Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

O Willard Van Orman Quine και το κυνήγι του gavagai


Στο έργο του Two Dogmas of Empiricism (Τα δύο δόγματα του Εμπειρισμού), που κυκλοφόρησε το 1951, ο Αμερικανός αναλυτικός φιλόσοφος Willard Van Orman Quine επικρίνει τη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών δηλώσεων, υποστηρίζοντας ότι μια σαφής αντίληψη της αναλυτικότητας είναι ανέφικτη, και προτείνει μια μορφή σημασιολογικού ολισμού.
Αυτή η θέση αποτέλεσε τη βάση για ένα μεταγενέστερο έργο του ίδιου φιλοσόφου με τίτλο Word and Object (Λέξη και αντικείμενο), το οποίο κυκλοφόρησε το 1960. Σε αυτό, ο Quine διατυπώνει την άποψή του περί του «απροσδιόριστου της μετάφρασης» (indeterminacy of translation), την οποία ο Crispin Wright και ο Hilary Putnam θεωρούν ως μία από τις πιο συζητημένες –και αμφιλεγόμενες- απόψεις στη μοντέρνα αναλυτική φιλοσοφία.
Ο Quine βλέπει τρία πεδία απροσδιοριστίας. Το πρώτο είναι ο «υποπροσδιορισμός της επιστημονικής θεωρίας» (underdetermination of scientific theory), δηλαδή  η αντίληψη ότι σε εμπειρικό έλεγχο πρέπει να υποβάλλονται όχι μεμονωμένες υποθέσεις, καθώς αυτές δεν έχουν εμπειρικά συνεπακόλουθα, αλλά ολόκληρη η θεωρία, ολόκληρο το σύστημα της γνώσης μας. Τα άλλα δύο πεδία, τα οποία συνδέονται περισσότερο με τη μετάφραση, είναι: α) το «ανεξιχνίαστο της αναφοράς» (inscrutability of reference) των γλωσσικών εκφράσεων, δηλαδή η απροσδιοριστία στην ερμηνεία μεμονωμένων λέξεων, που προκύπτει από το γεγονός ότι ο τρόπος που μιλάμε για τα αντικείμενα σχετίζεται με το γλωσσικό μας σύστημα και δεν προϋποτίθενται κάποια αρχέτυπα αντικειμένων και β) η «ολοφραστική απροσδιοριστία» (holophrastic indeterminacy), δηλαδή η απροσδιοριστία στη μετάφραση πιο εκτεταμένων τμημάτων λόγου.


Στην ουσία, ο Quine υποβάλλει σε κριτική τις παραδοσιακές έννοιες του νοήματος και της συνωνυμίας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στη δυτική παράδοση από τον Πλάτωνα, τον Gottlob Frege και τον Edmund Husserl. Κατά την άποψή του, η μετάφραση δεν αποτελεί μια διαδικασία απεικόνισης της ιδέας και, άρα, τα νοήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως απόλυτα κριτήρια συνωνυμίας. Ο Quine, θεωρώντας την έννοια της συνωνυμίας πλασματική, ισχυρίζεται ότι παραμένει απροσδιόριστο με ποια έννοια διαφορετικά σημεία πρέπει να είναι συνώνυμα ή ακόμη με ποια έννοια το ίδιο σημείο πρέπει να έχει το ίδιο νόημα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές χρήσης του.
Μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει η θεωρία του Quine για το «απροσδιόριστο της μετάφρασης» παρακολουθώντας το νοητικό του πείραμα της «ριζικής μετάφρασης» (radical translation). Στο πείραμά του, ο Quine υποθέτει ότι υπάρχει μια άγνωστη γλώσσα, την οποία ονομάζει jungle και για την οποία θέλει να δημιουργήσει ένα εγχειρίδιο προκειμένου να αποδώσει τη μετάφρασή της στη δική του γλώσσα.
Σκοπός του πειράματός του είναι να δείξει ότι η συμπεριφοριστική περιγραφή της σημασίας (δηλαδή η παρατηρήσιμη συμπεριφορά και τα ερεθίσματα, που είναι τα μόνα δεδομένα στα οποία μπορεί να βασίζεται ένας μεταφραστής) δεν επιτρέπει τη δημιουργία ενός και μοναδικού σωστού εγχειριδίου για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε άλλη, καθώς δεν υπάρχει τέτοιο εγχειρίδιο μεμονωμένης μετάφρασης και, άρα, το ιδεώδες της καθολικής γλώσσας δεν υπάρχει. Υπ’ αυτήν την έννοια, δύο μεταφραστές που θα συντάξουν δύο εντελώς διαφορετικά εγχειρίδια για τη γλώσσα jungle είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη γλωσσική συμπεριφορά όλων των ομιλητών, χωρίς ωστόσο στο τέλος να μπορούμε να πούμε ποιο από τα δύο είναι το ορθό.
Στο πλαίσιο του πειράματός του, μία από τις λέξεις που πρέπει να μεταφραστεί, όπως περιγράφεται σε μια πολύ χαριτωμένη ιστορία, είναι η λέξη gavagai,.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν, ένας γλωσσολόγος πηγαίνει για κυνήγι μαζί με κάποιον ιθαγενή. Ξαφνικά ξεπηδάει μπροστά τους ένας λαγός. Ο ιθαγενής ξεφωνίζει gavagai. Είναι σωστό ο γλωσσολόγος να συμπεράνει ότι gavagai σημαίνει λαγός; Ο Quine απαντά αρνητικά. Άμεσες συγκρίσεις δεν μπορούν να γίνουν. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος ο γλωσσολόγος είναι ότι μόλις είδε κάτι που στη δική του γλώσσα ονομάζεται λαγός. Δεν μπορεί όμως να ξέρει αν η λέξη gavagai, την οποία χρησιμοποίησε ο ιθαγενής, αναφέρεται σε ολόκληρο το ζώο ή –ας πούμε- στα αυτιά του. Ούτε μπορεί να ξέρει αν η λέξη αναφέρεται στο γεγονός της εμφάνισης του λαγού ή –γιατί όχι;- σε μια γενική οντότητα. Τα συμπεριφοριστικά δεδομένα που ο γλωσσολόγος μπορεί να συλλέξει από τον ιθαγενή θα ήταν τα ίδια σε κάθε περίπτωση ή, αλλιώς, πολλές μεταφραστικές υποθέσεις θα μπορούσαν να βασιστούν στα ίδια αισθητήρια ερεθίσματα.
Υπάρχει, όμως, και ένα απώτερο συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία. Ότι η γλωσσική απροσδιοριστία δεν είναι ζήτημα απλώς γνωστικό, αλλά οντολογικό. Το εννοιολογικό σύστημα που συνδέεται με τη γλώσσα εν τέλει καθορίζει την οντολογία μας.

Πηγή για την εικόνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου