Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Επικούρειοι και ο θάνατος


Μαζί με τη ζωή, ο θάνατος είναι το ερώτημα που απασχολεί πιο συχνά τη Φιλοσοφία. Κυρίως την απασχολεί ο φόβος του θανάτου και η αγωνία για τη μεταθανάτια ζωή και διαρκώς ψάχνει να βρει τρόπους οι άνθρωποι να απαλλαγούν από αυτές τις δυο έγνοιες.
Πριν από περίπου 2300 χρόνια, οι Επικούρειοι, μαθητές του φιλοσόφου Επίκουρου που ίδρυσε τη φιλοσοφική σχολή του Κήπου, υποστήριξαν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι σημαντικό και, πάντως, δεν χρειάζεται κανείς να τον φοβάται. Οι Επικούρειοι ήσαν υλιστές και πίστευαν ότι το σύμπαν αποτελείται από άφθαρτα άτομα. Τα άτομα αυτά σχηματίζουν σώματα και μετά, αποσπώμενα από αυτά και συνενωμένα με διαφορετικό τρόπο, σχηματίζουν νέα σώματα. Ο θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διάσπαση των ατόμων που ενωμένα σχημάτιζαν προηγουμένως την ψυχή.
Αυτό οδηγεί σε δύο συμπεράσματα.
Πρώτα-πρώτα στο ότι η ψυχή, αντίθετα με τις πλατωνικές απόψεις, είναι θνητή. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Επίκουρο, η ψυχή είναι κι αυτή σώμα, διότι, για να είναι κάτι ζωντανό, πρέπει να έχει την ικανότητα να δρα και να υφίσταται τη δράση κάποιου εξωτερικού ποιητικού αιτίου. Ως σώμα η ψυχή δεν μπορεί να είναι αθάνατη. Επομένως, μετά τον θάνατο, όπως όλα τα σώματα, έτσι κι αυτή αποσυντίθεται.
Εάν τα πράγματα είναι έτσι, τότε –έλεγαν οι Επικούρειοι- ο θάνατος είναι μία διαδικασία ανάμεσα σε τόσες άλλες και, επομένως, όσοι γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον φοβούνται. Εξάλλου, γιατί να μας βασανίζει ο φόβος, εφόσον, όταν μεν υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών, όταν δε είναι παρών, εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε;
Το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται με τη μετά θάνατον ζωή. Όταν μιλούμε για μετά θάνατον ζωή, στην πραγματικότητα αυτό που μας απασχολεί είναι εάν θα απολαύσουμε μια αιωνιότητα ευτυχίας επειδή ζήσαμε ως δίκαιοι άνθρωποι ή μια αιωνιότητα δυστυχίας επειδή ζήσαμε ως άδικοι. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι θεοί είναι αυτοί που μοιράζουν με δικαιοσύνη τη μεταθανάτια ευτυχία ή δυστυχία στους ανθρώπους. Όμως, αυτές οι αντιλήψεις, που έχουν επίσης την πηγή τους στον Πλάτωνα, είναι κεναί δόξαι  και δουλειά του φιλοσόφου είναι να τις ανασκευάσει. Αφού η ψυχή μας ως συνένωση ατόμων δεν επιβιώνει μετά τον θάνατο, είναι ανόητο να μιλούμε καν για μεταθανάτια επιβράβευση ή τιμωρία. Για ποιον λόγο, λοιπόν, αναρωτιόταν ο Επίκουρος- φορτώνουμε τη ζωή μας με μια περιττή αγωνία;
Ένας δεύτερος λόγος, εκτός από τις κενές δόξες, που μας κάνει να έχουμε ή όχι τον φόβο του θανάτου είναι, όπως έλεγε ο Επίκουρος, η αντίληψή μας για την ηδονή.

Hieronymus Bosch, The Garden of Earthly Delights (1500-1505)
Μαδρίτη, Museo del Prado

Ηδονή καθόλου δεν σημαίνει, όπως εσφαλμένα πίστεψαν ορισμένοι, την παράδοση σε διασκεδάσεις και τέρψεις (σε κενές ηδονές, μη φυσικές και μη αναγκαίες), αλλά την προσπάθεια του ανθρώπου να μεγιστοποιήσει τις χαρές και να ελαχιστοποιήσει τους πόνους, σωματικούς και διανοητικούς. Για τον Επίκουρο, στόχος μιας καλής ζωής είναι η αποφυγή του σωματικού και του διανοητικού πόνου και η κατάκτηση της απονίας και της αταραξίας αντίστοιχα. Ο φόβος του θανάτου και η ανησυχία για τη μετά θάνατον ζωή ταξινομούνται στους διανοητικούς πόνους και αποστολή του σοφού είναι να βρει φάρμακο εναντίον τους.
Ζώντας περισσότερο ή επ’ άπειρον απολαμβάνουμε περισσότερη ηδονή; Η απάντηση του Επίκουρου είναι αρνητική, αφού η ηδονή δεν συνδέεται με την ποσότητα αλλά με την ποιότητα της ζωής μας. Κατά συνέπεια, ο θάνατος, ως τέλος της ζωής, δεν πρόκειται να μας στερήσει ηδονές, επειδή αυτές τις έχουμε ήδη γευτεί. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κάτι καλό. Είναι απλώς κάτι αδιάφορο.
νύποπτον θάνατος, καταλήγει ο Επίκουρος στην περίφημη Τετραφάρμακο.

Πηγή για την εικόνα:

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Η λογική πλάνη "No-true-Scotsman"


Φανταστείτε τον Hamish McDonald, έναν Σκωτσέζο που κάθεται διαβάζοντας την εφημερίδα του, τον Πρωινό Κήρυκα της Γλασκώβης. Εκεί βλέπει ένα άρθρο με τίτλο «Βρετανός σεξομανής χτυπά και πάλι». Ο Hamish σοκάρεται και δηλώνει: «Κανείς Σκωτσέζος δεν θα έκανε κάτι τέτοιο». Την επόμενη ημέρα, διαβάζοντας την ίδια εφημερίδα, βρίσκει ένα άρθρο για έναν άνδρα από το Aberdeen, του οποίου οι κτηνώδεις πράξεις κάνουν τον Βρετανό σεξομανή να μοιάζει σχεδόν αξιοπρεπής. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι ο ισχυρισμός του Hamish ήταν εσφαλμένη, αλλά θα το παραδεχτεί; Απίθανο. Αυτήν τη φορά λέει: «Κανείς αληθινός Σκωτσέζος δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».


Τούτη την ιστορία μπορείτε να την διαβάσετε στο έργο του Βρετανού φιλοσόφου Antony Flew με τίτλο Thinking about Thinking, το οποίο εκδόθηκε το 1975.
Τι θέλει να πει ο φιλόσοφος με αυτό το παράδειγμα; Ότι ένας ισχυρισμός, στην ουσία μια γενίκευση, όταν έρχεται σε αντίθεση με ενδείξεις που τον/την αμφισβητούν, τότε ούτε ο αρχικός  ισχυρισμός/γενίκευση απορρίπτεται ούτε οι ενδείξεις καταρρίπτονται. αντίθετα, ο ισχυρισμός/γενίκευση τροποποιείται ή αναδιατυπώνεται ώστε να αντιστοιχεί σε αυτές τις ενδείξεις.
Στην περίπτωση του Σκωτσέζου, το λογικό σφάλμα (γνωστό και ως “No-true-Scotsman” ή ως «επίκληση στην καθαρότητα» ή ως «επιπόλαιη συσχέτιση ιδιοτήτων») έγκειται στο γεγονός ότι δεν ορίζονται από την αρχή ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά του Σκωτσέζου ή, ακόμα καλύτερα, ολόκληρης της ειδικής κατηγορίας, δηλαδή όλων των Σκωτσέζων. Αυτή η ασάφεια επιτρέπει στον Hamish McDonald να αναπροσδιορίσει τις έννοιες όπως θέλει, χωρίς να μεταβάλει τον ισχυρισμό του, αλλά και χωρίς να αρνηθεί τις ενδείξεις. Ο Σκωτσέζος που αναφέρεται στην αρχή αλλάζει πολύ εύκολα σε «αληθινό Σκωτσέζο».
Έτσι, ο Hamish McDonald, με δεδομένα τα αποδεικτικά στοιχεία, πραγματοποιεί ένα είδος μετα-εξορθολογισμού, αφού μετατοπίζει τον στόχο ώστε ο ισχυρισμός του να απορρίπτει τις ενδείξεις που τον αμφισβητούν, με αποτέλεσμα να μην ισχύει για έναν υποτιθέμενο «αληθινό» Σκωτσέζο. Αλλά, να το πω κι αυτό. Δεν νομίζετε ότι ο «αληθινός» Σκωτσέζος είναι μάλλον ένα επιθυμητό ιδεώδες και λιγότερο μια πιθανή πραγματικότητα;
Οπωσδήποτε, με αυτόν τον τρόπο, ο Hamish McDonald πετυχαίνει –δολίως- να αποφύγει βάσιμες κριτικές που διατυπώνονται για το επιχείρημά του.
Πώς την θυμήθηκα αυτήν τη λογική πλάνη; Την θυμήθηκα, επειδή είναι πολύ συνηθισμένη. Την χρησιμοποιεί όποιος στριμώχνεται για διάφορα ζητήματα: τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει ένας «αληθινός» αριστερός, ένας «αληθινός» ειρηνιστής, βάλτε όποιο συμπλήρωμα θέλετε. Τα στοιχεία που μας προσπορίζει η πραγματικότητα δεν μεταβάλλουν τους ισχυρισμούς μας. Όλοι αυτοί οι ανύπαρκτοι και ουτοπικοί «αληθινοί» ζουν και βασιλεύουν, παρότι τα στοιχεία της πραγματικότητας άλλα λένε. Κι επιπλέον, τι θα πει «αληθινός» και τι όχι μπορεί να το αποφασίσει και να το επιβάλει ο οποιοσδήποτε, χωρίς να απαιτείται συναίνεση, προσδιορισμός, συγκεκριμενοποίηση.
Αλήθεια, πόσο βολικό!

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Ο μοχθηρός δαίμονας του Descartes


Ζούμε στον πραγματικό κόσμο ή σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων; Ό,τι παρατηρούμε γύρω μας υπάρχει έτσι όπως το βλέπουμε ή μήπως όχι; Ό,τι αντιλαμβανόμαστε είναι όπως το αντιλαμβανόμαστε ή όχι;
Εγώ, ας πούμε. Είμαι βέβαιη ότι υπάρχω, και μάλιστα, καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή μου, ετοιμάζω τώρα δα την επόμενη ανάρτηση του blog μου. Κι αν απλώς είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και ονειρεύομαι; Ποιο είναι το όργανο που μπορεί να επιβεβαιώσει τι από τα δύο συμβαίνει: είμαι ξύπνια ή ονειρεύομαι; Εξάλλου, πόσες φορές δεν έχω πεταχτεί από τον ύπνο μου ταραγμένη μετά από κάποιο πολύ ζωντανό όνειρο; Ναι, μα υπάρχουν και βέβαια πράγματα. Για παράδειγμα, 2+1=3. Είτε είμαι ξύπνια είτε βλέπω όνειρο, να μια μαθηματική σχέση που δεν αλλάζει.
Ο Descartes δεν είναι βέβαιος ούτε γι’ αυτό. Κι αν όλα είναι δουλειά ενός δαίμονα τόσο μοχθηρού που έχει βαλθεί να μας εξαπατά; Κι αν είναι αυτός που μας κάνει να λαθεύουμε κάθε φορά που προσθέτουμε το 2 και το 1;
Ο René Descartes, αμφιβάλλοντας υπερβολικά για το τι είναι πραγματικό, αφού οι αισθήσεις μάς έχουν τόσες φορές απογοητεύσει, δέχεται ότι ένας τέτοιος δαίμονας μπορεί να υπάρχει. Ναι. Μπορεί να υπάρχει. Και μπορεί να τον εξαπατά. Ε, λοιπόν, ας τον εξαπατά όσο θέλει. Κι αυτός ακόμα, παρά την κακία του, δεν μπορεί να τον εξαπατήσει για ένα τουλάχιστον πράγμα. Ο Descartes, ο οποίος αμφιβάλλει, για να μπορεί να αμφιβάλλει, πρέπει πάντως οπωσδήποτε να υπάρχει. Cogito ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω) είναι η διάσημη φράση του και μια από τις πιο διάσημες φιλοσοφικές φράσεις.
Σπρώχνοντας τα πάντα στη σφαίρα της («ριζικής») αμφισβήτησης, ο Descartes κατορθώνει να απελευθερώσει και να απομονώσει τη βεβαιότητα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βεβαιώσει την ύπαρξη του εκτατού του σώματος (res extensa), μπορεί όμως να βεβαιώσει ότι είναι ένα σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans). Ο σκεπτικισμός και ο ορθολογισμός στα καλύτερά τους! 
Κι εκεί, αιφνίδια, η ανάγκη να βρεθεί μια αρχή που θα ξεδοντιάσει την πιθανότητα ύπαρξης ενός απατεώνα δαίμονα τον οδηγεί στο μοναδικό κριτήριο ευκρίνειας που μπορεί να εγγυηθεί τη διατήρηση της βεβαιότητας: ο Descartes χρειάζεται τον Θεό, του οποίου η τελειότητα αποτελεί για μεν τον άνθρωπο εγγύηση για τη διατήρηση της βεβαιότητας, για δε τον ίδιο εγγύηση της ίδιας του της ύπαρξης (οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού).


Μια νεότερη εκδοχή του καρτεσιανού μοχθηρού δαίμονα, γνωστή ως σενάριο brain-in-a-vat (BIV), επινοήθηκε από τον Gilbert Harman. Σύμφωνα με αυτόν, αλλά και σύμφωνα με πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας τα οποία η νοητική του σύλληψη τροφοδότησε, η αντίληψή μας για τον κόσμο είναι αποτέλεσμα πλάνης. Ένας τρελός επιστήμονας χωρίζει το σώμα από τον εγκέφαλό μας και τοποθετεί τον δεύτερο σε ένα δοχείο γεμάτο από ένα υγρό που τον συντηρεί ζωντανό. Ζούμε, επομένως, χωρίς να το ξέρουμε, σε μια εικονική πραγματικότητα, περίπου όπως οι ήρωες της εξαιρετικής σειράς ταινιών The Matrix, την οποία σκηνοθέτησαν οι Wachowskis, ή όπως συμβαίνει στην ταινία Inception σκηνοθετημένη από τον Christopher Nolan.
Μετά από όλα αυτά, ώρα να παραδοθώ κι εγώ στον ελεεινό απατεώνα που με ξεγελάει κάνοντάς με να νομίζω ότι ολοκλήρωσα το κείμενο και ήρθε η ώρα να το αναρτήσω στο blog μου!

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Η παρέα των "άτακτων αγοριών"


Στις 14 Ιανουαρίου 1869 ανέβηκε στο Παρίσι, στο θέατρο Odéon, το έργο του François Coppée με τίτλο Le Passant. Η επιτυχία, ενισχυμένη και από μια παρεούλα κλακαδόρων που σε όλη τη διάρκειά του χειροκροτούσαν ασταμάτητα, ήταν μεγάλη. Ο Victor Cochinat, χρονικογράφος της εφημερίδας Le Naine Jaune, έγραψε τότε μια φράση για την παράσταση που έδωσε το όνομά της σε  μια καλλιτεχνική συντροφιά η οποία σχηματίστηκε εκείνη τη χρονιά: “Ah! C’était une belle réunion composée des bien vilains bonshommes” («Α! Ήταν μια ωραία επανένωση άτακτων αγοριών»).  
Ο Paul Verlaine, ο Léon Valade, ο Albert Mérat, ο Charles Cros και τα αδέλφια του Henry και Antoine, ο Camille Pelletan, ο Émile Blémont, ο Ernest d’Hervilly και ο Jean Aicard  ήσαν τα ιδρυτικά μέλη των Vilains Bonshommes (άτακτα αγόρια). Μαζί τους ήταν ο ίδιος ο François Coppée, ο ζωγράφος Henri Fantin-Latour, ο συγγραφέας Paul Bourget, οι καρικατουρίστες André Gill και Félix Régamey και οι παρνασσιστές Léon Dierx, Catulle Mendès, Théodore de Banville και Stéphane Mallarmé. Και ένας φωτογράφος: ο Étienne Carjat. Με πρόσκληση του Verlaine, στο δείπνο του Σαββάτου της 30ης Σεπτεμβρίου 1871, κατέφθασε στην παρέα, για να διαβάσει το “Bateau Ivre” («Μεθυσμένο Καράβι») και να αποθεωθεί, ο Arthur Rimbaud.
Ο Carjat, ο φωτογράφος της παρέας, που ήταν επίσης συγγραφέας, σκιτσογράφος, συνιδρυτής  του περιοδικού Le Diogène και εκδότης του Le Boulevard, δεν έχασε την ευκαιρία να φωτογραφίσει μερικά από τα διάσημα μέλη της συντροφιάς. Με την ικανότητά του να καθοδηγεί τα μοντέλα του σε φυσικές πόζες, χωρίς να τα ταλαιπωρεί όπως συνηθιζόταν σε εκείνη την πρώιμη φωτογραφική εποχή, αλλά και χωρίς να χρησιμοποιεί εκκεντρικά φόντα και εφέ, δημιούργησε έργα που διακρίνονται από ρεαλισμό και απλότητα.
   
Καρικατούρα του Alexandre Dumas από τον Étienne Carjat

Η περίφημη φωτογραφία του Charles Baudelaire από τον Étienne Carjat

Τον Ιανουάριο του 1872, στη διάρκεια ενός δείπνου, ξέσπασε σφοδρός καυγάς μεταξύ του Rimbaud και του Carjat. Ο πρώτος τον απείλησε με ξίφος και ο δεύτερος κατέστρεψε όλες τις φωτογραφικές πλάκες με τα πορτραίτα του Rimbaud. Επιβίωσαν μόνον 8 εκτυπώσεις από τις πρωτότυπες φωτογραφίες. Αυτή ήταν η τελευταία εμφάνιση του Rimbaud στα δείπνα των Vilains Bonshommes, που και αυτών η ιστορία δεν κράτησε πολύ: την ίδια χρονιά διαλύθηκαν.

Ο Arthur Rimbaud φωτογραφημένος από τον Étienne Carjat

Πηγή για τις εικόνες:

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Titus Lucretius Carus: ερωτήματα για το σύμπαν


Πεπερασμένο ή άπειρο; Πώς να το διαπιστώσουμε όταν πρόκειται για το σύμπαν; Να περπατήσουμε για να ανακαλύψουμε τα όριά του ούτε λόγος. Πώς αλλιώς να το μετρήσουμε;
Ο Titus Lucretius Carus, ο Ρωμαίος ποιητής που έζησε μεταξύ 99 π.Χ. και 55 μ.Χ. και είναι ο συγγραφέας του φιλοσοφικού ποιήματος των 6500 στίχων με τίτλο De rerum natura (Περί της φύσεως των πραγμάτων), πρότεινε μια δική του λύση μέσω ενός νοητικού πειράματος το οποίο ο ίδιος επινόησε. Αρχικά υπέθεσε ότι το σύμπαν είναι πεπερασμένο. Κατόπιν, σκέφτηκε τι θα συνέβαινε αν πράγματι κάποιος μπορούσε να φτάσει ως τα απώτατα όριά του και από εκεί εξακόντιζε ένα δόρυ. Δύο πιθανότητες: ή το δόρυ θα συνέχιζε την πορεία του ή θα αναπηδούσε προς τα πίσω. Και στις δύο περιπτώσεις, λέει ο Lucretius, πέρα από ό,τι θεωρούμε ως απώτατο όριο του σύμπαντος υπάρχει κάτι (ένα αντικείμενο που ανακόπτει την πορεία του δόρατος ή κάποιος χώρος που θα του επέτρεπε να την συνεχίσει). Άρα –κατέληξε- το σύμπαν δεν μπορεί παρά να είναι άπειρο.


Με αυτό το επιχείρημα, γνωστό ως javelin argument, ο Lucretius πετυχαίνει δύο πράγματα. Πρώτα-πρώτα στηρίζει την επικούρεια κοσμολογία και έπειτα αμφισβητεί την αριστοτελική αντίληψη περί περατότητας του σύμπαντος. Κυρίως, όμως, θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το πώς αντιλαμβανόμαστε τα όρια μέσα σε ένα οποιοδήποτε πεπερασμένο σύστημα και για το πώς αντιλαμβανόμαστε το «πέραν» των ορίων και το «άπειρο» εντός ενός πεπερασμένου συστήματος.
Μπορεί άραγε η φιλοσοφία να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα χωρίς τη συνδρομή της φυσικής –όσο κι εκείνη μπορεί να βοηθήσει;

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

You have the right to remain silent ...


Όλοι έχουμε ακούσει, σε αμερικανικές αστυνομικές ταινίες, το κατεβατό που απαγγέλλουν οι αστυνομικοί την ώρα που συλλαμβάνουν κάποιον ύποπτο για παράνομες πράξεις. Είναι ένα κείμενο γνωστό με το όνομα «Προειδοποίηση Miranda» (Miranda Warning), του οποίου η υιοθέτηση είναι το αποτέλεσμα μιας ενδιαφέρουσας δικαστικής υπόθεσης.


Το 1966, λοιπόν, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, από το Ανώτατο Δικαστήριο λαμβάνεται μια πολύ σοβαρή απόφαση σε μια υπόθεση γνωστή ως Miranda v. Arizona.
Τρία χρόνια νωρίτερα, το φορτηγάκι του Ernesto Arturo Miranda αναγνωρίζεται από τον αδελφό της Lois Ann Jameson, μιας ανάπηρης 18χρονης η οποία είχε απαχθεί και βιαστεί από τον Miranda. Οι αστυνομικοί του Phoenix, Carroll Cooley και Wilfred Young, συλλαμβάνουν τον Miranda, χωρίς εκείνος να προβάλει καμία αντίσταση. Μετά από δύο ώρες ανάκρισης, η αστυνομία αποσπά από τον συλληφθέντα την ομολογία του και συνεχίζει οδηγώντας τον ενώπιον του θύματος για αναγνώριση. Το νεαρό κορίτσι επιβεβαιώνει ότι ο Miranda είναι ο δράστης των συγκεκριμένων πράξεων και εκείνος αποδέχεται την τέλεσή τους.
Η ομολογία του καταγράφεται. Στην κορυφή κάθε σελίδας υπάρχει η ένδειξη ότι αυτή δόθηκε εθελοντικά, χωρίς πίεση, χωρίς απειλές, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς υπόσχεση ασυλίας. Ο Miranda υπογράφει, επίσης, ότι κατανοεί πως οποιαδήποτε δήλωσή του θα μπορούσε αργότερα να χρησιμοποιηθεί εναντίον του και βεβαιώνει ότι έχει πλήρη γνώση των νομικών δικαιωμάτων του.
Ωστόσο, λίγο μετά, ισχυρίζεται πως δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά του να ζητήσει δικηγόρο, καθώς και για το δικαίωμά του να παραμείνει σιωπηλός. Δικηγόρος του αναλαμβάνει κατ’ ανάθεση ο 73χρονος Alvin Moore. Η υπόθεση του  Miranda οδηγείται την ίδια χρονιά στο δικαστήριο της κομητείας Maricopa, από το οποίο καταδικάζεται σε 20 χρόνια φυλάκισης με βασικό στοιχείο την ομολογία του. Η έφεση την οποία υπoβάλλει ο δικηγόρος του απορρίπτεται.
Το 1965 ο Miranda ζητάει επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Από την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών δικηγόρος του άνευ πληρωμής ορίζεται ο John J. Flynn και η ομάδα του: ο John P. Frank, ο Paul G. Ulrich και ο Robert A. Jensen. Αυτοί συντάσσουν ένα κείμενο 2500 λέξεων, υποστηρίζοντας ότι τα δικαιώματα του Miranda σύμφωνα με την 5η και 6η Τροπολογία παραβιάστηκαν, και το στέλνουν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο επανεισάγει την υπόθεση σε δίκη (Miranda v. Arizona), μαζί με άλλες τρεις παρόμοιες περιπτώσεις. Η δίκη διαρκεί δύο ημέρες και η απόφαση δικαιώνει τον Miranda.
Η απόφαση δημοσιεύεται στις 13 Ιουνίου 1966 και έκτοτε όλα τα αστυνομικά τμήματα μοιράζουν στο προσωπικό τους κάρτες με το γνωστό κατεβατό, για να το διαβάζουν μεγαλόφωνα σε όλους τους υπόπτους κατά τη στιγμή της σύλληψής τους.

Το κείμενο αυτό αναφέρει τα εξής:
You have the right to remain silent. Anything you say can be used against you in court. You have the right to talk to a lawyer for advice before we ask you any questions. You have the right to have a lawyer with you during questioning. If you cannot afford a lawyer, one will be appointed for you before any questioning if you wish. If you decide to answer questions now without a lawyer present, you have the right to stop answering at any time.

Και η μετάφρασή του:
Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός. Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο. Έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις με δικηγόρο για να σε συμβουλεύσει πριν σου υποβάλουμε ερωτήσεις. Έχεις το δικαίωμα ο δικηγόρος να είναι παρών κατά την ανάκριση. Εάν δεν μπορείς να πληρώσεις δικηγόρο, θα οριστεί δικηγόρος πριν από την ανάκριση εφόσον το επιθυμείς. Εάν αποφασίσεις να απαντήσεις σε ερωτήσεις τώρα χωρίς την παρουσία δικηγόρου, έχεις το δικαίωμα να διακόψεις ανά πάσα στιγμή.


Μετά την αποδοχή ότι τα δικαιώματά του παραβιάστηκαν κατά τη σύλληψη και, άρα, η ομολογία του δεν μπορεί να αποτελέσει καταδικαστική βάση, το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνει την προηγούμενη καταδίκη του Miranda και τον εισάγει σε νέα δίκη για τα παλιά του αδικήματα. Αυτήν τη φορά εξαιρείται από τη διαδικασία η ομολογία του. Ωστόσο, η απόφαση είναι εκ νέου καταδικαστική.
Ο Miranda αποφυλακίζεται το 1972 και βγάζει τα προς το ζην πουλώντας αυτόγραφα στα οποία έχει τυπώσει τη Miranda Warning. Ξαναμπαίνει στη φυλακή για μικροαδικήματα και τελικά σκοτώνεται σε μια συμπλοκή σε μπαρ.

Πηγές για τις εικόνες:

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

O Willard Van Orman Quine και το κυνήγι του gavagai


Στο έργο του Two Dogmas of Empiricism (Τα δύο δόγματα του Εμπειρισμού), που κυκλοφόρησε το 1951, ο Αμερικανός αναλυτικός φιλόσοφος Willard Van Orman Quine επικρίνει τη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών δηλώσεων, υποστηρίζοντας ότι μια σαφής αντίληψη της αναλυτικότητας είναι ανέφικτη, και προτείνει μια μορφή σημασιολογικού ολισμού.
Αυτή η θέση αποτέλεσε τη βάση για ένα μεταγενέστερο έργο του ίδιου φιλοσόφου με τίτλο Word and Object (Λέξη και αντικείμενο), το οποίο κυκλοφόρησε το 1960. Σε αυτό, ο Quine διατυπώνει την άποψή του περί του «απροσδιόριστου της μετάφρασης» (indeterminacy of translation), την οποία ο Crispin Wright και ο Hilary Putnam θεωρούν ως μία από τις πιο συζητημένες –και αμφιλεγόμενες- απόψεις στη μοντέρνα αναλυτική φιλοσοφία.
Ο Quine βλέπει τρία πεδία απροσδιοριστίας. Το πρώτο είναι ο «υποπροσδιορισμός της επιστημονικής θεωρίας» (underdetermination of scientific theory), δηλαδή  η αντίληψη ότι σε εμπειρικό έλεγχο πρέπει να υποβάλλονται όχι μεμονωμένες υποθέσεις, καθώς αυτές δεν έχουν εμπειρικά συνεπακόλουθα, αλλά ολόκληρη η θεωρία, ολόκληρο το σύστημα της γνώσης μας. Τα άλλα δύο πεδία, τα οποία συνδέονται περισσότερο με τη μετάφραση, είναι: α) το «ανεξιχνίαστο της αναφοράς» (inscrutability of reference) των γλωσσικών εκφράσεων, δηλαδή η απροσδιοριστία στην ερμηνεία μεμονωμένων λέξεων, που προκύπτει από το γεγονός ότι ο τρόπος που μιλάμε για τα αντικείμενα σχετίζεται με το γλωσσικό μας σύστημα και δεν προϋποτίθενται κάποια αρχέτυπα αντικειμένων και β) η «ολοφραστική απροσδιοριστία» (holophrastic indeterminacy), δηλαδή η απροσδιοριστία στη μετάφραση πιο εκτεταμένων τμημάτων λόγου.


Στην ουσία, ο Quine υποβάλλει σε κριτική τις παραδοσιακές έννοιες του νοήματος και της συνωνυμίας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στη δυτική παράδοση από τον Πλάτωνα, τον Gottlob Frege και τον Edmund Husserl. Κατά την άποψή του, η μετάφραση δεν αποτελεί μια διαδικασία απεικόνισης της ιδέας και, άρα, τα νοήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως απόλυτα κριτήρια συνωνυμίας. Ο Quine, θεωρώντας την έννοια της συνωνυμίας πλασματική, ισχυρίζεται ότι παραμένει απροσδιόριστο με ποια έννοια διαφορετικά σημεία πρέπει να είναι συνώνυμα ή ακόμη με ποια έννοια το ίδιο σημείο πρέπει να έχει το ίδιο νόημα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές χρήσης του.
Μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει η θεωρία του Quine για το «απροσδιόριστο της μετάφρασης» παρακολουθώντας το νοητικό του πείραμα της «ριζικής μετάφρασης» (radical translation). Στο πείραμά του, ο Quine υποθέτει ότι υπάρχει μια άγνωστη γλώσσα, την οποία ονομάζει jungle και για την οποία θέλει να δημιουργήσει ένα εγχειρίδιο προκειμένου να αποδώσει τη μετάφρασή της στη δική του γλώσσα.
Σκοπός του πειράματός του είναι να δείξει ότι η συμπεριφοριστική περιγραφή της σημασίας (δηλαδή η παρατηρήσιμη συμπεριφορά και τα ερεθίσματα, που είναι τα μόνα δεδομένα στα οποία μπορεί να βασίζεται ένας μεταφραστής) δεν επιτρέπει τη δημιουργία ενός και μοναδικού σωστού εγχειριδίου για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε άλλη, καθώς δεν υπάρχει τέτοιο εγχειρίδιο μεμονωμένης μετάφρασης και, άρα, το ιδεώδες της καθολικής γλώσσας δεν υπάρχει. Υπ’ αυτήν την έννοια, δύο μεταφραστές που θα συντάξουν δύο εντελώς διαφορετικά εγχειρίδια για τη γλώσσα jungle είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη γλωσσική συμπεριφορά όλων των ομιλητών, χωρίς ωστόσο στο τέλος να μπορούμε να πούμε ποιο από τα δύο είναι το ορθό.
Στο πλαίσιο του πειράματός του, μία από τις λέξεις που πρέπει να μεταφραστεί, όπως περιγράφεται σε μια πολύ χαριτωμένη ιστορία, είναι η λέξη gavagai,.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν, ένας γλωσσολόγος πηγαίνει για κυνήγι μαζί με κάποιον ιθαγενή. Ξαφνικά ξεπηδάει μπροστά τους ένας λαγός. Ο ιθαγενής ξεφωνίζει gavagai. Είναι σωστό ο γλωσσολόγος να συμπεράνει ότι gavagai σημαίνει λαγός; Ο Quine απαντά αρνητικά. Άμεσες συγκρίσεις δεν μπορούν να γίνουν. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος ο γλωσσολόγος είναι ότι μόλις είδε κάτι που στη δική του γλώσσα ονομάζεται λαγός. Δεν μπορεί όμως να ξέρει αν η λέξη gavagai, την οποία χρησιμοποίησε ο ιθαγενής, αναφέρεται σε ολόκληρο το ζώο ή –ας πούμε- στα αυτιά του. Ούτε μπορεί να ξέρει αν η λέξη αναφέρεται στο γεγονός της εμφάνισης του λαγού ή –γιατί όχι;- σε μια γενική οντότητα. Τα συμπεριφοριστικά δεδομένα που ο γλωσσολόγος μπορεί να συλλέξει από τον ιθαγενή θα ήταν τα ίδια σε κάθε περίπτωση ή, αλλιώς, πολλές μεταφραστικές υποθέσεις θα μπορούσαν να βασιστούν στα ίδια αισθητήρια ερεθίσματα.
Υπάρχει, όμως, και ένα απώτερο συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία. Ότι η γλωσσική απροσδιοριστία δεν είναι ζήτημα απλώς γνωστικό, αλλά οντολογικό. Το εννοιολογικό σύστημα που συνδέεται με τη γλώσσα εν τέλει καθορίζει την οντολογία μας.

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Σκόρπιες σκέψεις για τον Επιτάφιο


Μερικές σκέψεις και απορίες που μας γεννάει ο Επιτάφιος. Έτσι σκόρπιες και αταξινόμητες.
Του Περικλή ή του Θουκυδίδη; Έχει άραγε τόση σημασία;
Έμφαση στους ζωντανούς (στη ζωή) αντί για τους νεκρούς. Γιατί;
Έμφαση στους πολίτες αντί για την ατομική περίπτωση. Γιατί;
Ο Επιτάφιος αυτονομήθηκε από το υπόλοιπο κείμενο των Ιστοριών του Θουκυδίδη, αποκτώντας ξεχωριστή οντότητα. Γιατί;
Αν και πρόκειται για κείμενο ρητορικό το οποίο, άρα, εκφράζει προσωπικές εκτιμήσεις του ρήτορα (ή του ιστορικού), εντούτοις το περιεχόμενό του ταυτίζεται στη συνείδηση των περισσοτέρων με την ιστορική αλήθεια. Δημιουργεί κάτι τέτοιο στρεβλώσεις;
Υπάρχουν τρόποι να ελεγχθεί η επιχειρηματολογία του Περικλή για την ανωτερότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας;
Πώς, μετά τον έπαινο, δικαιολογείται η εξιστόρηση του λοιμού από τον Θουκυδίδη; Ήταν πράγματι η Αθήνα μια ιδεώδης δημοκρατία;
Η altera pars δεν εκπροσωπείται από τον Θουκυδίδη. Μήπως μπορούμε κάπου να αφουγκραστούμε τη φωνή της;


Κλέος (ατομικό και συλλογικό), ελευθερία, αυτάρκεια, ισότητα (ισηγορία, ισονομία, ισομοιρία), αξιοκρατία, σεβασμός της ιδιωτικής ζωής, ενεργητική συμμετοχή στα κοινά, σεβασμός της αισθητικής, σεβασμός της φιλοσοφίας, μέτρο, και υστεροφημία, είναι οι βασικές έννοιες που τέμνονται στο κείμενο.

Πηγή για την εικόνα: