Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Walter Benjamin: αύρα


Το 1936, και ενώ ο φασισμός και ο ναζισμός κερδίζουν έδαφος σε όλους τους χώρους, κυκλοφορεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κείμενα αισθητικής με τίτλο The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction (Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής του αναπαραγωγιμότητας). Συγγραφέας του είναι ο Walter Benjamin, μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Στο έργο αυτό, ο Benjamin αναφέρεται στις συνέπειες που έχουν για την τέχνη οι αναπαραγωγικές τεχνολογίες, σαν τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο, εξετάζοντας ταυτόχρονα και άλλα θέματα, όπως την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία.


Καταπώς μας προϊδεάζει ο τίτλος του δοκιμίου, ο Benjamin υποστηρίζει ότι ένα έργο τέχνης μπορούσε πάντοτε και εξακολουθεί να μπορεί –μάλιστα τώρα με περισσότερα και πιο αποτελεσματικά μέσα- να αναπαραχθεί. Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης ήταν πάντοτε και είναι σε θέση να μιμηθεί το έργο ενός άλλου τόσο καλά ώστε οποιαδήποτε διαφορά να είναι εντελώς ανεπαίσθητη. Κι όμως, ονομάζουμε αυτές τις μιμήσεις έργα πλαστά και κανένας μας δεν θα έκανε τον κόπο να επισκεφθεί κάποιο μουσείο για να τις δει. Κι αυτό διότι ακόμη και από το πιο τέλειο αντίγραφο λείπει η ανεπανάληπτη παρουσία του στον χρόνο και στον τόπο, η οποία αποτελεί το στοιχείο της γνησιότητάς του.
Τι κάνει, λοιπόν, ένα πρωτότυπο έργο ανεκτίμητα πιο πολύτιμο από ένα τέλειο αντίγραφό του; Η αξία του, σύμφωνα με τον Benjamin, βρίσκεται στη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του, στην αυθεντικότητά του, σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «αύρα» (Aura). «Αύρα» είναι η ιδιομορφία του, η βαθιά ριζωμένη μοναδικότητα και αναντικατάστατη ύπαρξή του, είναι όλα όσα έχει κληρονομήσει από την καταγωγή του, την υλική του διάρκεια, την ιστορική του μαρτυρία του. Είναι ένα είδος ιδιαίτερης ατμόσφαιρας και γοητείας που περιβάλλει τα έργα τέχνης και τους δίνει τον χαρακτήρα του μακρινού και του απρόσιτου (όχι με τη χρονική και τη χωρική σημασία), κι αυτό παρά την άμεση υλική τους παρουσία. Είναι η αίσθηση του απλησίαστου, που έχει τις ρίζες της στο μαγικό πλαίσιο εντός του οποίου πρωτοδημιουργήθηκε η τέχνη και το οποίο παραμένει πάντοτε ενσωματωμένο σε αυτήν. Είναι το τελετουργικό στοιχείο που μας εμπνέει για το έργο μια ευλάβεια, έναν σεβασμό για ένα αντικείμενο που ενστικτωδώς το αντιμετωπίζουμε ως λατρευτικό και που δεν μπορεί να διατηρηθεί από τη στιγμή που η τέχνη αρχίζει να αναπαράγεται.
Ας χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα έναν καθεδρικό ναό, του οποίου ο ιδιάζων χώρος είναι απολύτως συγκεκριμένος και προσδιορισμένος. Μια φωτογραφία (που είναι το πιο επαναστατικό αναπαραστατικό εργαλείο) αυτού του καθεδρικού ναού τον μεταφέρει σε συνθήκες που δεν είναι εφικτές στο πρωτότυπο. Δηλαδή, τον ξεκολλάει από τη θέση του και τον εγκαθιστά στο στούντιο του φιλότεχνου. Η λατρευτική αξία του καθεδρικού ναού αντικαθίσταται από την εκθετική του αξία. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα χορωδιακό έργο που εκτελούνταν σε μια κλειστή αίθουσα ή στην ύπαιθρο, το οποίο, με την αναπαραγωγή του σε βινύλιο ή σε CD, μπορεί πλέον να το ακούσει κανείς στο δωμάτιό του. Ο κινηματογράφος συνολικά είναι ένα θαμπό αντίγραφο της μεγάλης θεατρικής τέχνης. Ναι μεν δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε και να ξαναβλέπουμε την αγαπημένη μας ταινία στο Αίγιο, στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, όμως αυτή είναι πάντοτε ίδια και πάντοτε πλαστή. Της λείπει το «εδώ και τώρα» (hic et nunc), της λείπει η «αύρα». Πώς να συγκριθεί με μια θεατρική παράσταση, η οποία, όσες πρόβες κι αν έχουν προηγηθεί, ποτέ δεν είναι ίδια με την προηγούμενη, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναπαραχθεί αυτούσια, είναι μοναδική.


Σύμφωνα λοιπόν με τον Benjamin, δεδομένου ότι από μια φωτογραφική πλάκα μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα πλήθος από αντίγραφα, δεν έχει κανένα νόημα να αναζητηθεί το γνήσιο αντίγραφο. Με τη μαζική αναπαραγωγή χάνεται η αυθεντικότητα και η μοναδικότητα του έργου τέχνης και, άρα, αχρηστεύεται το μέτρο γνησιότητας στην καλλιτεχνική παραγωγή, με απώτερη συνέπεια μια ποιοτική αλλαγή (της οποίας προηγείται μια ιστορική ρήξη με την παράδοση), την ανατροπή γενικότερα της λειτουργίας της τέχνης και την απώλεια της καλλιτεχνικής αξίας συνολικά.
Τι μένει μετά από έναν τέτοιο σεισμό; Με τη δυνατότητα της μηχανικής αναπαραγωγής και έχοντας απολέσει τη θεμελίωσή της στη λατρεία, η τέχνη αποκτά ένα νέο θεμέλιο: την πολιτική. Ο Benjamin, απαντώντας στη φασιστική αισθητικοποίηση της πολιτικής όπως αυτή εκφραζόταν από τον Filippo Tommaso Emilio Marinetti, προβάλλει την κομμουνιστική πολιτικοποίηση της αισθητικής. Για τον Benjamin νόημα έχει όχι να σωθεί η τέχνη, αστική επιδίωξη την οποία θεωρεί αξιοκατάκριτα εγωκεντρική, αλλά να καταστεί η τέχνη ωφέλιμη για προοδευτικούς πολιτικούς σκοπούς, πράγμα που πιστεύει ότι είναι δυνατόν να συμβεί. Η τέχνη, κατά την εποχή της αναπαραγωγιμότητας, έχει μεν απολέσει την «αύρα», όμως επιτρέπει στο αντίγραφο να κινηθεί προς τον θεατή του. Η τέχνη γίνεται μαζική και, παρά τις αντιρρήσεις του Theodor Adorno που υποστηρίζει ότι η μαζική τέχνη συμφιλιώνει το κοινό με την καθεστηκυία τάξη, o Benjamin αισιόδοξα βλέπει μια πολιτικά προοδευτική δυναμική σχέση του κοινού με αυτήν, η οποία έτσι γίνεται ένα μέσον πολιτικής επικοινωνίας.

Πηγή για την εικόνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου