Μαζί με τη ζωή, ο θάνατος είναι το ερώτημα που απασχολεί πιο
συχνά τη Φιλοσοφία. Κυρίως την απασχολεί ο φόβος του θανάτου και η αγωνία για
τη μεταθανάτια ζωή και διαρκώς ψάχνει να βρει τρόπους οι άνθρωποι να απαλλαγούν
από αυτές τις δυο έγνοιες.
Πριν από περίπου 2300 χρόνια, οι Επικούρειοι, μαθητές του
φιλοσόφου Επίκουρου που ίδρυσε τη φιλοσοφική σχολή του Κήπου, υποστήριξαν ότι ο
θάνατος δεν είναι κάτι σημαντικό και, πάντως, δεν χρειάζεται κανείς να τον
φοβάται. Οι Επικούρειοι ήσαν υλιστές και πίστευαν ότι το σύμπαν αποτελείται από
άφθαρτα άτομα. Τα άτομα αυτά σχηματίζουν σώματα και μετά, αποσπώμενα από αυτά
και συνενωμένα με διαφορετικό τρόπο, σχηματίζουν νέα σώματα. Ο θάνατος δεν
είναι τίποτα άλλο παρά η διάσπαση των ατόμων που ενωμένα σχημάτιζαν προηγουμένως
την ψυχή.
Αυτό οδηγεί σε δύο συμπεράσματα.
Πρώτα-πρώτα στο ότι η ψυχή, αντίθετα με τις πλατωνικές
απόψεις, είναι θνητή. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Επίκουρο, η ψυχή είναι
κι αυτή σώμα, διότι, για να είναι κάτι ζωντανό, πρέπει να έχει την ικανότητα να
δρα και να υφίσταται τη δράση κάποιου εξωτερικού ποιητικού αιτίου. Ως σώμα η
ψυχή δεν μπορεί να είναι αθάνατη. Επομένως, μετά τον θάνατο, όπως όλα τα
σώματα, έτσι κι αυτή αποσυντίθεται.
Εάν τα πράγματα είναι έτσι, τότε –έλεγαν οι Επικούρειοι- ο
θάνατος είναι μία διαδικασία ανάμεσα σε τόσες άλλες και, επομένως, όσοι
γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον φοβούνται.
Εξάλλου, γιατί να μας βασανίζει ο φόβος, εφόσον, όταν μεν υπάρχουμε, ο θάνατος
δεν είναι παρών, όταν δε είναι παρών, εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε;
Το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται με τη μετά θάνατον ζωή. Όταν
μιλούμε για μετά θάνατον ζωή, στην πραγματικότητα αυτό που μας απασχολεί είναι εάν
θα απολαύσουμε μια αιωνιότητα ευτυχίας επειδή ζήσαμε ως δίκαιοι άνθρωποι ή μια
αιωνιότητα δυστυχίας επειδή ζήσαμε ως άδικοι. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι θεοί
είναι αυτοί που μοιράζουν με δικαιοσύνη τη μεταθανάτια ευτυχία ή δυστυχία στους
ανθρώπους. Όμως, αυτές οι αντιλήψεις, που έχουν επίσης την πηγή τους στον
Πλάτωνα, είναι κεναί δόξαι και δουλειά του φιλοσόφου είναι να τις
ανασκευάσει. Αφού η ψυχή μας ως συνένωση ατόμων δεν επιβιώνει μετά τον θάνατο,
είναι ανόητο να μιλούμε καν για μεταθανάτια επιβράβευση ή τιμωρία. Για ποιον
λόγο, λοιπόν, αναρωτιόταν ο Επίκουρος- φορτώνουμε τη ζωή μας με μια περιττή
αγωνία;
Ένας δεύτερος λόγος, εκτός από τις κενές δόξες, που μας
κάνει να έχουμε ή όχι τον φόβο του θανάτου είναι, όπως έλεγε ο Επίκουρος, η
αντίληψή μας για την ηδονή.
Hieronymus
Bosch, The Garden of Earthly Delights (1500-1505)
Μαδρίτη, Museo del Prado |
Ηδονή καθόλου δεν σημαίνει, όπως εσφαλμένα πίστεψαν ορισμένοι,
την παράδοση σε διασκεδάσεις και τέρψεις (σε κενές ηδονές, μη φυσικές και μη
αναγκαίες), αλλά την προσπάθεια του ανθρώπου να μεγιστοποιήσει τις χαρές και να
ελαχιστοποιήσει τους πόνους, σωματικούς και διανοητικούς. Για τον Επίκουρο,
στόχος μιας καλής ζωής είναι η αποφυγή του σωματικού και του διανοητικού πόνου
και η κατάκτηση της απονίας και της αταραξίας αντίστοιχα. Ο φόβος του θανάτου
και η ανησυχία για τη μετά θάνατον ζωή ταξινομούνται στους διανοητικούς πόνους
και αποστολή του σοφού είναι να βρει φάρμακο εναντίον τους.
Ζώντας περισσότερο ή επ’ άπειρον απολαμβάνουμε περισσότερη
ηδονή; Η απάντηση του Επίκουρου είναι αρνητική, αφού η ηδονή δεν συνδέεται με
την ποσότητα αλλά με την ποιότητα της ζωής μας. Κατά συνέπεια, ο θάνατος, ως
τέλος της ζωής, δεν πρόκειται να μας στερήσει ηδονές, επειδή αυτές τις έχουμε
ήδη γευτεί. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι είναι κάτι καλό. Είναι απλώς κάτι αδιάφορο.
Ἀνύποπτον ὁ θάνατος,
καταλήγει ο Επίκουρος στην περίφημη Τετραφάρμακο.
Πηγή για την εικόνα:
Ζωή εξαιρετικό. Ο,τι πρέπει για εισαγωγή στην 3η Δ.Ε. του Φακέλου Υλικού που θα ξεκινήσω αυτή την εβδομάδα... Ούτε παραγγελία να το είχαμε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ χαίρομαι που βοηθάει!
Διαγραφή