων).

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Το πρόσωπο της ιδιοφυΐας (Μέρος Β΄)


Το 1898 ο William-Adolphe Bouguereau αποδίδει την έμπνευση δημιουργώντας μια εικόνα που έχει τις πηγές της στα κλασικά μοτίβα.


“Genius is twenty per cent inspiration and eighty per cent perspiration” (η ιδιοφυΐα είναι είκοσι τοις εκατό έμπνευση και ογδόντα τοις εκατό ιδρώτας) θυμίζει ο Umberto Eco, και τα λόγια του μοιάζουν να περιγελούν την ανάλαφρη, ντελικάτη και στοχαστική μορφή που επιλέγει να ζωγραφίσει ο Bouguereau.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η ανάρτηση είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Το πρόσωπο της ιδιοφυΐας (Μέρος Α΄)


Όπως και η λογοτεχνία, έτσι και η ζωγραφική του René Magritte είναι ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι τα έργα του δεν έχουν την πρόθεση να πουν τίποτα: «Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν τίποτα, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει τίποτα – είναι απλά άγνωστο».
Πώς να αποδώσεις την ιδιοφυΐα; Λευκή, κοφτερή, σαν ένα «εκμαγείο» που παράγει τον εξωτερικό κόσμο ο οποίος, ωστόσο, ταυτόχρονα την εκπορθεί. Να ισορροπεί σε έναν διάδρομο, που είναι ο δικός της κόσμος. Το έργο με τίτλο Le visage du genie, που ζωγραφίστηκε από τον Magritte το 1927, βρίσκεται στη συλλογή του Musée d'Ixelles.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η ανάρτηση είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Δραπετεύοντας από τη λογοτεχνία: John William Waterhouse, Miranda


Τα πλάσματα της λογοτεχνίας απελευθερώνονται από τον οικείο χώρο της και, σαν να είχαν πραγματική ύπαρξη, χρησιμεύουν ως μοντέλα σε έργα ζωγραφικής.
Η Miranda απεικονίζεται σαν μια γυναίκα μοιραία, γεμάτη θέλγητρα, όπως άλλωστε συνηθίζει ο καλλιτέχνης να ζωγραφίζει τις γυναίκες και σε άλλους πίνακές του. Το έργο του John William Waterhouse, που ζωγραφίστηκε το 1916 και βρίσκεται σήμερα σε ιδιωτική συλλογή, προσδίδει μεγάλο ερμηνευτικό βάθος στον γυναικείο χαρακτήρα της σαιξπηρικής Τρικυμίας που στέκεται μπροστά από την αφρισμένη θάλασσα.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η ανάρτηση είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Περί πολέμου: von Clausewitz


Ο Πρώσος στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου Carl Philip Gottlieb von Clausewitz δεν κατάφερε μέχρι το τέλος της ζωής του να ολοκληρώσει το opus magnum του που είχε τον λιτό τίτλο Vom Kriege (Περί πολέμου). Πέθανε, εξάλλου, νέος, μόλις 51 ετών (το 1831), και μάλιστα όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά από χολέρα. Το βιβλίο άρχισε να γράφεται μετά την αποστρατεία του και αφού πρώτα ο Clausewitz είχε διακριθεί σε πολλές μάχες και είχε υπηρετήσει ως επιτελάρχης στη μάχη εναντίον του Ναπολέοντα στο Βατερλώ.


Το έργο του Clausewitz αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς, επειδή ξεκαθαρίζει και διασαφηνίζει έννοιες από άποψη ανθρωπολογική και φιλοσοφική, επειδή έχει χαρακτήρα τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό, επειδή έχει αφηρημένο βάθος και ταυτόχρονα είναι το συστηματικό αποτέλεσμα μιας βιωματικής σχέσης με το αντικείμενό του. 
Ο πόλεμος είναι «πράξη βίας προκειμένου να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει τη βούλησή μας»: αυτός είναι ο πιο γνωστός ορισμός του πολέμου (είναι η αμιγής του έννοια), ο οποίος έχει το πλεονέκτημα της καθολικής εφαρμογής ανεξαρτήτως κοινωνίας, πολιτισμού ή πολιτικής, που σχηματίζονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Η έχθρα και το μίσος, ακόμα και σε μεγάλης κλίμακας πολέμους, αποτελούν τα κίνητρα, σε συνδυασμό με τη φιλοδοξία και τη φιλαρχία και, επομένως, οι πηγές του πολέμου έχουν μια διάσταση υπαρξιακή. Κατά συνέπεια, η βία, ακόμα και η άκρα βία, είναι απολύτως προϋποθετική και αναμενόμενη, ενώ ο «μετριασμός» είναι απολύτως παράλογος, όποιο είδος πολέμου και αν διεξάγεται έστω κι αν πρόκειται για αγώνα μεταξύ δύο μόνον αντιπάλων (εξάλλου, ο πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μονομαχία σε ευρύτερη κλίμακα) και, υπ’ αυτήν την έννοια, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η έκταση, αλλά η ένταση της βίας. Βεβαίως, η συνθήκη του πολιτισμού, παρότι δεν μεταβάλλει την ουσία του, μεταβάλλει τη φυσιογνωμία του πολέμου, εμποδίζοντας την ολοκληρωτική αποφόρτιση λόγω της έλλειψης συνοχής και λόγω των αντίρροπων, αμφίρροπων ή ομόρροπων παραγόντων που ρυθμίζουν το πολιτισμικό σύνολο. Η ενότητα των πρωτόγονων πολέμων πολλαπλασιάζεται και κατακερματίζεται και ο πόλεμος δεν κερδίζεται πια με μάχη (οπότε είναι χρήσιμη η τακτική) αλλά με μάχες (οπότε είναι χρήσιμη η στρατηγική). Ολοκληρωτική κινητοποίηση δεν υφίσταται στον «πολιτισμένο» πόλεμο, υφίσταται όμως τελειοποίηση της πολεμικής τέχνης: η βία εξοπλίζεται με τις εφευρέσεις των τεχνών και των επιστημών.


Από την άλλη, η πολιτική, η δημόσια-πολιτική επικοινωνία των ανθρώπων στο πλαίσιο της κοινωνικής ένωσης, σχετίζεται με τον πόλεμο όπως ο άνθρωπος σχετίζεται με τη βία: χωρίς να παραιτείται από αυτήν, δεν μπορεί, ωστόσο, να ζει συνεχώς με αυτήν. Η αναγκαιότητα της ειρήνης δεν οφείλεται, λοιπόν, σε ηθικούς αλλά σε πολιτισμικούς παράγοντες και η πολιτική είναι αυτή που χαλιναγωγεί την τυφλή βία, προσδιορίζει τα κίνητρα και υποτάσσει τον πόλεμο στους σκοπούς της. Πολιτική και πόλεμος δεν αποτελούν διαφορετικές συνθήκες. «Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», σύμφωνα με την πιο γνωστή ρήση του Clausewitz. Και η στρατηγική, ως μετάβαση από το πεδίο της μάχης στο θέατρο του πολέμου, αγγίζει έτσι την πολιτική ή κυβερνητική τέχνη, θα λέγαμε ότι ακόμα και ταυτίζεται με αυτήν. Στην ουσία, ο πόλεμος είναι μέρος της πολιτικής (και όχι το αντίθετο), ένα ιδιαίτερο πεδίο μέσα στο ευρύτερο πεδίο της δεύτερης, ένα στοιχείο της πολιτικής σύγκρουσης. Και όχι … η πολιτική δεν έχει ηθικές υποχρεώσεις (δεν υπάρχει ηθική εξουσία έξω από την έννοια του κράτους και του νόμου), παρά είναι κι αυτή αγώνας ισχύος και, άρα, δεν χρειάζεται κανείς να χασομεράει άσκοπα για κάτι που είναι αναγκασμένος να αποδεχθεί ως αμετάβλητο και αναπόδραστο.


Ούτε στον πόλεμο χωρούν ηθικές αναστολές: όλα επιτρέπονται και αποτιμώνται με μέτρο τον βασικό στόχο των επιχειρήσεων. Η μόνη «φιλανθρωπία» που δικαιολογείται στον πραγματικό πόλεμο είναι η συντριβή του αντιπάλου που θα τον καταστήσει ανίκανο να συνεχίσει να μάχεται και, άρα, ακίνδυνο. Η αιματοχυσία δεν μπορεί να αποφευχθεί και η καλοσύνη είναι ασυγχώρητη. Όσο για το αποτέλεσμα ενός πολέμου, είναι τόσο αβέβαιο (με τη φράση Fog of War = Ομίχλη του πολέμου αποδίδεται συνήθως αυτή η αβεβαιότητα)!
Είναι ο Clausewitz πολεμοχαρής; Το ερώτημα είναι καταστατικά άκυρο. Ο Πρώσος δεν προτείνει τον πόλεμο, δεν μπορεί όμως να τον αποκλείσει, και αυτό για λόγους ανθρωπολογικούς και ιστορικούς. Η θεώρησή του είναι καταφανώς περιγραφική, δίχως κανένα κανονιστικό περιεχόμενο.

Πηγές για τις εικόνες:

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Ο Clausewitz θαυμαστής του Ναπολέοντα


Ο Πρώσος στρατηγός Carl Philip Gottlieb von Clausewitz, που έζησε μεταξύ 1780 και 1831, υπήρξε μέγας θαυμαστής του Ναπολέοντα. Πολέμησε μάλιστα εναντίον του το 1806, στη μάχη της Jena-Auerstedt, όπου η Πρωσία υπέστη δεινή ήττα από τη γαλλική Μεγάλη Στρατιά και ο Clausewitz, στον τρίτο μόλις χρόνο της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας, συνελήφθη και παρέμεινε αιχμάλωτος για δύο χρόνια.  

Ο Ναπολέων επιβλέπει τη στρατιά του πριν από τη μάχη της Jena

Ο Ναπολέων ήταν αναμφίβολα σπουδαίος στρατηγός. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, δεδομένου ότι αντλούσε την ισχύ του αποκλειστικά από τις νίκες του. Χωρίς αυτές ήταν απλώς ένας Κορσικανός, με καταγωγή από τα χαμηλότερα αριστοκρατικά στρώματα και με μικρές πιθανότητες εξέλιξης, παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα του. Μόνον οι στρατιωτικοί του θρίαμβοι έκλειναν τα στόματα και έκαναν τους εχθρούς του να λησμονούν όσα έπρεπε να λησμονηθούν.
Ως στρατηγός ήταν ριψοκίνδυνος, δεν χρονοτριβούσε όταν επρόκειτο να λάβει αποφάσεις και συνδύαζε θαυμάσια τα μέσα που είχε στη διάθεσή του Στήριζε τη δύναμη του στρατού του στο πεζικό και χρησιμοποιούσε το ιππικό ως μέσο τρομοκράτησης των εχθρών. Η ταχύτητα, η μαζικότητα και η επιθετικότητα των ελιγμών ήσαν τα χαρακτηριστικά της τακτικής του, μαζί με το υψηλό ηθικό (που ενισχυόταν και από τις υψηλές αμοιβές, από τις δυνατότητες ανέλιξης και από τις τιμητικές διακρίσεις που απένεμε) και τον μεγάλο αριθμό των στρατιωτών του. Ήταν εκείνος που αναλάμβανε την πρωτοβουλία της επίθεσης, εκείνος καθόριζε τη θέση της μάχης, εκείνος αποφάσιζε τον τρόπο της μάχης. Χτυπούσε τους εχθρούς του αλύπητα, διαλέγοντας την πτέρυγα εκείνη που ήταν καθοριστική επειδή συνδεόταν με τις επικοινωνίες τους. Τα πλευρικά χτυπήματα με μέρος ή με ολόκληρο τον στρατό του υπερφαλάγγιζαν τους αντιπάλους του, τους αιφνιδίαζαν και τους ανάγκαζαν να κάνουν προσαρμογές στη μέση της μάχης, ενισχύοντας την απειλούμενη πλευρά αλλά αποδυναμώνοντας κάποια άλλη. Άφηναν έτσι στο έλεός του στρατιωτικά τμήματα στα οποία εκείνος εφορμούσε κεραυνοβόλα με άλλο μέρος της δύναμής του. Αν συνέβαινε ο εχθρικός στρατός να είναι πολυπληθέστερος, προτιμούσε να διαιρέσει τον στρατό του, να απομονώσει τμήματα του εχθρικού στρατού και να επιτεθεί, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο και τις εφεδρείες του.

Πληγωμένοι Πρώσοι στρατιώτες μετά τη μάχη της Jena

Αυτά τα προσόντα του Ναπολέοντα και οι στρατιωτικές του καινοτομίες, που τον οδήγησαν σε αλλεπάλληλες λαμπρές νίκες (με μία μοναδική εξαίρεση: την ήττα του στο Βατερλώ), γοήτευσαν τον
Clausewitz και έγιναν η έμπνευση για να γραφεί η μεγάλη του πραγματεία για τον πόλεμο. Τα ιστορικά δεδομένα χτίζουν τη θεωρία του περί πολέμου, οδηγούν στην αφαίρεση και στην εύρεση κανόνων με γενική ισχύ.

Πηγές για τις εικόνες:

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Χειμωνιάτικες σκηνές: δυο πίνακες του Hendrick Avercamp

Δύο χειμωνιάτικες σκηνές από τον Hendrick Avercamp, τον stom van Kampen (= τον βουβό του Kampen), που αποτυπώνουν την καθημερινότητα των Ολλανδών στις αρχές του 17ου αιώνα.
Η πρώτη με τον τίτλο Winter Scene with Skaters near a Castle (Χειμωνιάτικη σκηνή με πατινέρς κοντά σε κάστρο) ζωγραφίστηκε μεταξύ 1608-1609.
Μια πολύβουη συγκέντρωση με ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα που κινούνται για τις δουλειές τους ή διασκεδάζουν. Ζευγάρια πιασμένα από το χέρι, φίλοι που περπατούν συζητώντας, παιδιά και νέοι που κάνουν πατινάζ, καλημερίσματα και χαιρετούρες, ένας χωρικός που βγάζει το καπέλο του μπροστά σε μια μασκοφορεμένη γόησσα και τον συνοδό της, παιχνίδια με τις χιονόμπαλες, κάποιοι που με χορευτικές κινήσεις προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία τους πάνω στο στρωμένο χιόνι και άλλοι που δεν τα καταφέρνουν και ετοιμάζονται να προσγειωθούν στο έδαφος. Όλοι ντυμένοι ζεστά, άλλοι με φραμπαλάδες και άλλοι με τα απλά ρούχα του χωρικού. Πιο χαρακτηριστικό το έλκηθρο, στολισμένο με λιοντάρια, που το σέρνει ένα καταστόλιστο άλογο.


A Scene on the Ice near a Town (Σκηνή στον πάγο κοντά σε πόλη) είναι ο τίτλος της δεύτερης σκηνής, ζωγραφισμένης το 1615. Μια πλωτή οδός, παγωμένη από το χιόνι, άλλους τους δυσκολεύει και σε άλλους δίνει την ευκαιρία να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι, το kolf, ένα πρώιμο είδος γκολφ. Συζητήσεις, αγναντέματα, κουβαλήματα, παραπατήματα, χαιρετισμοί και χαμόγελα εμφανίζονται κι εδώ. Άσπρα, μαύρα, ροζ και κόκκινα χρώματα, με λίγες κίτρινες και πράσινες πινελιές, κυριαρχούν και σ’ αυτόν όπως και στον προηγούμενο πίνακα.


Και οι δύο πίνακες φυλάσσονται στη National Gallery του Λονδίνου.

Πηγές για τις εικόνες: