Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Ο μύθος της Ευρώπης ΙΙ


Υπάρχει πολυτιμότερος πρεσβευτής από ένα χρυσό νόμισμα; Ποιος ταξιδεύει πιο πολύ απ’ αυτό; Πόσα χέρια το αγγίζουν;
Η Ευρώπη αιώνες τώρα ταξιδεύει πάνω σε ένα νόμισμα. Πετάει πάνω από θάλασσες. Κρύβεται σε πουγκιά. Κυλιέται στη λάσπη. Μέσα στο σκοτάδι περνάει από χέρι σε χέρι. Γίνεται μάρτυρας άπληστων δολοφόνων. Άνομων συναλλαγών. Στο τέλος, ένα τρυφερό χέρι βάζει το χρυσό νόμισμα κάτω από το τρεχούμενο νερό και ανακτά τη λάμψη της εικόνας της μαζί και την αθωότητά της.
Στην Κύζικο, ο Ένιππος, ο έμπορος από την Δήλο, πούλησε τα πανέμορφα αγγεία του και γέμισε στατήρες το πουγκί του. Μα, όπως τους μέτραγε, ένας από αυτούς του φάνηκε πως ήταν πιο γυαλιστερός από τους άλλους και τον έβαλε στην άκρη. Αυτόν θα αφιέρωνε στο ιερό του Απόλλωνα, στο ιερό νησί, όχι χωρίς υστεροβουλία ήταν η αλήθεια, αφού μια καλή κουβέντα από τον άρχοντα ιερέα θα έκαναν τις συναλλαγές του πιο εύκολες. Όμως, του ήρθε ξαφνικά η ιδέα και με ένα σκληρό βελόνι βαθούλωσε το μέταλλο, εκεί στην τραχηλιά του ταύρου, και άφησε μια εγκοπή πάνω του, μια εγκοπή που ταίριαζε με τις άλλες εγκοπές, τόσο φυσικά διακριτική που μόνον αυτός μπορούσε να την ξεχωρίσει. Αυτή η εγκοπή, αυτό το σχίσιμο στο μέταλλο, δεν υπήρχε σε κανέναν άλλο στατήρα. Η μήτρα τα έβγαζε όλα με την ίδια μορφή.


Τα χρόνια πέρασαν. Το καράβι του Ένιππου έσχιζε όλες τις θάλασσες από ανατολή σε δύση, φέρνοντας πλούτη στον ίδιο μα και στο θεϊκό νησί. Στη Μασσαλία βρέθηκε εκείνο το καλοκαίρι. Πάλι πήλινα πουλούσε στους εμπόρους. Πάλι με χρυσά νομίσματα γέμισε το πουγκί του. Ανάμεσα τους κι ένας χρυσός στατήρας. Πήρε με λαχτάρα το πολύτιμο νόμισμα στα χέρια του και το έψαξε στο φως. Την εγκοπή αναζήτησε στην τραχηλιά. Ήταν εκεί. Το δικό του σημάδι ήταν εκεί. Ο ταύρος με τη μυθική κοπελιά ήταν εκεί. Στη Μασσαλία είχε φθάσει η χάρη της, στην παλιά αποικία των Φωκαέων.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρόκειται για στατήρα (=νόμισμα) από την Κύζικο, την πόλη της Προποντίδας. Χρονολογείται μεταξύ 500 και 460 π.Χ. και βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Όταν ο Alphonse Mucha συνάντησε τη Leslie Carter


Η κυρία Leslie Carter (το πατρικό της όνομα ήταν Caroline Louise Dudley), η αμερικανίδα Sarah Bernardt όπως ήταν κυρίως γνωστή, στάθηκε πολύ τυχερή. Το 1908 ανακοίνωσε το νέο της έργο με τίτλο Kassa κυκλοφορώντας μια αφίσα φιλοτεχνημένη από τον σπουδαίο Τσέχο art nouveau καλλιτέχνη Alphonse Mucha. Ο Mucha δεν ήταν νέος στον χώρο, αφού στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με την «αυθεντική» Sarah Bernardt, αλλά και άλλους γνωστούς καλλιτέχνες. Στην πραγματικότητα, ο Mucha έφερε εις πέρας την παραγγελία της Carter χρησιμοποιώντας τις καλλιτεχνικές ευκολίες που είχε αποκτήσει από τις προηγούμενες δουλειές του.


Η έμπνευσή του έρχεται από το ίδιο το έργο. Η Kassa, αυτή η νέα από την Ουγγαρία, ψηλή, λεπτή, επιβλητική, αθώα και θλιμμένη, φορά ένα ρούχο μακρύ, με πτυχώσεις, και στα μαλλιά στεφάνι από λουλούδια. Περιβάλλεται από σύμβολα. Κρίνοι, που συμβολίζουν την παρθενικότητά της κατά την εποχή που σκόπευε να αφιερωθεί στον Θεό και να μπει σε μοναστήρι. Κόκκινες καρδιές, που συμβολίζουν την αγάπη της για τον πρίγκιπα τον οποίο συνάντησε στον δρόμο της. Και αγκάθινα στεφάνια, που συμβολίζουν τον πόνο της όταν ο αγαπημένος της την εγκατέλειψε έγκυο.
Η αφίσα του Mucha ήταν το μόνο τυχερό πράγμα σε σχέση με αυτήν την παράσταση. Κατά τα άλλα, το θεατρικό έργο ήταν μια πραγματική καταστροφή που οδήγησε την κυρία Leslie Carter στην χρεοκοπία.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Για το σώμα μας και τον έρωτα


Χρόνια μακράς άσκησης στη χρησιμοθηρία και στον ωφελιμισμό μας έχουν μάθει να αντιμετωπίζουμε και το κορμί μας σαν ένα εργαλείο προορισμένο μόνο να εκτελεί το αναγκαίο και το λειτουργικό. Σκουπίζουμε το σπίτι μας, δουλεύουμε το κομπρεσέρ, τρέχουμε βιαστικά για να προλάβουμε το λεωφορείο, χτυπάμε με τις ώρες τα πλήκτρα ενός υπολογιστή, σκύβουμε πάνω από ένα βιβλίο, περπατούμε άκαμπτοι σε δεξιώσεις, πετυχαίνουμε ρεκόρ στο άλμα, κινούμαστε εντυπωσιακά και αναίσχυντα μισόγυμνοι πάνω σε μια πασαρέλα.
Στα πλαίσια της ίδιας χρησιμοθηρίας, μας έχουν πει ότι πρέπει και να το προσέχουμε. Νος γιής ν σώματι γιε, μας επαναλαμβάνουν ως άλλοθι σε κάθε ευκαιρία. Ξεφυσάμε λοιπόν στα γυμναστήρια, ιδρώνουμε σηκώνοντας τόνους από βάρη, τρέχουμε αμέτρητα χιλιόμετρα κάνοντας τζόκινγκ, ξαπλώνουμε φορώντας το τελευταίο μοντελάκι σε μια πλαζ της μόδας, επενδύουμε τα όνειρά μας στα κάθε λογής ινστιτούτα, εμπιστευόμαστε στα επιτήδεια χέρια ποικίλων «δημιουργών», παραφουσκωνόμαστε με αναβολικά, παραδινόμαστε σε κρεβάτια χειρουργείων και ξοδεύουμε ατέλειωτες ώρες μπροστά σε καθρέφτες που αναπαράγουν ναρκισσιστικά τη δική μας εικόνα. Λάδια, κρέμες, αλοιφές και εκατοντάδες άλλα προϊόντα με ξενικά ονόματα –ρουζ, μάσκαρα, κραγιόν, κολόνια, σαμπουάν, ζελ- έχουν εισβάλλει με απαιτήσεις στη ζωή μας και στην τσέπη μας. Η αγάπη για το σώμα μας γίνεται λαγνεία για την ίδια τη ζωή: να το κρατήσουμε δυνατό, νεανικό, δροσερό. Οι ρυτίδες και τα σημάδια του χρόνου απαλείφονται τεχνητά, για να απαλειφθεί μαζί τους –όσο γίνεται- και η προοπτική του θανάτου.

Κώστας Βαρώτσος, Δρομέας (1988)

Από την άλλη, είναι ο τρόπος που γευόμαστε τη θάλασσα, που σηκώνουμε το κεφάλι για να δούμε το πέταγμα ενός πουλιού, που αφηνόμαστε στο χάδι του άνεμου και στην καυτή ανάσα του ήλιου, που τρέχουμε να προφυλαχτούμε από μια ξαφνική βροχή, που αγγίζουμε ένα τριαντάφυλλο, που κόβουμε τον πρώτο καρπό της λεμονιάς, που δινόμαστε στο αγαπημένο κορμί. Εκεί πια η λειτουργικότητα και η ταχύτητα υποχωρούν. Εκεί ακόμα και οι ρυτίδες ή οι ατέλειες σβήνονται. Μένει μόνον ο έρωτας. Για τη θάλασσα, τη βροχή, τα λουλούδια και τον άλλον. Το άψογο χτένισμα καταστρέφεται, τα πολυτελή ρούχα τσαλακώνονται, η πόζα και η προσποίηση καταργούνται. Η στάση ή η κίνηση δεν μας εξασφαλίζουν καμιά κοινωνική καταξίωση. Είναι μόνον το άνοιγμα στον άλλον. Ένας διαφορετικός κώδικας για να πούμε αν πονάμε, αν είμαστε λυπημένοι, χαρούμενοι ή ερωτευμένοι.

Robert Doisneau, Le baiser de l’hôtel de ville (1950)

Τώρα ξέρουμε ακόμα και πού βρίσκεται εκείνο το ιδιότροπο, ανυπότακτο μικρό δαχτυλάκι του δεξιού μας ποδιού. Αυτό που στριμωγμένο καθώς είναι, το ξεχνάμε πάντα. Αν μας ρωτήσουν, την ώρα που βιαστικά εκτελούμε την οποιαδήποτε κίνηση, πού είναι εκείνη τη στιγμή το μικρό μας δαχτυλάκι, είναι βέβαιο ότι το αγνοούμε. Όταν όμως ερωτευόμαστε, ερωτευόμαστε ολόκληροι. Σπαρταράει ολόκληρο το κορμί μας. «Είμαι ερωτευμένος με όλη μου την ψυχή», λέμε, μεταθέτοντας το ζήτημα του συνολικού σε έναν υπερβατικό, ανεξερεύνητο χώρο. Στην πραγματικότητα, είναι με όλο μας το κορμί που αγαπάμε. Και με το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού μας ποδιού.

Πηγή για την εικόνα

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Eugène François Vidocq: ο "πατέρας της εγκληματολογίας"


Τον Σεπτέμβριο του 1795 ο εικοσάχρονος Eugène François Vidocq καταδικάζεται σε φυλάκιση τριών μηνών για τον ξυλοδαρμό της αγαπημένης του Francine Longuet και του εραστή της. Η παραμονή του, όμως, στη φυλακή παρατείνεται, επειδή, όπως ισχυρίζονται δύο συγκρατούμενοί του, αυτός ήταν που πλαστογράφησε το χαρτί της αποφυλάκισής τους. Στο διάστημα που ακολουθεί ο Vidocq μπαινοβγαίνει διαρκώς στη φυλακή, αφού όσες φορές συλλαμβάνεται άλλες τόσες αποδρά. Εν τέλει, το δικαστήριο τον καταδικάζει σε 8 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας για πλαστογράφηση και ο Vidocq μεταφέρεται στη φυλακή της Brest. Δραπετεύσεις και συλλήψεις διαδέχονται η μια την άλλη, ώσπου, στις 6 Μαρτίου του 1800, αποδρά οριστικά με τη βοήθεια μιας πόρνης.


Ελεύθερος πλέον και με την ταυτότητα ενός Αυστριακού, εγκαθίσταται στη Rouen όπου αρχίζει μεθοδικά να χτίζει τη φήμη ενός ευυπόληπτου επιχειρηματία. Όμως, το παρελθόν του δεν παύει να τον καταδιώκει κι έτσι η καταδίκη (σε θάνατο αυτήν την φορά), η φυλάκιση και η απόδραση ξαναγίνονται μέρος της ζωής του. Μετά από κάμποσες περιπέτειες και πολλές προδοσίες ο Vidocq συλλαμβάνεται εκ νέου στη 1 Ιουλίου του 1809, λίγες μόλις ημέρες πριν από τα 34 γενέθλιά του. Τώρα, όμως, ο Vidocq, μετά από τόσα χρόνια κυνηγημένος, έχει αποφασίσει να αλλάξει ζωή και γι’ αυτό προτείνει στην αστυνομία να συνεργαστεί μαζί της ως πληροφοριοδότης. Το αίτημά του γίνεται δεκτό.
Ο Jean Henri, αρχηγός της παρισινής αστυνομίας, φαίνεται ότι εκτιμά τη συνεργασία του και προτείνει την αποφυλάκισή του, η οποία, όμως, οργανώνεται ως απόδραση για να διαλύσει ενδεχόμενες υποψίες των συγκρατουμένων του. Ο Vidocq συνεχίζει να δουλεύει για την αστυνομία. Προσποιούμενος τον καταζητούμενο, εισερχόμενος στους κύκλους των εγκληματιών και αλλάζοντας διαρκώς ταυτότητα, καταφέρνει να της εξασφαλίσει πολύτιμες πληροφορίες για διάφορα εγκλήματα.
Στα τέλη του 1811 ο Vidocq δημιουργεί πειραματικά μια αστυνομική μονάδα από πολίτες  που ονομάζεται Brigade de la Sûreté, η οποία φαίνεται ότι ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε έναν χρόνο αργότερα μετασχηματίζεται σε επίσημη αστυνομική μονάδα με αρχηγό τον ίδιο τον Vidocq. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1813 ο Napoleon υπογράφει διάταγμα που δίνει στο σώμα το οριστικό του όνομα: Sûreté National. Το νέο αστυνομικό σώμα οργανώνεται από τον Vidocq και επανδρώνεται με πρώην καταδίκους σαν τον ίδιο ή με ανθρώπους που βρίσκονται στη φυλακή, με πιο γνωστό παράδειγμα τον μετέπειτα αντικαταστάτη του στην αρχηγία του σώματος, τον Coco Lacour. Το έγκλημα στο Παρίσι περιορίζεται δραστικά και ο  Vidocq αμείβεται περίφημα, ωστόσο οι μέθοδοί του δεν είναι πάντοτε αποδεκτές. Από την άλλη, οι κατηγορίες που στο παρελθόν είχαν οδηγήσει στην καταδίκη του δεν έχουν αποσυρθεί και μόνον τον Μάρτιο του 1817 ο βασιλιάς απονέμει χάρη στον Vidocq.

Η καταδίκη του Vidocq για πλαστογραφία 

Το τέλος της καριέρας του, όμως, έρχεται κάπως απότομα. Ο νέος αρχηγός της γαλλικής αστυνομίας, ο Duplessis, αντιπαθεί αμέσως τον Vidocq (αίσθημα αμοιβαίο εξάλλου), θεωρώντας ότι οι άνθρωποι που εκείνος έχει στρατολογήσει κακώς κυκλοφορούν σε οίκους ανοχής και κακόφημα μπαρ. Το επιχείρημα του Vidocq ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για τη δουλειά παύει να εισακούγεται και έτσι, τον Ιούνιο του 1827, αυτός υποβάλλει την παραίτησή του. Στο εξής, πλούσιος πια, θα ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, αν και όχι με μεγάλη επιτυχία. Επιστρέφει στην αστυνομία το 1830 για να παραιτηθεί και πάλι επεισοδιακά το 1832. Έναν χρόνο μετά ο Vidocq ανοίγει ένα ιδιωτικό γραφείο πληροφοριών, χρησιμοποιώντας για μια ακόμα φορά πρώην καταδίκους και γίνεται έτσι ο πρώτος ιδιωτικός detective στην ιστορία. Η αντιδικία του με την επίσημη αστυνομία και οι αμφιλεγόμενες μέθοδοί του γεννούν εχθρούς, για να ακολουθήσουν νέες καταδίκες και νέες πολιτικές εμπλοκές. Ο Vidocq πεθαίνει στις 11 Μαΐου του 1857, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά πολύ ενδιαφέρουσα και καινοτόμο. Μυστικοί πράκτορες, βαλλιστική και εγκληματολογία, γύψινες μήτρες για τα αποτυπώματα και ανεξίτηλη μελάνη είναι μερικά από τα όπλα του εναντίον του εγκλήματος.
Πάντως, αυτός ο «πατέρας τη εγκληματολογίας», όπως συνηθίζουν να τον ονομάζουν, αυτός που ενέπνευσε τόσους λογοτέχνες, καμάρωνε ότι ποτέ δεν κατέδωσε ή συνέλαβε κάποιον που έκλεψε από πραγματική ανάγκη.

Πηγές για τις εικόνες:

Όταν η λογοτεχνία εμπνέεται από τη ζωή


Στο έργο του Victor Hugo Les Misérables (Οι άθλιοι) ο κεντρικός ήρωας, ο JeanValjean, είναι ένας πρώην κατάδικος που αλλάζει πορεία, όμως το παρελθόν, με τη μορφή του ικανότατου επιθεωρητή Javert, δεν παύει να τον κυνηγά.

Ο Vautrin με τον Eugène de Rastignac στο Le Père Goriot

Ο Honoré de Balzac δημιουργεί έναν μυθιστορηματικό ήρωα με το όνομα Vautrin, ο οποίος κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο έργο Le Père Goriot (Ο μπαρμπα-Γκοριό). Το πραγματικό του όνομα είναι Jacques Collin και είναι ένας κατάδικος που έχει αποδράσει, γι’ αυτό και κρύβεται. Κυνικός και πανταχού παρών, διατηρεί σχέσεις με τον υπόκοσμο. Όμως, η αποτελεσματικότατη παρισινή αστυνομία τον συλλαμβάνει με τέχνασμα και τον κλείνει στη φυλακή, απ’ όπου εκείνος λίγο αργότερα θα αποδράσει μεταμφιεσμένος σε φρουρό. Θα κάνει τη δεύτερη εμφάνισή του στο τέλος του Illusions Perdues (Χαμένες Ψευδαισθήσεις), όταν θα συνάψει συμβόλαιο με τον πρωταγωνιστή Lucien de Rubempré, βάσει του οποίου εκείνος μεν θα του εξασφαλίσει πλούτη και επιτυχία και ο Lucien θα τον υπακούει χωρίς ερωτήσεις. Στο sequel του Illusions Perdues, με τίτλο Splendeurs et misères des courtisans (Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων), ο κατάδικος, που αυτήν τη φορά έχει το όνομα Abbé Carlos Herrera (Tromp-la-Mort είναι το ψευδώνυμό του στη φυλακή, επειδή καταφέρνει και ξεγελάει τον θάνατο) γίνεται κεντρικός χαρακτήρας. Στο τέλος του έργου, παρά τα εγκλήματά του, συνεργάζεται με την αστυνομία και φτάνει να γίνει αρχηγός της Sûreté για 15 χρόνια. O Vautrin κάνει μια ακόμα εμφάνιση –σύντομη αυτήν τη φορά- στο La cousine Bette (Η εξαδέλφη Μπέτα), όπως και στο Le contrat de marriage (Συμβόλαιο γάμου) και, τέλος, δίνει το όνομά του σε ένα θεατρικό έργο που έγραψε ο Balzac το 1840.

Ο Vautrin στο Splendeurs et misères des courtisans

Ο Eugène Sue στο Les Mystères de Paris πλάθει τον Rodolph de Gerolstein, έναν επιστήμονα εκπρόσωπο του νόμου, ο  Émile Gaboriau τον Monsieur Lecoq (σημειώστε το όνομα), ο Edgar Allan Poe δημιουργεί τον ερασιτέχνη detective Auguste Dupin και, φυσικά, ο Sir Arthur Conan Doyle τον ξεχωριστό και πολύ αγαπημένο Sherlock Holmes.
Φαίνεται πως το μοτίβο του καταδίκου που καταλήγει να θέσει τον εγκληματικό του εγκέφαλο στην υπηρεσία της αστυνομίας ή αυτό του εκπροσώπου του νόμου που αξιοποιεί επιστημονικές μεθόδους για τη διαλεύκανση του εγκλήματος είναι σύνηθες στη λογοτεχνία. Και φαίνεται πως αυτό το μοτίβο έχει ως πρότυπο έναν πραγματικό άνθρωπο, τον πρώην κατάδικο και μετέπειτα αρχηγό της Sûreté Nationale Eugène FrançoisVidocq.

Πηγές για τις εικόνες:

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Όταν η Jane Austen συνάντησε τον Αριστοτέλη


Πάντοτε με προβλημάτιζε η συμπεριφορά του κυρίου Darcy, του πρωταγωνιστή της Jane Austen στο έργο της Pride and Prejudice (Περηφάνια και Προκατάληψη). Αποτελούσε αίνιγμα για μένα η έπαρσή του και η περιφρόνησή του για τους άλλους. Γι’ αυτό και δικαιολογούσα δίχως επιφυλάξεις την οργισμένη αντίδραση και την απόρριψή του εκ μέρους της δεσποινίδος Elizabeth Bennet.
Όταν όμως διάβασα τα αριστοτελικά Ηθικά Νικομάχεια κυριολεκτικά μου άνοιξαν τα μάτια. Ο μεγαλόψυχος, λέει ο Αριστοτέλης, γνωρίζει ότι στον δημόσιο βίο το ανώτερο είναι η αρετή, και αυτήν την έχει ήδη. Όμως, είναι τέτοιες οι πράξεις του που εγείρουν την απαίτηση προς την κοινότητα να του αναγνωρίσει την προσφορά του, όσο κι αν, για τον ίδιο, αυτή η αναγνώριση δεν αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, κάτι πολύτιμο. Γι’ αυτό, συχνά, φαίνεται περιφρονητικός απέναντι στους άλλους. Δείχνει και σπάνια ειλικρίνεια.
Αναρωτιέμαι μήπως η δεσποινίς Bennet χρειαζόταν να έχει διαβάσει Αριστοτέλη για να μπορέσει να διακρίνει και να εκτιμήσει την ηθική ποιότητα του εξαίρετου κύριου Darcy πριν τα συμβεβηκότα αποδείξουν έμπρακτα την αξία του.

Πηγή για την εικόνα:
https://www.thetimes.co.uk/article/do-opposites-attract-only-in-the-movies-cgq7tk2b5

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Θραύσματα πολέμου


Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέλευθος μία ανθολογία σπουδαίων αντιπολεμικών κειμένων, που γράφτηκαν από συγγραφείς οι οποίοι έζησαν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα κείμενα μεταφράστηκαν από όσους φοιτούσαν στα Εργαστήρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα υπό την εποπτεία της καθηγήτριας Έφης Κορομηλά.


Ιδιαίτερο είναι αυτό το βιβλίο για μένα, αφού ένας από τους μεταφραστές είναι ο Σέργιος Τρεχλής.
Καλοτάξιδο!

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Τι μπορούμε να μάθουμε από τον Αριστοτέλη


1. Ας μην εμπιστευόμαστε όσους ισχυρίζονται ότι η οικονομία μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτική. Και στην προσωπική μας ζωή, παρότι οι υλικές προϋποθέσεις είναι κι αυτές αναγκαίες για την απόκτηση της ευδαιμονίας, ας μην μετατρέπουμε όλες τις δραστηριότητές μας σε οικονομικές δράσεις, αποσκοπώντας αποκλειστικά στην παραγωγή και στην απόκτηση πλούτου.
2. Υπάρχουν και «κατασκευασμένες» υλικές/σωματικές ανάγκες, οι οποίες ίσως μας ξεγελάσουν και μας κάνουν να νομίσουμε ότι η εκπλήρωσή τους θα μας δώσει ηδονή. Ας σκεφτούμε πόσο πόνο περιέχουν οι περισσότερες. Μήπως να αναζητήσουμε κάτι ανώτερο, ανεμπόδιστο από τους σωματικούς περιορισμούς;
3. Ας μην επαναπαυόμαστε. Η αρετή δεν είναι κάτι κεκτημένο και στατικό. Είναι πάντοτε σε κίνηση και υπό διαμόρφωσιν, γι’ αυτό χρειάζεται να ασκούμαστε διαρκώς πράττοντας ηθικές πράξεις. Ο Αριστοτέλης αποδίδει αυτό το «διαρκώς» ως εξής:  μία γρ χελιδν αρ ο ποιε, οδ μία μέρα. οτω δ οδ μακάριον κα εδαίμονα μία μέρα οδ’ λίγος χρόνος.
4. Ας μην νομίζουμε ότι αρκούν οι καλές προθέσεις και η καλή μας η καρδιά ή απλώς η επιθυμία μας να γίνουμε αγαθοί. Πρέπει να ενεργήσουμε. Επιπλέον, πρέπει οπωσδήποτε να μην αστοχήσουμε, αλλά να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε την αγαθή πράξη, για να μπορούμε να θεωρηθούμε αγαθοί.
5. Για να αρχίσουμε να πράττουμε, προϋποτίθεται η προαίρεση να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας και είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Απαιτείται, δηλαδή, να γνωρίζουμε (με τον νου) τον σκοπό της πράξης, (με τη βούλευση) τα μέσα και να έχουμε τη διανοητική επιθυμία να πράξουμε.
6. Ας θυμόμαστε ότι το πραγματικό αγαθό είναι αντικειμενικό, που όμως δεν βασίζεται σε κανόνες. Ο μόνος κανόνας είναι ο ηθικά εξαίρετος άνθρωπος (που μάλλον πρέπει να τον εντοπίσουμε) και το παράδειγμά του, επειδή αυτός αναγνωρίζει την ουσιώδη σύσταση της ηθικής πράξης ενταγμένης στην προοπτική ενός ηθικού τέλους ( σπουδαος καστα κρίνει ρθς, κα ν κάστοις τληθς ατ φαίνεται). Την αξία της πολιτικής και της εκπαίδευσης σε σχέση με τον ηθικό λόγο μπορούμε να την αντιληφθούμε από αυτό: από το εάν εξασφαλίζουν την «ορατότητα» του εξαίρετου ανθρώπου και, κατά συνέπεια, από το εάν συνιστούν τόπους ηθικών παραδειγμάτων.
7. Ας μην πιστεύουμε όποιον ισχυρίζεται ότι το νόμιμο ταυτίζεται με το ηθικό. Το νόμιμο ποικίλλει αναλόγως των πολιτικών συνθηκών και σε αυτό χωρεί επανόρθωση, ενώ το ηθικά ορθό είναι ένα και μοναδικό. Ωστόσο, η νομιμότητα είναι κι αυτή ηθικά και πολιτικά σημαντική, γι’ αυτό, ακόμα και όταν πρόκειται για υπακοή σε κακούς νόμους, είναι αξιακά ανώτερη από την ανομία, στην οποία, εξάλλου, φωλιάζει το ριζικό κακό.
8. Ας είμαστε καχύποπτοι όταν οι πολιτικοί νομοθετούν καθ’ υπερβολήν εσπευσμένα και εφήμερα, εισάγοντας προς ψήφισιν στη βουλή διατάξεις με τη διαδικασία του επείγοντος και του κατεπείγοντος, καθώς έτσι ο ρόλος του έμπειρου νομοθέτη αναλαμβάνεται από ανθρώπους που δεν διαθέτουν την ανάλογη γνώση και εμπειρία.
9. Ας μην ζηλεύουμε τους πολιτικούς. Στην ουσία αυτοί δουλεύουν για μας. Η ιδιότητά μας ως θεατών/ακροατών στον πολιτικό βίο μάς προσφέρει μια καθόλου αμελητέα ηδονή.


10. Ας επικαλούμαστε την άγνοια σε ηθικά ζητήματα με φειδώ, επειδή –να το ξέρουμε- δεν μας απενοχοποιεί σε κάθε περίσταση.
11. Ας μην παινευόμαστε για την εγκράτειά μας. Στο ηθικό πεδίο, ζητούμενο είναι να μην δίνουμε αχρείαστες μάχες που προκαλούν αναίτιο πόνο. το σπουδαίο είναι να μην χρειάζεται να δώσουμε καμία μάχη για να κατανικήσουμε τους πειρασμούς.
12. Ας μην υποτιμάμε τη λογική στον χώρο της πράξης (είμαστε λογικά ανθρώπινα υποκείμενα), καθώς αυτή μας βοηθάει να συλλαμβάνουμε μακροπρόθεσμους σκοπούς.
13. Μέτρο της ηθικότητας δεν είναι ο εαυτός μας, αλλά οι άλλοι. Εκείνων τα αγαθά υπερασπιζόμαστε με την ηθική μας συμπεριφορά (ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την ετερότητα, παρά τις κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί). Επιπλέον, η ποιότητα της αρετής μας καθορίζει και το είδος των φίλων που θα αποκτήσουμε, εφόσον φίλοι μας μπορούν να είναι μόνον άνθρωποι ανεξάρτητοι μεν, όμοιοι δε με εμάς ως προς την αρετή. Τελεία δ’ στν τν γαθν φιλία κα κατ’ ρετν μοίων. Και ας μην βιαστούμε να πούμε ότι αρκούμαστε σε κατώτερες φιλίες, γιατί αυτές είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές και θα το μετανιώσουμε. Και κάτι ακόμα: ας μην υπολογίζουμε στους φεϊσμπουκικούς μας φίλους. Ο Αριστοτέλης το λέει ξεκάθαρα ότι φιλία από απόσταση δεν υπάρχει, αφού η ύπαρξή της συναρτάται με δραστηριότητα (να πίνουμε το καφεδάκι μας μαζί, να απολαμβάνουμε μια καλή παράσταση, να κάνουμε μια εκδρομή, να χορεύουμε). Και αν τα κάνουμε όλα αυτά, ας μην έχουμε έγνοια: η φιλία μας δεν θα χαθεί ποτέ.
14. Ας μην φανταζόμαστε την ηθική δραστηριότητα ως κάτι στεγνό και άχαρο, ως μια επίπονη, και πάντως άγευστη και άψυχη, συνήθεια. Μας προσφέρει και ηδονή; Τότε βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Η ηδονή είναι ο τρόπος που έχουμε για να αναγνωρίσουμε εάν διαθέτουμε ηθική ποιότητα και το κίνητρο για να την επιδιώξουμε. Με άλλα λόγια, «ηθική γνώση» έχει μόνον εκείνος στον οποίο η γνώση για το αγαθό ισοδυναμεί με το ότι ελκύεται από αυτό.

Πηγή για την εικόνα: