Το
1649, ο Γάλλος φιλόσοφος René Descartes φτάνει
στη Σουηδία, καλεσμένος από τη βασίλισσα Χριστίνα η οποία επιθυμούσε να μαθητεύσει
στη φιλοσοφία του. Γεμάτη ζωτικότητα και φαντασιοπληξία, η Χριστίνα ήθελε να
κάνει τη χώρα της κέντρο πολιτισμού και γι’ αυτό είχε συγκεντρώσει στην αυλή
της σοφούς από διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Με τον Descartes είχε ανταλλάξει κάποιες επιστολές, εκφράζοντας τους δισταγμούς της σχετικά με τις μεταφυσικές αντιλήψεις του φιλοσόφου για το άπειρο. Πώς μπορούσε το άπειρο να συμβιβαστεί με τη δημιουργία του κόσμου σύμφωνα με την Αγία Γραφή (στο παρελθόν); Πώς μπορούσε το άπειρο να συμβιβαστεί με το τέλος του κόσμου σύμφωνα με τα Ευαγγέλια (στο μέλλον); Τι γίνεται, τέλος, με το δόγμα που διδάσκει πως το σύμπαν δημιουργήθηκε μόνο για τον άνθρωπο; Ο Descartes της απάντησε προσπαθώντας να δώσει εξηγήσεις.
Με τον Descartes είχε ανταλλάξει κάποιες επιστολές, εκφράζοντας τους δισταγμούς της σχετικά με τις μεταφυσικές αντιλήψεις του φιλοσόφου για το άπειρο. Πώς μπορούσε το άπειρο να συμβιβαστεί με τη δημιουργία του κόσμου σύμφωνα με την Αγία Γραφή (στο παρελθόν); Πώς μπορούσε το άπειρο να συμβιβαστεί με το τέλος του κόσμου σύμφωνα με τα Ευαγγέλια (στο μέλλον); Τι γίνεται, τέλος, με το δόγμα που διδάσκει πως το σύμπαν δημιουργήθηκε μόνο για τον άνθρωπο; Ο Descartes της απάντησε προσπαθώντας να δώσει εξηγήσεις.
Όταν
ο φιλόσοφος λαμβάνει την πρώτη πρόσκληση από τη βασίλισσα να ταξιδέψει στη χώρα
της, διστάζει να το αποφασίσει. Πώς να ζήσει στη χώρα των αρκουδιών, λέει ο
ίδιος. Όμως η Χριστίνα δεν έχει συνηθίσει να δέχεται αρνήσεις. Στέλνει και
δεύτερη και τρίτη πρόσκληση και, τέλος, στέλνει στην Ολλανδία ένα καράβι για να
παραλάβει τον Descartes. Εκείνος,
χωρίς να καλοκαταλάβει περί τίνος πρόκειται, αποπέμπει τον ναύαρχο και
επιστρέφει στην απομόνωσή του. Όμως, τελικά υποκύπτει και κάνει το ταξίδι.
Μόλις φθάνει στη Σουηδία, η Χριστίνα του παραχωρεί δύο ακροάσεις, στις οποίες ο Descartes ανακαλύπτει πως η βασίλισσα ελάχιστη σχέση έχει με τη φιλοσοφία. Συγχρόνως, μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, εκείνη δεν βιάζεται να σπουδάσει φιλοσοφία και τον αφήνει στην ησυχία του κάμποσο καιρό, αναθέτοντάς του άλλες δραστηριότητες, όπως να φτιάξει ένα σχέδιο καταστατικού Ακαδημίας. Ο Descartes δουλεύει με ενδιαφέρον, όμως βρίσκει, γενικά, τη ζωή πληκτική σ’ αυτήν τη μόνιμα παγωμένη χώρα, ενώ δεν τα πάει καθόλου καλά και με τους ντόπιους.
Pierre Louis Dumesnil,
Descartes àla cour de la reine Christine de Suède (detail)
Musée National du Château
de Versailles |
Όταν η Χριστίνα, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, αποφασίζει επιτέλους να αρχίσει να μαθαίνει φιλοσοφία, έχει την ιδέα να ορίσει τα μαθήματα στις 5 το πρωί, θεωρώντας πως εκείνη την ώρα το μυαλό της θα είναι πιο δεκτικό και η κατανόησή της μεγαλύτερη. Ο Descartes, συνηθισμένος να σηκώνεται από το κρεβάτι του το μεσημεράκι, υποφέρει. Στις αρχές Φεβρουαρίου πέφτει άρρωστος και σύντομα εκδηλώνεται πνευμονία. Εκείνος αρνείται να εξεταστεί από Γερμανό γιατρό και συναινεί μόνο κατόπιν ειδικής εντολής της βασίλισσας. Του συστήνεται αφαίμαξη. «Φεισθείτε το γαλλικό αίμα», απαντάει. Όταν η κατάστασή του επιδεινώνεται και υποχρεώνεται να δεχθεί την αφαίμαξη, είναι πλέον αργά. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1650, ξυπνάει στις 4 το πρωί, αγχωμένος μήπως η βασίλισσα τον περιμένει για το μάθημα. Στη συνέχεια, ξαναπέφτει στο προσκεφάλι, προφέροντας τις τελευταίες του λέξεις: “Ça, mon âme, il faut partir” (=ψυχή μου, πρέπει να φύγεις).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου