Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Ανάμεσα στην ποίηση και στην πολιτική: John Cab Hobhouse

 

Ο John Cab Hobhouse, αργότερα 1ος Βαρόνος του Broughton, γεννήθηκε το 1786 κοντά στο Bristol και δύο είναι τα σημαντικότερα πράγματα που γνωρίζουμε γι’ αυτόν.

Το πρώτο είναι ότι ήταν σύντροφος του Lord Bayron, μαζί με τον οποίο ταξίδεψε στην Ισπανία, στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Στη Αθήνα έφτασαν τα Χριστούγεννα του 1809 κι ενώ είχε προηγηθεί η επίσκεψή τους στην αυλή του Αλή Πασά στην Ήπειρο, στο Μεσολόγγι και στους Δελφούς. Ο Hobhouse αγαπούσε τα αρχαία μνημεία, γι’ αυτό και γοητεύτηκε από τα ίχνη του αρχαίου κόσμου που ανακάλυψε στην κατά τα άλλα ρημαγμένη Αθήνα, αλλά περιφρονούσε τους Έλληνες. Ο Bayron μετά βίας άντεχε την αερολογία και την ανούσια αρχαιοπληξία του Hobhouse, που και τα δύο τα σατίρισε στο ποίημά του με τίτλο My boy Hobby O! Ειρωνευόταν μάλιστα τη συνήθειά του να κρατάει ημερολόγιο, ειρωνεία που ευτυχώς δεν επηρέασε τον νεαρό Άγγλο, αφού εκείνος συνέχισε τις καταγραφές παραδίδοντάς μας μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για συμβάντα και πρόσωπα της εποχής.

Όταν ο Hobhouse επέστρεψε στην Αγγλία, αποφάσισε να πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του αριστοκράτη σωτήρα της πατρίδας του και αναμείχθηκε με την πολιτική. Το 1820 εισήλθε στο Κοινοβούλιο ως εκπρόσωπος του Westminster και από το 1830 και μετά, όταν στην εξουσία εκλέχτηκαν οι Whigs, ανέλαβε διάφορα υψηλά καθήκοντα. Μεταξύ των άλλων, έγινε μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και δραστηριοποιήθηκε για την υποστήριξη του ελληνικού αγώνα. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Η ανάμιξή του στην πολιτική σχετίζεται με τον δεύτερο σημαντικό λόγο για τον οποίο τον γνωρίζουμε . Το 1826, σε μια αντιπαράθεσή του στη Βουλή των Κοινοτήτων με τον Υπουργό Εξωτερικών George Canning, ο Hobhouse χρησιμοποίησε τη φράση “His Majesty's (Loyal) Opposition” (=η νομιμόφρων αντιπολίτευση της Aυτού Μεγαλειότητας), που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «αξιωματική αντιπολίτευση» και που έκτοτε καθιερώθηκε στο πολιτικό μας λεξιλόγιο.

Η λαμπρή σταδιοδρομία του Hobhouse συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια συνοδευόμενη και από πολλές τιμές. Η μεγαλύτερη, όμως, τιμή τού είχε ήδη αποδοθεί από τον φίλο των νεανικών του χρόνων, τον μεγάλο Ρομαντικό ποιητή Lord Bayron, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι στις 7 Απριλίου 1824. Ο Bayron του αφιέρωσε το 4ο canto από το έργο του Childe Harolds Pilgrimage (Το προσκύνημα του Childe Harold), που κυκλοφόρησε το 1818.

Ο  Hobhouse πέθανε στις 3 Ιουνίου του 1869.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:John_Cam_Hobhouse.jpg


Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Οὐδέν κακόν ἀμιγές κακοῦ: μιλώντας για τους αρχαίους Σκεπτικούς

 

Οδέν κακόν μιγές κακο, έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Αυτή η φράση, που κι εμείς την επαναλαμβάνουμε σήμερα, περιγράφει σε έναν βαθμό τις θεωρίες των Σκεπτικών.

Ως γνωστόν, οι Σκεπτικοί ονομάστηκαν έτσι επειδή ήσαν Σκεπτικιστές. Οι νεότεροι Σκεπτικιστές, από διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας και με διαφορετικά παραγόμενα αποτελέσματα, ισχυρίζονται ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε. Αντιμετωπίζουν, δηλαδή, τον σκεπτικισμό ως ένα θεωρητικό ζήτημα που σχετίζεται κυρίως με την αμφισβήτηση της ύπαρξης του υλικού κόσμου. Οι αρχαίοι Σκεπτικοί, αντίθετα, έβλεπαν τον Σκεπτικισμό στην εφαρμοσμένη του ηθική διάσταση και τον συνέδεαν με την επιδίωξη για καλή ζωή. Γι’ αυτούς, λοιπόν, ο Σκεπτικισμός ήταν τρόπος βίου.

Σύμφωνα με την άποψή τους, οι άνθρωποι δεν ευτυχούν επειδή ανησυχούν για όσα είναι ενδεχόμενο να συμβούν. Μήπως οι στόχοι μας είναι εσφαλμένοι; Μήπως είναι ανέφικτοι; Μήπως χάσουμε όσα επιθυμούμε; Μήπως χάσουμε κι αυτά που έχουμε; Όλες αυτές οι σκέψεις και οι έγνοιες μας επιβαρύνουν τόσο πολύ που μας κάνουν να υποφέρουμε. Πώς θα απαλλαγούμε από τη θλίψη; Απλούστατα, απέχοντας (ποχή είναι η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σκεπτικοί) πλήρως από τις κρίσεις. Αφού κανένας δεν ξέρει αν στο μέλλον θα προκύψει κάτι καλό ή κάτι κακό, αφού ένα κακό μπορεί να αποδειχθεί καλό, και το αντίθετο, γιατί να ανησυχούμε; Με απλά λόγια, οι αρχαίοι Σκεπτικοί ούτε αποδέχονται ούτε αρνούνται, αλλά παραμένουν σιωπηλοί, σε θέση αναμονής, χωρίς να παίρνουν θέση. Οδηγούνται έτσι σε αυτό που  ονόμαζαν «αταραξία».

Ο σημαντικότερος ανάμεσα στους Σκεπτικούς, ο Πύρρων, επιβάτης σε ένα πλοίο που παραλίγο να το καταπιεί η φουρτουνιασμένη θάλασσα, ενώ όλοι οι άλλοι ήσαν τρομοκρατημένοι, τους έδειξε ένα γουρούνι που έτρωγε αμέριμνο πάνω στο κατάστρωμα και ισχυρίστηκε ότι έτσι έπρεπε να συμπεριφέρονται και οι άνθρωποι. Τρόμαξε λιγάκι μόνον όταν ένα αγριόσκυλο τον δάγκωσε άγρια, αλλά δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι είναι αδύνατο ένας άνθρωπος να αποβάλει καθετί ανθρώπινο.  

Διατηρώ το δικαίωμα του Σκεπτικισμού αναφορικά με το εάν ο αρχαίος Σκεπτικισμός μπορεί πράγματι να σώσει τον άνθρωπο από τη δυστυχία. Το βέβαιο είναι ότι Πύρρων πέθαινε στα 90 του χρόνια! Είναι άραγε αυτό μια ένδειξη;

 

Πηγή για την εικόνα:

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/a/aa/Pyrrho_in_Thomas_Stanley_History_of_Philosophy.jpg


Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Το τρίλημμα του Münchhausen

 

Μία από τις πολλές εξωφρενικές ιστορίες που διηγήθηκε ο Münchhausen είναι εκείνη στην οποία ο επινοητικός βαρόνος σώζεται από ένα τέλμα, όπου έχει πέσει μαζί με το άλογό του, τραβώντας τον εαυτό του από τα μαλλιά.

Το όνομα του περίφημου βαρόνου έδωσε ο Γερμανός φιλόσοφος Hans Albert σε ένα τρίλημμα που αλλιώς είναι γνωστό ως «τρίλημμα του Αγρίππα» και συνδέεται με τους λογικά δυνατούς τρόπους δικαιολόγησης/τεκμηρίωσης των πεποιθήσεών μας. Θα θυμάστε, εξάλλου, από προηγούμενη ανάρτηση ότι η δικαιολόγηση είναι μία από τις αναγκαίες συνθήκες της γνώσης. Από τον Πλάτωνα κιόλας ο ορισμός της γνώσης είναι ο εξής: ληθής δόξα μετά λόγου.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να δικαιολογήσουμε τις πεποιθήσεις μας; Υπάρχουν, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, τρεις δυνατότητες. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει και μια τέταρτη: η παρατήρηση, η οποία, όμως, έπαψε να απασχολεί τη φιλοσοφία μετά την κατάρρευση του λογικού θετικισμού. Οι τρεις αυτές δυνατότητες προϋποθέτουν δικαιολόγηση των προτάσεων με βάση άλλες προτάσεις και όχι με βάση γεγονότα, επειδή αυτά ανήκουν στην πραγματικότητα και όχι στο οντολογικό επίπεδο των προτάσεων.

Η πρώτη δυνατότητα είναι να δικαιολογούμε κάθε λόγο αναζητώντας έναν νέο λόγο, «αναδρομή στο άπειρο» δημιουργώντας ένα επιχείρημα το οποίο ονομάζεται «παλινδρομικό» (regressive argument). Η μορφή του είναι: μια πρόταση Α μπορεί να στηριχτεί σε μια πρόταση Β, η οποία να στηριχτεί σε μια Γ, η οποία σε μια Δ ... επ' άπειρον (ad infinitum).

Η δεύτερη είναι, δικαιολογώντας, να οδηγηθούμε κάποια στιγμή στον λόγο από τον οποίο ξεκινήσαμε, επιχειρηματολογώντας όπως λέμε «κυκλικά» (circular argument). Η μορφή αυτού του επιχειρήματος είναι: μια πρόταση Α να στηριχτεί σε μια πρόταση Β η οποία με τη σειρά της να στηριχτεί σε μια πρόταση Γ η οποία να στηριχτεί πάλι στην πρόταση Α.

Η τρίτη είναι, κάποια στιγμή, αναζητώντας λόγους, να φτάσουμε σε έναν τελευταίο λόγο τον οποίο δεν δικαιολογούμε, οδηγούμενοι συνεπώς στον δογματισμό (dogmatic argument). Η μορφή του επιχειρήματος είναι: η πρόταση Α ισχύει επειδή ισχύει η πρόταση Β, η οποία ισχύει επειδή ισχύει η πρόταση Γ κ.λπ. μέχρι να φτάσουμε σε μια πρόταση Ν η οποία ισχύει επειδή έχει τεθεί αξιωματικά.

Στο τρίλημμα του Münchhausen οι δύο πρώτες περιπτώσεις δεν μοιάζουν ικανοποιητικές. Περισσότερες εφαρμογές έχει το δογματικό επιχείρημα, παρότι πρέπει να ομολογήσουμε ότι η επίκληση της αυθεντίας ή της κοινής αίσθησης, περιορίζει την αξίωση για επαρκή τεκμηρίωση.

Καταλήγουμε, επομένως, ότι και οι τρεις δυνατότητες δεν μας λύνουν το πρόβλημα της δικαιολόγησης. Συνεπώς, η έννοια της γνώσης παραμένει ασαφής.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://en.wikipedia.org/wiki/M%C3%BCnchhausen_trilemma#/media/File:Muenchhausen_Herrfurth_7_500x789.jpg


Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Ζωγραφίζοντας τον Père Tanguy

 

O Julien Tanguy, πιο γνωστός με το χαϊδευτικό Père Tanguy, ήταν έμπορος τέχνης, σοσιαλιστής και μέγας χορηγός των ιμπρεσιονιστών. Από το μαγαζί του με είδη ζωγραφικής στην οδό Clauzel αγόραζαν -συνήθως με πίστωση- οι μονίμως άφραγκοι επαναστάτες ζωγράφοι τα υλικά για έργα τους. Και στη δική του μικρή gallery, δίπλα από το μαγαζί, εξέθεταν τους πίνακές τους, έχοντας μάλιστα την ευκαιρία να γνωρίσουν και να συναναστραφούν ο ένας τον άλλον.

Το 1886 ο Vincent Van Gogh, αφήνοντας οριστικά πίσω του τη Brabant, καταφθάνει στο Παρίσι για να ζήσει μαζί με τον αδελφό του Theo. Και φυσικά γνωρίζεται με τον Père Tanguy, ο οποίος κατά τη συνήθειά του υποστηρίζει τον νεαρό ζωγράφο. Ο ντροπαλός και συγκρατημένος Van Gogh, από ευγνωμοσύνη, ζωγραφίζει τρεις φορές τον Père Tanguy.

Την πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1887, ζωγραφισμένος σε αποχρώσεις του καφέ, ο Père Tanguy μοιάζει περισσότερο με εργάτη. Το έργο βρίσκεται σήμερα στην Κοπεγχάγη, στη Ny Carlsberg Glyptotek.

Στον δεύτερο πίνακα, που σήμερα βρίσκεται στο Παρίσι, στο Musée Rodin, ο Van Gogh δοκιμάζει πιο ζωηρά χρώματα και τοποθετεί το μοντέλο του, στιβαρό και μνημειώδες, σε ένα πολύπλοκο φόντο διακοσμημένο με γιαπωνέζικες στάμπες.

Ο τρίτος πίνακας είναι κι αυτός πολύχρωμος και με τις ίδιες γιαπωνέζικες στάμπες στο φόντο και σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του Σταύρου Νιάρχου.

Έτσι, ο Père Tanguy, αυτός ο αρχιερέας του μοντερνισμού, έμεινε για πάντα στην ιστορία.

 

Πηγές για τις εικόνες:

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/f/f5/Van_Gogh_-_Bildnis_P%C3%A8re_Tanguy.jpeg

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Van_Gogh_-_Portrait_of_Pere_Tanguy_1887-8.JPG

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Van_Gogh_-_Bildnis_P%C3%A8re_Tanguy1.jpeg


Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος για τον Michelangelo

 

Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, περισσότερο γνωστός ως El Greco (=Ο Έλληνας), έφτασε στη Ρώμη το 1570. Ήταν 29 ετών και τα προηγούμενα 3 χρόνια ζούσε στη Βενετία, έχοντας εγκαταλείψει την πατρίδα του, τον βενετοκρατούμενο Χάνδακα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική.

Ο Michelangelo είχε πεθάνει έξι χρόνια νωρίτερα, ωστόσο η φήμη του δεν είχε καθόλου υποχωρήσει. Εθεωρείτο, όπως και όταν ήταν ζωντανός, ο αδιαμφισβήτητος δάσκαλος, ο ασυναγώνιστος καλλιτέχνης. Μ’ αυτόν, αλλά και με έναν σωρό άλλους εν ζωή καλλιτέχνες, με σπουδαιότερο ανάμεσά τους τον ηλικιωμένο πια Tiziano, έπρεπε να συναγωνιστεί ο νεαρός Κρητικός.

Κι εκείνος ζήτησε (από αυθάδεια; από απόγνωση;) από τον Πάπα Pius V να του επιτρέψει να «εισβάλει» στην Capella Sistina και –ναι!- να ζωγραφίσει πάνω από τη Δευτέρα Παρουσία του Michelangelo, καλύπτοντας έτσι και τα γυμνά που τόσο σοκάριζαν εκείνη την εποχή. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι η ικανότητά του στη ζωγραφική δεν υπολειπόταν σε σχέση με την ικανότητα του Michelangelo και, επίσης, ότι το έργο του θα ήταν απολύτως συμμορφωμένο με το αυστηρό πνεύμα της Αντιμεταρρύθμισης που τότε επικρατούσε.

Όπως ήταν φυσικό, ο Πάπας απέρριψε την πρόταση του Θεοτοκόπουλου. Αλλά και άλλα σπουδαία πρόσωπα αντέδρασαν εντονότατα. Η πόλη δεν σήκωνε πια τον νεαρό ζωγράφο, ο οποίος ίσως γι’ αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρώμη και να αναζητήσει καινούρια πατρίδα στην Ισπανία.

Δύο ακόμα πράγματα είναι ενδιαφέροντα. 

Το πρώτο είναι ότι ο Θεοτοκόπουλος έδειξε και με άλλους τρόπους ότι δεν εκτιμούσε τη ζωγραφική του Michelangelo, αφού, όταν του ζητήθηκε να εκφέρει κρίση για το έργο του, εκείνος απάντησε ότι ο Michelangelo ήταν ένας καλός άνθρωπος που όμως δεν ήξερε να ζωγραφίζει. 

Το δεύτερο, απολύτως αντιφατικό, είναι ότι, στο έργο του με τίτλο Η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, το οποίο βρίσκεται σήμερα στη Μινεάπολη, στο Institute of Art, ο Θεοτοκόπουλος επικόλλησε, στο δεξί κάτω μέρος, έναν χωριστό μουσαμά πάνω στον οποίο είχε ζωγραφίσει τις μορφές των δασκάλων του: του Tiziano, του Michelangelo (μάλιστα, του Michelangelo!), του Giulio Clovio και του Raphael. Γιατί το έκανε αυτό; Πιθανότατα θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στην τέχνη τους!  


Πηγή για την εικόνα:

https://en.wikipedia.org/wiki/Christ_Driving_the_Money_Changers_from_the_Temple_(El_Greco,_Minneapolis)#/media/File:El_Greco_(Domenikos_Theotokopoulos)_-_Christ_Driving_the_Money_Changers_from_the_Temple_-_Google_Art_Project.jpg