Ο
Άγγλος John
Maynard, πρώτος
βαρώνος Keynes, θεωρείται
ο οικονομολόγος με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αιώνα. «We are all keynesians now» (= είμαστε
όλοι κεϋνσιανοί τώρα) είναι η διάσημη φράση του ρεπουμπλικανού Αμερικανού
προέδρου Ronald
Reagan, που
δείχνει τη δημοφιλία του Keynes ακόμη
και μεταξύ εκείνων που ακολούθησαν αντίθετη οικονομική πολιτική.
Ο
Keynes έγινε
πολύ γνωστός το 1919, όταν, στο βιβλίο του The Economic
Consequences of
the
Peace
(Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης),
διέγνωσε –και επιβεβαιώθηκε από τα πράγματα- ότι οι βαρύτατες οικονομικές
αποζημιώσεις που οι σύμμαχοι απαίτησαν από τη Γερμανία μετά τον Α΄ παγκόσμιο
πόλεμο, και τις οποίες οι ηττημένοι αδυνατούσαν να πληρώσουν, θα προκαλούσαν έναν
επόμενο μεγάλο πόλεμο.
Διάσημος
όμως έγινε με το βιβλίο του The
General
Theory
of
Employment,
Interest
and
Money
(Γενική θεωρία της απασχόλησης του τόκου και
του χρήματος), που εκδόθηκε το 1936 και αντιμετώπιζε το ζήτημα της διογκωμένης
μαζικής ανεργίας, η οποία είχε δημιουργηθεί στην Αμερική μετά το οικονομικό κραχ
του 1929, προκαλώντας συγχρόνως μεγάλες κοινωνικές αναταραχές. Ο Keynes υποστήριξε
ότι, σε αυτήν την κρίσιμη περίσταση, το κράτος έπρεπε να παρέμβει
χρηματοδοτώντας την οικονομία και τις επιχειρήσεις, ώστε να δημιουργηθούν νέες
θέσεις εργασίας.
Ο
Keynes εκκινούσε
από τη θέση ότι, όταν δημιουργούνται έκτακτες περιπτώσεις στις οποίες οι
άνθρωποι για ψυχολογικούς λόγους αντί να καταναλώνουν αποταμιεύουν, το σύστημα
της οικονομίας της αγοράς δεν καταφέρνει να αυτορρυθμιστεί, με αποτέλεσμα να
οδηγείται σε κατάσταση ανισορροπίας και αστάθειας που χαρακτηρίζεται από υψηλή
ανεργία και χαμηλό εισόδημα. Ως λύση πρότεινε
την ανάγκη δημοσίων επενδύσεων, αγνοώντας το ενδεχόμενο να συμπιεστεί έτσι η
ιδιωτική πρωτοβουλία και να στρεβλωθεί η αγορά. Η φράση του: «σε περιόδους
κρίσης το κράτος αξίζει να πληρώνει τους εργάτες απλώς και μόνο για να κάνουν
τρύπες στο έδαφος. αυτό
θα έκανε καλό στην οικονομία» αποδίδει με τρόπο γλαφυρό τη βασική του
θέση ότι το κράτος πρέπει να κάνει αποταμίευση σε περιόδους ευημερίας και να δαπανά
σε περιόδους κρίσης.
Ορισμένοι,
βασισμένοι στην παραπάνω θέση, αποδίδουν στον Keynes αδιαφορία για τα υψηλά ελλείμματα στα
οποία μπορεί να οδηγήσει η κρατική παρέμβαση. Ο Robert Skidelsky, στο βιβλίο του Keynes: The Return
of
the
Master
(Keynes: επιστροφή στη διδασκαλία του), διευκρινίζει
ότι, στην οικονομική θεωρία του Keynes, η
κρατική παρέμβαση δεν σημαίνει διογκωμένο κράτος, και οπωσδήποτε δεν σημαίνει
αυξημένα ελλείμματα. Το κράτος λειτουργεί συμπληρωματικά προς την αγορά, ενώ τα
ελλείμματα μπορούν και χρειάζεται να είναι υψηλά σε περιόδους ύφεσης (τότε που
η οικονομία έχει ανάγκη την περαιτέρω ζήτηση), όμως σε περιόδους άνθησης ο
προϋπολογισμός πρέπει να είναι πλεονασματικός για να εξασφαλιστεί η ανοδική
πορεία.
Πάντως,
αν θέλουμε να εντοπίσουμε τη βασική διαφορά του Keynes από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, θα
λέγαμε ότι αυτός θεωρεί πιθανή τη δημιουργία μιας ανεπιθύμητης κρίσης στην
οικονομία της αγοράς, ενώ εκείνοι απορρίπτουν μια τέτοια ιδέα, εκτιμώντας ότι
η ελεύθερη αγορά βρίσκει πάντοτε τρόπους να επιλύει εγγενώς τις κρίσεις και,
άρα, αντικρούουν κάθε ιδέα κρατικής παρέμβασης.
Η
πραγματικότητα φαίνεται να πήρε το μέρος του Keynes. Η πολιτική του Roosevelt μετά το αμερικανικό κραχ, γνωστή
ως New Deal, στηρίχτηκε ακριβώς στις δημόσιες
επενδύσεις, ενώ και οι κρατικές στρατιωτικές δαπάνες για τον Β΄ παγκόσμιο
πόλεμο αναζωπύρωσαν την αμερικανική οικονομία, περιορίζοντας το πρόβλημα της
ανεργίας. Το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί μετά την κρίση του 1929
αντιμετωπίστηκε, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Η
οικονομία, όμως, ούτε σχετίζεται ούτε επαληθεύεται σε συγκεκριμένες ιστορικές
συνθήκες, θα πει ο Αυστριακός οικονομολόγος Joseph Schumpeter, αμφισβητώντας έτσι τη γενική
ισχύ της κεϋνσιανής θεωρίας.
Πηγές
για τις εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου