Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Αριστοτέλης: αρεταϊκή ηθική


Η μελέτη του Αριστοτέλη ως ηθικού φιλοσόφου επανέκαμψε όταν, πριν από 60 χρόνια, η Elizabeth Anscombe έγραψε ένα άρθρο στο οποίο διαπίστωνε τη χρεωκοπία της νεότερης ηθικής φιλοσοφίας και πρότεινε, αντί να σκεφτόμαστε επί τη βάσει εννοιών όπως υποχρέωση, καθήκον κ.λπ. (με άλλα λόγια, επί τη βάσει γενικών κανόνων), να επιστρέψουμε στην έννοια των αρετών και, άρα, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον Αριστοτέλη. Αυτήν την πρώτη υπόδειξη της Anscombe την ακολούθησε μεγάλος αριθμός από μελέτες και άρθρα που κατάφεραν να επαναφέρουν στο προσκήνιο (προσαρμοσμένη, τροποποιημένη, παραμορφωμένη) την αριστοτελική ηθική και να την αναγνωρίσουν ως μία από τις πιο σημαντικές ηθικές θεωρίες, μαζί με τον ωφελιμισμό και τη δεοντολογία, και ίσως την πιο επιδραστική από τις τρεις.
Κεντρική αναφορά του Αριστοτέλη είναι η πράξη (τ δ’ ληθς ν τος πρακτικος κ τν ργων κα το βίου κρίνεται), η οποία είναι ο προνομιακός τόπος της ηθικής. Η πράξη είναι το τελικό ζητούμενο στον χώρο της πρακτικής αλήθειας, αποτελεί το μόνο βέβαιο κριτήριο της ηθικής ποιότητας του υποκειμένου και, όπως ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης αντιτιθέμενος μάλιστα στον κοινό τόπο, προηγείται χρονικά και κυρίως αξιολογικά. Γιατί προηγείται; Διότι έχει η ίδια τον σκοπό μέσα της, την επιλέγουμε γι’ αυτήν την ίδια (τελειότερον δ λέγομεν τ καθ’ ατ διωκτν το δι’ τερον) και, επομένως, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε κάποιο εξωτερικό στοιχείο το οποίο θα εγγυηθεί την αξία της. Ποια σημασία έχει αυτή η προτεραιότητα της πράξης; Μα, είναι ίδιον της ανθρώπινης συνθήκης και μάλιστα αυτονομεί την κάθε συγκεκριμένη και ειδική περίπτωση (ο πράττων έχει την ευθύνη της κάθε πράξης του. η αξία της ανθρώπινης ζωής εξαρτάται από τις δραστηριότητες που κάνω και πραγματώνεται δια των πράξεών μου. η ηθική μου ταυτότητα εξαρτάται από τη δική μου θέληση και ικανότητα, δεν μου αποδίδεται από κάποιο υπερ-ανθρώπινο, αιώνιο ον). Οι ηθικές πράξεις είναι ατομικές και κρίνονται αποκλειστικά εντός των συγκεκριμένων περιστάσεων στις οποίες εμφανίζονται. είναι, με την ορολογία του Αριστοτέλη, καθ’ καστα. Ας μην ξεχνάμε: μιλάμε για την ηθική και αναζητούμε αυτό που –ακριβώς- δίνει αξία στην ανθρώπινη συνθήκη, δηλαδή στη ζωή του ανθρώπου και του πολίτη. Σκεφτείτε. Ποια άλλη επιλογή έχουμε; Στη θέση της πράξης να βάλουμε ένα πεδίο γενικών αρχών ή εντολών, οι οποίες στη συνέχεια θα αποτελέσουν το κριτήριο αναφοράς που θα μετρήσει την ηθική ορθότητα μιας συγκεκριμένης πράξης. Άλλη επιλογή είναι να αποφασίσουμε την ηθική ορθότητα μιας συγκεκριμένης πράξης με μέτρο τις συνέπειές της, την ωφέλεια ή τον πόνο που θα προκαλέσει στους περισσότερους ανθρώπους, χωρίς όμως να έχουμε εξασφαλίσει αμεροληψία ως προς το τι συνιστά συμφέρον για τον καθένα. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η τελευταία είναι μια επιλογή που δεν παραγνωρίζεται από τον Αριστοτέλη, εφόσον το αγαθό και το ωφέλιμο στη σκέψη του επικαλύπτονται. Ο Αριστοτέλης δεν διεξάγει, όπως είπα, μια θεωρητική συζήτηση προσπαθώντας να ορίσει τι είναι η ευδαιμονία, αλλά αναζητεί μια μέθοδο που μπορεί να αλλάξει τις γνώμες, τα νδοξα των ανθρώπων, οι οποίοι, όντας ώριμα ανθρώπινα υποκείμενα και ζώντας σε πολιτική κοινωνία, πράττουν.


Βεβαίως, η πράξη προϋποθέτει αρετή. Και η αρετή εκδηλώνεται μέσω της καθ’ ξιν δραστηριότητας (είναι θιστ). εκδηλώνεται, δηλαδή, ως ηθική συμπεριφορά (το πράττον υποκείμενο έχει την τάση να πράττει κατ’ επανάληψιν με συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο τρόπο). Μην τρομάζετε. Δεν είστε εγκλωβισμένοι στις ηθικές σας συνήθειες. Ούτε να χαίρεστε. Δεν μπορείτε να φορτώσετε σ’ αυτές την ηθική σας ανευθυνότητα. Η αρετή γίνεται μόνιμο  και σταθερό χαρακτηριστικό, αλλά δεν είναι κάτι κεκτημένο. απαιτεί πράξη, δηλαδή ενέργεια. Συγχρόνως, προϋποθέτει έναν τόπο εκδήλωσης, και αυτός είναι ο τόπος της πολιτικής (ο άλλος είναι ο θεωρητικός βίος). Από τον Αριστοτέλη, ο τόπος της πολιτικής αντιδιαστέλλεται και εξαίρεται σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, δηλαδή με τον τόπο της επιστήμης και με τον τόπο της τέχνης/τεχνικής. Πώς εξηγείται αυτή η υπεροχή της πολιτικής; Εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή είναι «αρχιτεκτονική» επιστήμη, είναι δηλαδή εκείνη που αποφασίζει και νομοθετεί το είδος και την έκταση των άλλων, υπηρετικών, δραστηριοτήτων που χρειαζόμαστε (χρωμένης δ ταύτης τας λοιπας [πρακτικας] τν πιστημν, τι δ νομοθετούσης τί δε πράττειν κα τίνων πέχεσθαι) προκειμένου να κατακτήσουμε το ύψιστο, το τέλειο, πρακτικό αγαθό: την ευδαιμονία.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, στον Αριστοτέλη, τα πεδία της ηθικής και της πολιτικής τέμνονται. Η ευδαιμονία, που αποτελεί κεντρική επιδίωξη του πραξεολογικού χώρου (στν εδαιμονία τν τιμίων κα τελείων), εξειδικεύεται ως ατομική και συλλογική ευδαιμονία. Τα πράττοντα υποκείμενα χρειάζονται την εμπειρία μιας ηθικής/πολιτικής κοινότητας, εντός της οποίας αναδύεται η δυνατότητα του ηθικού πράττειν. Το περίεργο είναι ότι ο Αριστοτέλης, παρότι τονίζει την αξία της πολιτικής κοινότητας για τη σύσταση και την ερμηνεία του ηθικού φαινομένου, καταλήγει συγχρόνως στην υπέρβαση της συνθήκης του πολιτικού βίου και σε αναγωγή στον μη-πολιτικό θεωρητικό βίο, στο είδος βίου που ο ίδιος ορθά ονομάζει ξενικόν.

Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας


Ποια είναι η σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία, τη μυθιστοριογραφία ειδικότερα; Η άποψή μου είναι –το λέω προκαταβολικά- πως τα δύο πεδία βρίσκονται σε στενή και θεμιτή συνάφεια (εντάσσονται σε ένα κοινό γένος) και να γιατί.
Πρώτα-πρώτα υπάρχει η πραγματικότητα. Παρακάμπτω το φιλοσοφικώς άλυτο πρόβλημα για το τι είναι η πραγματικότητα και εάν είναι μία, αποδεχόμενη ότι, πάντως, υπάρχουν πολλές όψεις της και κατά συνέπεια είμαστε εμείς που την κατασκευάζουμε. Πώς την κατασκευάζουμε; Σχηματικά μιλώντας, θα έλεγα ότι την κατασκευάζουμε είτε με τρόπο «ιστορικό» είτε με τρόπο «λογοτεχνικό». Στην αφήγηση της ιστοριογραφίας (της παραδοσιακής, τουλάχιστον)  βλέπουμε να σχηματίζεται μια ατέλειωτη σειρά αναλώσιμων ανθρώπινων υπάρξεων που αποτελούν μέρη ενός συνόλου, μιας ιστορικής διαδικασίας. Αντίθετα, το μυθιστόρημα, στην αφήγησή του, μπορεί να απομονώσει ένα και μοναδικό άτομο, να φωτίσει τη βιογραφία του, τις απόψεις του, τα συναισθήματά του και να μετατρέψει τον ήρωα ή την ηρωίδα του σε κέντρο των πάντων, σε κέντρο της ιστορίας -υπό τη διπλή της σημασία (story και Ιστορία). Με άλλα λόγια, ο τρόπος της ιστορίας είναι μακροσκοπικός, ενώ της μυθιστοριογραφίας μικροσκοπικός. Ή, αλλιώς, τα ιστορικά γεγονότα μετασχηματίζονται σε λογοτεχνικά παραδείγματα και οι ιστορικοί θα ανατρέχουν πάντοτε –ας πούμε- στον Erich Maria Remarque ή στον Louis-Ferdinand Céline για να αντιληφθούν τι σήμαινε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος για τα εκατομμύρια ανθρώπων που τον έζησαν.


Η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία ως είδη γραφής μοιράζονται, κατά τη γνώμη μου, τα ίδια «γλωσσικά και αφηγηματικά πρωτόκολλα». Ακόμα και η παραδοσιακή ιστοριογραφία, η οποία προσπάθησε να αναχθεί σε μια συνθήκη αντικειμενικότητας και κυριολεξίας, χρησιμοποίησε στις καλύτερες στιγμές της αφηγηματικές τεχνικές και ρητορικούς τρόπους που δανείστηκε από την αναδυόμενη λογοτεχνία του ρεαλισμού του 19ου αιώνα. Με απλά λόγια, η αφηγηματικότητα είναι κρίσιμη στην αναπαράσταση πραγματικών συμβάντων (είναι ο τρόπος που επιτρέπει στα γεγονότα να μιλούν από μόνα τους), και μάλιστα κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τεχνικό ζήτημα αλλά ζήτημα ουσίας.
Επιπλέον, οι λογοτέχνες βρίσκουν από την ιστορία έτοιμους χαρακτήρες, τους οποίους μετά μένει να τους συστήσουν στους χαρακτήρες που οι ίδιοι μυθιστορηματικά δημιουργούν. Βρίσκουν, επίσης, από την ιστορία έτοιμα σχέδια, ένα έτοιμο υπόβαθρο που το ανακατασκευάζουν επιδέξια για να εντάξουν πραγματικά πρόσωπα και πλάσματα της φαντασίας τους, εξασφαλίζοντας έτσι ρεαλισμό και ταυτόχρονα προστασία στη μυθιστορηματική τους σύνθεση.
Η ιστορία ανήκει de facto στο πεδίο της αφήγησης. Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν μπορούν να αφηγηθούν όποια ιστορία θέλουν. Μπορούν άραγε να το κάνουν αυτό οι μυθιστοριογράφοι; Οι πιο αδύναμοι ναι. Όμως, οι πιο ικανοί και όσοι νοιάζονται για την αλήθεια αφηγούνται την «πραγματική πραγματικότητα», μόνο που την παρουσιάζουν πιο συγκεκριμένα και πιο δραματικά, συστηματικά πειραματιζόμενοι με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού λόγου.
Και κάτι τελευταίο, απολύτως καίριο: το ιστορικό γεγονός κατά το σχήμα του παραμένει αυτούσιο, όμως ο συγγραφέας, κρατώντας το αντικειμενικό του περιεχόμενο, το καθιστά ταυτόχρονα μέρος της προσωπικής του ιστορίας. Και κάθε προσωπική ιστορία, είτε γράφεται με τον τρόπο της ιστορίας είτε γράφεται με τον τρόπο της λογοτεχνίας, είναι ιστορία μυθική και, άρα, μπορούμε να την αφηγηθούμε μόνο με λογοτεχνικά υλικά.
Εν τέλει, κανένα από τα δύο πεδία δεν προηγείται ή έπεται αξιολογικά, κανένα δεν αξιώνει την αποκλειστικότητα της αλήθειας, αλλά τα δύο πεδία διαλέγονται και αλληλοσυμπληρώνονται και εμπλουτίζουν τη δική μας αντίληψη για την πραγματικότητα –εφόσον κάτι τέτοιο υπάρχει.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος;


Στη θεωρία των παιγνίων, της οποίας αντικείμενο είναι η ανάλυση των αποφάσεων σε καταστάσεις στρατηγικής αλληλεξάρτησης, είναι πολύ γνωστή η λεγόμενη πλάνη μηδενικού αθροίσματος (zero-sum fallacy), σύμφωνα με την οποία μπορούμε να προβλέψουμε τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ενεργούν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, μπορούμε να προβλέψουμε τη στρατηγική τους σε ένα παίγνιο δύο παικτών, δεδομένου ότι θεωρούν πως το κέρδος κάποιου πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην ίσο με τη ζημιά κάποιου άλλου: τα δύο αυτά έχουν σταθερό άθροισμα και, άρα, ισορροπούν στο μηδέν (+1 + -1 =0). Ο John von Neumann, ο εμπνευστής της θεωρίας των παιγνίων, περιγράφει μάλιστα τη μέθοδο για την εύρεση σταθερών λύσεων σε παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος δύο παικτών.


Αυτή η πλάνη συνεπάγεται ότι, όταν κάποιος λαμβάνει μια απόφαση ή τελεί μία δραστηριότητα, θα υπάρχει οπωσδήποτε νικητής και νικημένος και καμία πιθανότητα η απόφαση να καταλήξει σε κατάσταση win-win ή ακόμα και lose-lose. Γιατί; Διότι οι πόροι είναι πεπερασμένοι και δεν γίνεται να αυξηθούν. Πρόκειται, δηλαδή, στην ουσία για παιχνίδι σταθερού αθροίσματος. Το πόκερ και το σκάκι είναι χαρακτηριστικά παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος: πάντοτε ο ένας κερδίζει, ενώ ο άλλος χάνει. Η μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας βασίζεται στις αρχές του παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος: ό,τι κερδίζει το αφεντικό από την αξία της εργασίας του εργάτη, το χάνει ο ίδιος ο εργάτης. Το πλεόνασμα (η υπεραξία) ανήκει στο αφεντικό (ως μέλος μιας τάξης), ενώ ο εργάτης (μέλος κι αυτός μιας άλλης τάξης) λαμβάνει τόσα όσα χρειάζονται για να αναπαράγει την εργατική του δύναμη. Το επιχείρημα αυτό είναι ακόμα ισχυρό στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Το ερώτημα είναι εάν αυτό το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος έχει αναγκαστική ισχύ στην πολιτική, στην οικονομία και στην οργάνωση της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, είναι ανάγκη να δεχτούμε ότι, στην  κοινωνία, η επιτυχία του ενός συνδέεται και προκαλεί την αποτυχία του άλλου; Είναι άραγε οι πόροι τόσο περιορισμένοι; Δεν μπορούν να αυξηθούν; Και γιατί να δούμε την κοινωνία ως ένα περιβάλλον αποκλειστικά ανταγωνιστικό και όχι εν μέρει και συνεργατικό; Δεν μπορούν να υπάρξουν συναινετικές συμφωνίες με ευεργετήματα και για τις δύο πλευρές; Επίσης, αποκλείεται η ωφέλεια κάποιου να συνεισφέρει στην ευμάρεια και κάποιου άλλου, όπως είναι η άποψη των εκπροσώπων του κλασικού φιλελευθερισμού;
Μια συνθήκη παιγνίου μηδενικού αθροίσματος προβάλλει ως κεντρικό το αίσθημα της κοινωνικής μνησικακίας: η επιτυχία του άλλου ευθύνεται για τη δική μου αποτυχία. Πρέπει, λοιπόν, να αντιδράσω. Η ευκαιρία να πλησιάσουμε τον άλλον απομακρύνεται. Και η κοινωνία γίνεται χειρότερη και από τη φυλακή, όπου ακόμα και οι φυλακισμένοι είναι ενδεχόμενο να συνεργαστούν εάν πρόκειται να ωφεληθούν και οι δύο.   

Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Pietas


Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, λέει ο Βιργίλιος, κάποιοι λίγοι Τρώες έκαναν συμφωνία με τους πολιορκητές Έλληνες ότι θα γίνονταν δεκτοί ως υπόσπονδοι, θα τους επιτρεπόταν δηλαδή να αποχωρήσουν από την πόλη ανενόχλητοι παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολύτιμο μπορούσαν να σηκώσουν. Ο αρχηγός τους ο Αινείας διάλεξε το πιο πολύτιμο γι’ αυτόν αγαθό: φόρτωσε στην πλάτη του τον γέροντα πατέρα του, τον Αγχίση, και απομακρύνθηκε από την πόλη. Οι Έλληνες θαύμασαν και του επέτρεψαν να πάρει ό,τι άλλο ακόμα ήθελε, κι εκείνος, τη δεύτερη φορά, ξεδιάλεξε τα ξόανα των θεών και τα οικογενειακά κειμήλια. Ακόμα πιο εντυπωσιασμένοι οι Έλληνες, του πρότειναν να του εκχωρήσουν όποιο μέρος γης του άρεσε και του υποσχέθηκαν ότι εκεί θα ζούσε για πάντα ασφαλής. Εκείνος αρνήθηκε και ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι αναζήτησης νέας πατρίδας, ταξίδι που τον έφερε στην Ιταλία, εκεί όπου τα εγγόνια του θεμελίωσαν την πιο θαυμαστή πόλη του κόσμου, τη Ρώμη.

Carle VanlooΟ Αινείας μεταφέρει τον Αγχίση (1737)
Παρίσι, Musée du Louvre

Έκτοτε, πάντως, ο Αινείας χαρακτηρίστηκε με το επίθετο pius (=ευσεβής), απ’ όπου προήλθε το ουσιαστικό pietas, το οποίο σημαίνει όχι μόνον ευσέβεια, αλλά και ορθή συμπεριφορά, καθήκον και αφοσίωση, κυρίως απέναντι στους γονείς (pietas erga parentes), στους συγγενείς, στους προγόνους και απέναντι στην πατρίδα. Η pietas στη συνέχεια προσωποποιήθηκε, έγινε θεά, και περί το 107-108 π.Χ. άρχισε να κοσμεί τα ρωμαϊκά νομίσματα. Συγχρόνως, θεωρήθηκε η εμβληματικότερη αρετή του ρωμαϊκού πολιτισμού. Η pietas εθεωρείτο  από τους Ρωμαίους ως προσωπική αρετή κάποιου και πηγή της ήταν η ευγνωμοσύνη για όσα ευεργετήματα του είχαν δοθεί από τους θεούς.
Αυτή η αρετή επανανακαλύφθηκε πολλούς αιώνες αργότερα και συνδέθηκε με τη συντηρητική πολιτική σκέψη η οποία εμφατικά τονίζει τους δεσμούς που συνέχουν μία στέρεα, από τα κάτω προς τα πάνω οργανωμένη, ανθρώπινη κοινωνία.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Συντηρητισμός: Edmund Burke


Το 1790, ένας Άγγλος πολιτικός ιρλανδικής καταγωγής ονόματι Edmund Burke συντάσσει ένα κείμενο, με τη μορφή επιστολής προς έναν νεαρό Γάλλο αριστοκράτη, που είχε τον τίτλο Reflections on the Revolution in France (Στοχασμοί για τη Γαλλική Επανάσταση). Σε αυτό επιτίθεται με σφοδρότητα στη Γαλλική Επανάσταση, η οποία τότε ήταν στο αποκορύφωμά της. Οι Γάλλοι επαναστάτες, ισχυρίζεται ο Burke, καταστρέφουν τη φυσική τάξη, αδιαφορούν για τη συμμόρφωση με τη φύση και διαλύουν παραδόσεις, ήθη και έθιμα που έως τότε κατάφερναν να διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Θεωρούν ως δικαίωμά τους να εξαφανίσουν όσα τους έχουν παραδοθεί: σχολεία, εκκλησίες, νοσοκομεία, ό,τι είχε θεμελιωθεί από τις προηγούμενες γενιές και επρόκειτο και αυτοί με τη σειρά τους να παραδώσουν στις επόμενες.


Είναι ενδιαφέρον ότι ο ίδιος άνθρωπος, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, βρέθηκε αντιμέτωπος με ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό της Αγγλίας, όταν μόνος αυτός υποστήριξε την Αμερικανική Επανάσταση. Εξίσου θετικός ήταν ο Burke και απέναντι σε μία ακόμα επανάσταση, στην Ένδοξη Αγγλική Επανάσταση του 1688. Πρόκειται για φαινομενική μόνον αντίφαση, καθώς, αντίθετα με τη Γαλλική Επανάσταση, στην περίπτωση της Αμερικανικής Επανάστασης και της Ένδοξης Αγγλικής Επανάστασης, ο Burke δεν έβλεπε από την πλευρά των επαναστατών τη διάθεση να σαρώσουν τον παλιό κόσμο και τους κοινωνικούς δεσμούς που εκείνος είχε θεμελιώσει.
Ο Burke αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως ένα συνεχές, ως έναν σύνδεσμο ανάμεσα σε νεκρούς, ζώντες και αγέννητους, που δεν στηρίζεται σε ένα νομικό συμβόλαιο αλλά σε κάτι άλλο, πολύ κοντινό στην αγάπη. Η κοινωνία, σύμφωνα με τον  Burke, είναι μια κληρονομιά χάριν της οποίας μαθαίνουμε να περιορίζουμε τις απαιτήσεις μας, να βλέπουμε τον εαυτό μας ως μέρος μιας συνεχούς αλυσίδας δούναι και λαβείν και να αναγνωρίζουμε πως ό,τι καλό κληρονομήσαμε δεν έχουμε δικαίωμα να το καταστρέφουμε. Έχουμε –υποστηρίζει- ένα σύνολο υποχρεώσεων προς εκείνους που μας παρέδωσαν όσα έχουμε και προς όσους θα έρθουν μετά από εμάς.


Η κοινωνία, πίστευε ο Burke, στηρίζεται πάνω σε σχέσεις στοργής και αφοσίωσης, και αυτές μπορούν να χτιστούν μόνο από κάτω προς τα πάνω, με όρους αμοιβαιότητας. Μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στους τόπους εργασίας, στις εκκλησίες, στις ομάδες και στα πανεπιστήμια οι άνθρωποι μαθαίνουν να αλληλεπιδρούν ως ελεύθερα όντα, να γίνονται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και να υπολογίζουν τους άλλους. Όταν η κοινωνία οργανώνεται από τα πάνω ή από μια top down κυβέρνηση μιας επαναστατικής δικτατορίας ή από τις απρόσωπες αποφάσεις μιας σχολαστικής γραφειοκρατίας, τότε η ευθύνη εξαφανίζεται από την πολιτική τάξη και από την κοινωνία. Αντίθετα, η φυσική μας ανάγκη να συμβιώνουμε με τους άλλους δημιουργεί κοινότητα και παραδόσεις, και είναι αυτά που μπορούν να σχηματοποιήσουν την κοινωνία, ενεργώντας ως παράγοντες ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν πρόκειται, λέει ο Burke, για αυθαίρετες συνήθειες, αλλά για μορφές γνώσης που είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας trial-error, σε μια προσπάθεια των ανθρώπων να βρουν τρόπους ώστε να προσαρμοστούν και να συμβιώσουν με τους άλλους.
Με αυτές τις θέσεις, επηρεασμένες και από το κυρίαρχο ρομαντικό πνεύμα της εποχής του, ο Edmund Burke αναδείχθηκε ως ο πατέρας της συντηρητικής σκέψης.

Πηγή για τις εικόνες:

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Γεωπολιτική: Alfred Thayer Mahan


Ο Alfred Thayer Mahan ήταν Αμερικανός ναύαρχος και ιστορικός. Δύο είναι τα σημαντικότερα βιβλία του, χάρη στα οποία κατέκτησε παγκόσμια αναγνώριση και τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη για κάθε γεωπολιτική ανάλυση: The Influence of Sea Power upon History 1660-1783, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1890, και The Influence of Sea Power upon the French Revolution and Empire 1793-1812, το οποίο δημοσιεύθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Πώς εξηγείται, αναρωτιέται ο Mahan, η νίκη των Ρωμαίων επί των Καρχηδονίων κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο; Εξηγείται, απαντάει, λόγω της ναυτικής υπεροχής των Ρωμαίων, η οποία τους επέτρεψε να μεταφέρουν ενισχύσεις από την Ιταλία στην Ισπανία και να απομονώσουν έτσι στην Ιταλία τον ισχυρότατο στρατό του Αννίβα, μεταφέροντας ταυτόχρονα τον πόλεμο στην περιοχή της Καρχηδόνας. Πώς εξηγείται η σπουδαία διεθνής θέση της Βρετανίας κατά τον 19ο αιώνα; Εξηγείται λόγω της θαλάσσιας ισχύος της, η οποία εν τέλει μεταφράζεται σε οικονομική ισχύ, ισχυρίζεται ο Mahan.
Οι απόψεις, λοιπόν, του Mahan, με τη χρήση εμπειρικών παραδειγμάτων θεωρητικοποιούνται και στρέφονται γύρω από την έννοια της θαλάσσιας ισχύος. Αυτήν ο  Mahan θεωρεί ως τον βασικό παράγοντα που κάνει μια χώρα μεγάλη και ισχυρή και αυτή επηρεάζεται από έξι βασικά στοιχεία:
α) τη γεωγραφική θέση: δηλαδή, πόσο κοντά ή μακριά από τις θαλάσσιες διόδους είναι μια χώρα,
β) τη φυσική διαμόρφωση, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο είναι διαμορφωμένη η ακτογραμμή μιας χώρας, καθώς και το πόσο γόνιμο ή μη είναι το έδαφός της,
γ) τη γεωγραφική έκταση, δηλαδή το μήκος της ακτογραμμής μιας χώρας σε συνδυασμό με το μέγεθος του πληθυσμού της,
δ) τον αριθμό του πληθυσμού, ειδικότερα του πληθυσμού που έχει πρόσβαση στη θάλασσα,
ε) τον εθνικό χαρακτήρα, δηλαδή το κατά πόσον σε μια χώρα υπάρχει τάση για εμπορική δραστηριότητα,
στ) τον χαρακτήρα της κυβέρνησης, δηλαδή το κατά πόσον η κυβέρνηση είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη της θαλάσσιας ισχύος της.
Η παγκόσμια ιστορία ερμηνεύεται από τον Mahan ως διαμάχη για τον έλεγχο των θαλασσών. Η θαλάσσια ισχύς μιας χώρας σημαίνει ανάπτυξη ισχυρού στόλου που θα την εξυπηρετήσει εμπορικά σε περίοδο της ειρήνης και πολεμικά σε περίοδο πολέμου, απόκτηση υπερπόντιων βάσεων στρατηγικής σημασίας και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων παγκόσμιας κλίμακας. Η Αμερική, επομένως, υποστηρίζει ο Mahan, εάν επιθυμεί να διαδραματίσει παγκόσμιο ρόλο, δεν έχει παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα της Βρετανίας (για την οποία προέβλεψε ότι η δύναμή της σταδιακά θα υποχωρούσε) και να αξιοποιήσει την πλεονεκτική νησιωτική της θέση, ισχυροποιώντας το ναυτικό της. Στην πράξη, οι απόψεις του Mahan άσκησαν μεγάλη επίδραση και εφαρμόστηκαν με την ανάληψη του ελέγχου από την Αμερική της διώρυγας του Παναμά και την κατάληψη των Φιλιππίνων και της Γκουάμ.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Γεωπολιτική: Nicholas J. Spykman


«Όποιος ελέγχει την «περίμετρο», ελέγχει την Ευρασία. Όποιος ελέγχει την Ευρασία, ελέγχει τα πεπρωμένα του κόσμου»:  απαντάει στον Halford Mackinder ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Nicholas J. Spykman, υιοθετώντας και συγχρόνως τροποποιώντας τη σκέψη του Βρετανού.   


Ο Spykman πιστεύει ότι η σπουδαιότητα που ο Mackinder απέδωσε στην ηπειρωτική ζώνη είναι υπερβολική. Η πραγματική δύναμη, υποστηρίζει, βρίσκεται στην περίμετρο της Ευρασίας, στα περιφερειακά εδάφη, στη λεγόμενη «στεφάνη» (Rimland), η οποία συμπίπτει με το «εσωτερικό τόξο» του Mackinder και περιλαμβάνει τη Δυτική Ευρώπη, την Τουρκία, το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, την Κίνα την Κορέα και την Ανατολική Σιβηρία. Ο κυρίαρχος αυτής της ζώνης είναι αυτός που θα ελέγξει ολόκληρο τον κόσμο, ισχυρίζεται, επειδή αυτός μπορεί να εμποδίσει τη μεγάλη χερσαία δύναμη της Heartland να αποκτήσει πρόσβαση στη θάλασσα.


Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κίνδυνο για την παγκόσμια ισορροπία αποτελούσαν οι Γερμανοί, οι οποίοι προσπάθησαν να ενώσουν την Ευρασία κατακτώντας τη Σοβιετική Ένωση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις δυνάμεις του άξονα, η μεν Γερμανία επεδίωξε την κυριαρχία της Ευρώπης η δε Ιαπωνία την κυριαρχία της Ασίας. Εάν τα κατάφερναν, τότε η Αμερική θα έχανε την ισχύ της, αφού το Δυτικό Ημισφαίριο θα υπέκυπτε στον θανατηφόρο εναγκαλισμό εκ μέρους του Παλαιού Κόσμου. Μετά τον δεύτερο πόλεμο, η απειλή προερχόταν πλέον όχι από την ηττημένη Γερμανία, αλλά από τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Spykman εξέδωσε το βασικό του έργο, με τίτλο Americas Strategy in World Politics (Η αμερικανική στρατηγική στην παγκόσμια πολιτική), το 1942, δηλαδή τη χρονιά κατά την οποία η Αμερική εισήλθε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι απόψεις του Spykman, ο οποίος τονίζει εμφατικά ότι η αμερικανική διοίκηση πρέπει να εμποδίσει την κατάληψη της Rimland από κάποια άλλη δύναμη, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη γεωστρατηγική της Αμερικής. Η αντίληψη του απομονωτισμού (isolationism), που θεωρούσε ότι η περικύκλωσή της από θάλασσα προστατεύει την Αμερική, εγκαταλείφθηκε. Ο Spykman, αντίθετα, πρότεινε τη δημιουργία μιας ζώνης αμυντικών συμμαχιών που θα προστάτευαν την κεντρική ήπειρο. NATO (North Atlantic Treaty Organization), CENTO (Central Treaty Organization ή, αλλιώς, Bagdad Pact) και SEATO (Southern Asia Treaty Organization) είναι οι πρακτικές εφαρμογές αυτής της θέσης.

Πηγή για τις εικόνες:

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Φθινοπωρινή λάμψη


Για τον Οκτώβριο, που κοντεύει να φτάσει στη μέση του, ένα ιμπρεσιονιστικό έργο του Γάλλου ζωγράφου James Tissot με τίτλο October (Οκτώβριος). Ζωγραφίστηκε το 1877 και σήμερα βρίσκεται στο Montreal Museum of Fine Arts.


Τα ζωηρά φθινοπωριάτικα χρώματα των φύλλων είναι το σκηνικό στο οποίο κινείται με χάρη μια νέα γυναίκα, εμφανώς της υψηλής κοινωνίας, ντυμένη με βικτωριανή κομψότητα τελευταίας λέξης σε σκούρα χρώματα. Μια βιάση στο βήμα της, μια ανησυχία στο βλέμμα της που μας καρφώνει. Τα πεσμένα φύλλα κάτω από τα μοδάτα μποτάκια της δείχνουν τον δρόμο για τον χειμώνα.

Πηγή για την εικόνα: