Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Οικονομικές θεωρίες: η καμπύλη Laffer


Το 1974, στο εστιατόριο Two Continents του ξενοδοχείου Washington, δειπνούν ο Jude Wanniski, συντάκτης της Wall Street Journal, οι ρεπουμπλικανοί πολιτικοί Dick Cheney, μετέπειτα Αντιπρόεδρος της Αμερικής, και Donald Rumsfeld, Υπουργός Άμυνας υπό την προεδρία του Gerald Ford, η αναπληρωτής  Γραμματέας Τύπου Grace-Marie Arnett και ο οικονομολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Chicago Arthur Laffer.


Ο Laffer επιχειρηματολογεί εναντίον της φορολογικής πολιτικής του Προέδρου Gerald Ford, εξηγώντας πόσο λανθασμένη είναι η αύξηση της φορολογίας. Σε μια χαρτοπετσέτα σχεδιάζει πολύ πρόχειρα μια καμπύλη η οποία αποδίδει το επιχείρημά του. Πρόκειται για ένα απλό διάγραμμα που στον κάθετο άξονα μετρά το ύψος του φορολογικού συντελεστή και στον οριζόντιο το ύψος των φορολογικών εσόδων. Στην καμπύλη υπάρχουν δύο σημεία τα οποία παραδόξως καταλήγουν στο ίδιο τελικό ύψος των φορολογικών εσόδων: το πρώτο στην αρχή της καμπύλης, όταν ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν οπότε δεν υπάρχουν φορολογικά έσοδα, και το δεύτερο στο τέλος της καμπύλης, όπου, εάν κάποιος προσπαθήσει να επιβάλει πραγματικό φορολογικό συντελεστή 100%, τότε τα φορολογικά έσοδα πάλι μηδενίζονται.
Τι υποστηρίζει ο Laffer; Ότι, αν το κράτος συλλέγει όλα τα έσοδα από μια δραστηριότητα, τότε έσοδα δεν υπάρχουν, επειδή κανείς δεν έχει κίνητρο για εργασία και παραγωγή γνωρίζοντας ότι τον κόπο του θα τον εισπράξει το κράτος. Επομένως, αποδεικνύει ο Laffer, ανάμεσα στο 0 και στο 100 υπάρχει ένας ιδανικός φορολογικός συντελεστής που μεγιστοποιεί τα φορολογικά έσοδα. Στην περίπτωση που ο ισχύων συντελεστής είναι μεγαλύτερος από τον ιδανικό, τότε το κράτος εισπράττει λιγότερα έσοδα από όσα θα μπορούσε. Αν, αντίθετα, είναι μικρότερος, τότε το κράτος μπορεί να τον αυξήσει, ανεξαρτήτως της δημοσιονομικής κατάστασης, έτσι ώστε να προσεγγίσει τον ιδανικό συντελεστή και να μεγιστοποιήσει τα φορολογικά έσοδα.


Πρακτικά, η αύξηση του φορολογικού συντελεστή συνδέεται με μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των φορολογούμενων και, κατά συνέπεια, με μείωση της συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης, μείωση της συνολικής αποταμίευσης και τελικά μείωση των επενδύσεων της χώρας και ύφεση.
Το ενδιαφέρον με την καμπύλη, που συνηθίζουμε να την ονομάζουμε «καμπύλη Laffer» (Laffer curve), είναι ότι δεν μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά. Γιατί; Διότι, πρώτον, δεν υπάρχει καμία τόσο ανόητη κυβέρνηση (ή μήπως υπάρχει;) που θα αύξανε τόσο πολύ τους φορολογικούς συντελεστές ώστε να καταλήξουν σε απώλεια εσόδων και, δεύτερον, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, υπάρχουν άλλοι παράγοντες (μαύρη οικονομία, φοροδιαφυγή κ.λπ.) που θα μείωναν τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή μόλις αυτός ξεπέρναγε κάποια όρια.  
Παρά την κριτική περί υπεραπλούστευσης που έχει ασκηθεί (προϋποθέτει έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή και μια ενιαία προσφορά εργασίας, ενώ τα σύγχρονα δημοσιονομικά συστήματα είναι εξαιρετικά σύνθετα), η καμπύλη Laffer είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα οικονομική θεωρία. Και μπορεί να μην υπάρχει τόσο ανόητη κυβέρνηση (ή μήπως υπάρχει;) που θα αύξανε τόσο πολύ τους φορολογικούς συντελεστές, ώστε να οδηγήσει σε δραματική απώλεια εσόδων, αλλά ιστορικά υπήρξαν κυβερνήσεις που μείωσαν δραστικά τους φορολογικούς συντελεστές, με αποτέλεσμα μεγάλη αύξηση των φορολογικών τους εσόδων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τη δεκαετία του ’80, η κυβέρνηση Ronald Reagan στην Αμερική. Με την ανάληψη της προεδρίας του και σε βάθος επταετίας, ο Reagan μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές από το 70% στο 29%. Τα πέντε πρώτα τρίμηνα η ανάπτυξη εκτινάχθηκε στο 8,5% και κατά τα επόμενα τρία χρόνια σταθεροποιήθηκε στο 3,5%. Τα έσοδα του αμερικανικού προϋπολογισμού διπλασιάστηκαν κατά την περίοδο 1980-1990 (από 517 δισεκατομμύρια δολάρια στο 1 τρισεκατομμύριο δολάρια).
Η γραμμένη στη χαρτοπετσέτα οικονομική θεωρία φαίνεται ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματική από άλλες γραμμένες σε πιο classy υλικά.

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Ο Miguel de Cervantes στη ναυμαχία της Ναυπάκτου


Το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1571, της ημέρας κατά την οποία ο ενωμένος στόλος των χριστιανικών δυνάμεων κατανίκησε τον τουρκικό στον κόλπο της Ναυπάκτου, ο Miguel de Cervantes, που ήταν στο πλήρωμα του πλοίου Marquesa με διοικητή τον Agostino Barbarigo, είχε υψηλό πυρετό εξαιτίας μια γαστρεντερίτιδας η οποία τον ταλαιπωρούσε κάμποσες ημέρες. Δίπλα του, τον γιατροπόρευε ο αδελφός του Rodrigo.
Ο Miguel είχε καταταγεί στο ναυτικό τον Ιούλιο του 1570. Μερικά χρόνια αργότερα ο ήρωάς του, ο Don Quixote, θα έλεγε: «Δύο δρόμοι υπάρχουν που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν για να αποκτήσουν πλούτη: ο ένας είναι τα γράμματα και ο άλλος τα όπλα. Εγώ βρίσκομαι πιο κοντά στα όπλα παρά στα γράμματα». Ίσχυε αυτό και για τον συγγραφέα του; Πάντως, γιατί κατατάχθηκε κανείς δεν ξέρει. Ήθελε να αποκτήσει φήμη; Ήθελε να βγάλει σίγουρα χρήματα με τον στρατιωτικό μισθό που θα έπαιρνε; Ήταν απλώς μια νεανική τρέλα;

Το άγαλμα του Cervantes στη Ναύπακτο

Την ημέρα της ναυμαχίας, ο Miguel βγήκε ελεύθερος υπηρεσίας λόγω της ασθένειάς του. Του επιτράπηκε να παραμείνει στις κουκέτες και το ίδιο τον συμβούλευσαν να κάνει ο αδελφός του και οι φίλοι του. Εκείνος, όμως, είχε αντίθετη άποψη. Ρίχτηκε στη μάχη από το πόστο που του όρισαν και πολέμησε λιονταρίσια. Στο τέλος της μάχης η θάλασσα είχε βαφτεί κόκκινη από το αίμα νεκρών και τραυματιών. Ο Cervantes ήταν ανάμεσα στους 100 τραυματίες του  Marquesa. Είχε δεχτεί τρεις σφαίρες: δύο στο στήθος και μία στο αριστερό χέρι. Μαζί με την αύξηση μισθού της τάξης των 3 σκούδων που πήρε την επόμενη ημέρα, ο  Miguel πήρε και εισιτήριο εισόδου για το νοσοκομείο της Μεσίνας. Έμεινε εκεί μερικούς μήνες. Όταν βγήκε, ήταν πια ανάπηρος από το αριστερό του χέρι. Έκτοτε, ο Miguel αυτό το χέρι –και όχι το άλλο που έγραψε τον Don Quixote- επιδείκνυε με ασυγκράτητη υπερηφάνεια. Και μάλιστα, στον πρόλογο του δεύτερου μέρους του έργου του έγραψε: «Αν οι λαβωματιές μου δεν φαντάζουν στα μάτια εκείνου που τις βλέπει, λογαριάζονται τουλάχιστον στην εκτίμηση εκείνων που ξέρουν πού τις έχω παρμένες».
Ο Miguel στην άγρια αυτή ναυμαχία της Ναυπάκτου αφιέρωσε ένα θεατρικό έργο, με τίτλο Η ναυμαχία, το όποιο όμως έχει χαθεί.

Πηγή για την εικόνα:

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Hostes ante portas: Η ναυμαχία της Ναυπάκτου


Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα σκοπός των Τούρκων είναι να επεκτείνουν τον χώρο τους  σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενοι την αμφιθυμία των Ευρωπαίων απέναντί τους, οι οποίοι και συστήνουν εμπορικές σχέσεις μαζί τους αλλά και τους νιώθουν ως απειλή.
Όμως, όταν το 1570 καταλαμβάνουν την Κύπρο και κατασφάζουν όσους Ενετούς παραδίδονται, η Ευρώπη ταράζεται. Η Βενετία, από φόβο ότι θα κινδυνεύσει η εδαφική της ακεραιότητα, αλλά και τα οικονομικά της συμφέροντα στη Μεσόγειο, απευθύνεται στον πάπα Pius V. Εκείνος ήταν που έριξε στο τραπέζι την ιδέα μια ιερής συμμαχίας εναντίον των απίστων και υπέδειξε τον Philip II της Ισπανίας για να την αναλάβει. Ο «Ιερός Αντιτουρκικός Συνασπισμός» (Sacra Liga Antiturca) είναι πια πραγματικότητα. Ο Philip, υπό την πίεση των Βενετσιάνων, δέχεται να αναλάβει το καθήκον και ορίζει επικεφαλής της επιχείρησης τον Marcantonio Colonna. Αρχιναύαρχος τοποθετείται ο νεαρός Ισπανός πρίγκιπας, νόθος γιος του Charles V  και ετεροθαλής αδελφός του Philip, don Juan dAustria. Στα μέσα του 1571 ο στόλος συγκεντρώνεται στη σικελική Μεσσήνη και από εκεί κινείται προς τα ελληνικά ύδατα. Με ενδιάμεσο σταθμό την Κέρκυρα και παραπλέοντας την ηπειρωτική ακτή, εντοπίζει τελικά τον τουρκικό στόλο κρυμμένο στις Εχινάδες Νήσους του κόλπου της Ναυπάκτου. Αρχηγός του ο καπουδάν πασάς Müezzinzade.

Paolo Veronese, The Battle of Lepanto (1571)
Βενετία, Gallerie dell’ Accademia

Οι δύο στόλοι συναντιούνται στις 7 Οκτωβρίου του 1571 και παρατάσσονται σε τάξη μάχης. Οι Τούρκοι διέθεταν 250 πλοία και 90.000 άνδρες, στρατιώτες και κωπηλάτες. Ο συμμαχικός στόλος ήταν κι αυτός εντυπωσιακός. Γαλέρες, γαλεάσσες, φρεγάτες, μπρίκια και μπρατσέρες, συνολικά περισσότερα από 300 πλοία και 80.000 άνδρες, από τους οποίους 27.000 ήταν δύναμη πεζικού. Η σύγκρουση είναι σφοδρή. Στο κέντρο ο ίδιος ο Don Juan dAustria, ο Marcantonio Colonna, ο Pietro Giustiniani και ο Sebastiano Venier απέναντι από τον Müezzinzade. Στα δεξιά ο Gianandrea Doria απέναντι από τον Mahomet Sirocco. Στα αριστερά ο Agostino Barbarigo απέναντι από τον Occhiali. Εφεδρεία των συμμάχων ο Álvaro de Bazán.
Στην αρχή φάνηκε πως οι Τούρκοι τα πήγαιναν καλύτερα, αλλά τελικά η νίκη έγειρε προς την πλευρά του συμμαχικού στόλου. Η μάχη γινόταν σώμα με σώμα, με άγρια και αιματηρά ρεσάλτα, με πυρ κατά βούληση και φωτιές που κατέκαιγαν τα πλοία. Στο Marquesa σημειώθηκαν 40 νεκροί μαζί με τον καπετάνιο και περισσότεροι από 100 τραυματίες. Συνολικά, σύμμαχοι έχασαν 12.000 άνδρες. Από την πλευρά των Τούρκων, 110 καράβια καταστράφηκαν ή βυθίστηκαν, 130 αιχμαλωτίστηκαν, 30.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και σχεδόν 15.000 σκλάβοι και κωπηλάτες απελευθερώθηκαν.
Η ναυμαχία ανέδειξε πολλούς ήρωες και σημαδεύτηκε από πολλά ανδραγαθήματα. Το βασικό, όμως, ήταν ότι οι Τούρκοι έπαψαν πια να θεωρούνται αήττητοι. «Η οθωμανική αλαζονεία και φαντασία εκείνη την ημέρα συντρίφτηκαν» έγραψε κάποιος που πολέμησε ο ίδιος και που δέχτηκε τρεις σφαίρες στη μάχη, δύο στο στήθος και μία στο αριστερό χέρι. Αλλά γι’ αυτόν θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτηση.

Πηγή για την εικόνα: