Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Παπαρούνες


Όλες οι αποχρώσεις του πράσινου στα τρία τέταρτα του πίνακα και κάπου στα αριστερά, στο τελευταίο τέταρτο, τα ζωηρά κόκκινα κεφαλάκια από τις καλοκαιρινές παπαρούνες, που γίνονται όλο και μεγαλύτερες προς τα εμπρός, όπως το επιβάλλουν οι κανόνες της προοπτικής. Ένα ολόκληρο άλικο μονοπάτι που το περπατάει μια νεαρή γυναίκα με κομψό καπέλο και την ομπρέλα της στο χέρι (έβρεξε μήπως;) και ένα παιδί φορώντας ψαθάκι, κι αυτό με κόκκινη κορδέλα γύρω από τον τεπέ του, και με μια ανθοδέσμη καμωμένη από τα εφήμερα άνθη που φυτρώνουν γύρω του. Το πράσινο του τοπίου χώνεται μέσα στις πτυχές του φορέματος της γυναίκας και τα ρούχα του παιδιού γίνονται σχεδόν αόρατα για τον ίδιο λόγο. Πίσω τους ένα άλλο ζευγάρι ακολουθεί τα βήματά τους. Δυσδιάκριτες οι μορφές, πιο σκοτεινά τα ρούχα τους. Στο βάθος, τα δέντρα, σκούρα μέσα στην ομίχλη του απόβροχου (τα σύννεφα ακόμα δεν έχουν διαλυθεί στον ζωγραφισμένο ουρανό), είναι η μόνη δυσοίωνη πινελιά, που ακυρώνεται καθώς κυριολεκτικά παραμερίζουν για να φανεί το καταφύγιο του σπιτιού. 
Αλλά είναι κυρίως οι κόκκινες πινελιές στο λιβάδι που τραβούν το μάτι. Τις βλέπω εγώ καθώς κοιτάζω τον πίνακα από τη θέση του θεατή, τις βλέπω όμως κι αν τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα στο σπίτι, πίσω από ένα παράθυρο που στο τζάμι του ακόμα σουρώνει η βροχή.


Ο πίνακας ζωγραφίστηκε από τον Claude Monet το 1873, δυο χρόνια μετά την επιστροφή του από την Αγγλία και ενώ είχε εγκατασταθεί στο Argenteuil. Σήμερα βρίσκεται στο Παρίσι, στο Musée dOrsay.


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο Bertrand Russell και η επαγωγίστρια γαλοπούλα


Υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι; Προφανώς όχι. Επειδή κάθε μέρα, ανελλιπώς, ο ήλιος ανατέλλει. Εφόσον δεν υπήρξε ως τώρα καμία εξαίρεση, ένας επαγωγιστής θεωρεί λογικό να συμπεράνει ότι ούτε αύριο θα υπάρξει εξαίρεση, κάνοντας έτσι μια πρόβλεψη για το μέλλον.
Ο Bertrand Russell, το 1912, στο 6ο κεφάλαιο του βιβλίου του The Problems of Philosophy, με τίτλο «On Ιnduction», επανέρχεται σε ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει τον σκεπτικιστή φιλόσοφο David Hume. Ο Hume, μιλώντας για την αιτιότητα στη φύση, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση στην εμφάνιση δύο συμβάντων Α και Β. Απλώς έχουμε τη «συνήθεια» να αναμένουμε ότι η εμφάνιση ενός γεγονότος Α θα οδηγήσει σε ένα γεγονός Β.
Ο Russell αποδεικνύει πως ο Hume έχει δίκιο: η επαγωγή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Όπως το θέτει ο Russell, πρέπει να προβληματιστούμε εάν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε σε ό,τι ονομάζουμε «ομοιομορφία της φύσης». Πρόκειται για την πίστη πως ό,τι συνέβη ή θα συμβεί είναι ένδειξη ενός γενικού νόμου στον οποίο δεν χωρούν εξαιρέσεις. Μπορούμε όμως να βεβαιώσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια «ομοιομορφία της φύσης»;
Κι εδώ εμφανίζεται η περίπτωση της επαγωγίστριας γαλοπούλας (στην πραγματικότητα ήταν κοτόπουλο!), την οποία χρησιμοποιεί παραδειγματικά ο Russell για να δείξει τους περιορισμούς της επαγωγής, και η οποία έχει ως εξής:
Όταν η γαλοπούλα μεταφέρθηκε στη φάρμα, διαπίστωσε ότι ο αγρότης τάιζε όλα τα πουλερικά του την ίδια ώρα κάθε μέρα. Επειδή ήταν μια πολύ προσεκτική επαγωγίστρια, δεν βιάστηκε να βγάλει συμπεράσματα, αλλά περίμενε να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία. Μετά από κάμποσο καιρό, μπορούσε πια να πει με βεβαιότητα ότι ο αγρότης, κάθε μέρα, με ζέστη ή με κρύο, με ήλιο ή με βροχή, τάιζε τα πουλερικά του την ίδια ώρα. Τα στοιχεία ήσαν, λοιπόν, αρκετά και πλέον ήταν σε θέση να προβλέψει τεκμηριωμένα πως την επόμενη ημέρα, τη συνηθισμένη ώρα, ο αγρότης θα ταΐσει και πάλι τα πουλερικά του. Συνέβη όμως, δυστυχώς, η επόμενη ημέρα να είναι η παραμονή των Χριστουγέννων. Εκείνη την ημέρα, ο αγρότης, αντί να φέρει φαγητό στα πουλερικά του, τους έκοψε τον λαιμό.


Επομένως, η επαγωγή μπορεί μόνο να μας πει το εξής: όταν βρεθεί  πως ένα πράγμα Α συνδέεται με ένα πράγμα Β, και δεν βρεθεί ποτέ να μην συνδέεται με το πράγμα Β, τότε, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των περιπτώσεων που το Α συνδέεται με το Β, τόσο μεγαλύτερες είναι πιθανότητες τα δύο πράγματα να συνδέονται και σε μια άλλη περίπτωση στην οποία να εμπλέκεται το ένα από τα δύο.
Η επαγωγή δεν μπορεί, λοιπόν, να εγγυηθεί την αλήθεια, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για να βγάλουμε συμπεράσματα για τον κόσμο. Γιατί τότε θεωρούμε ότι η επαγωγή είναι αποτελεσματική; Επειδή ήταν αποτελεσματική στο παρελθόν. Όμως, έτσι, μπλεκόμαστε σε ένα φαύλο κύκλο, αφού προσπαθούμε να τεκμηριώσουμε την επαγωγή με την επαγωγή. Και αυτή η λογική πλάνη πρέπει να προβληματίσει όχι μόνον τους φιλοσόφους αλλά και όσους, σαν τον εντιμότατο κύριο Sherlock Holmes, ερευνούν το έγκλημα.

Πηγή για την εικόνα:

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ο Sherlock Holmes και η επαγωγή (Μέρος Β΄)


Όταν ο γιατρός John Watson ξύπνησε, στις 4 Μαρτίου του 1878, βρήκε τον συγκάτοικό του, τον εντιμότατο κύριο Sherlock Holmes, να απολαμβάνει το πρόγευμά του. Η σπιτονοικοκυρά είχε καθυστερήσει να ετοιμάσει το δικό του πρόγευμα και, για να ξεπεράσει τη νευρικότητά του, στράφηκε στην ανάγνωση ενός άρθρου με τον φιλόδοξο τίτλο: «Το Βιβλίον της Ζωής».


Η εντύπωσή του για το άρθρο υπήρξε αμφίθυμη. Ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός εξυπνάδας και παραλογισμού. Συλλογισμός προσεκτικός και δυνατός, αλλά παρατραβηγμένα και υπερβολικά συμπεράσματα. «Από μια σταγόνα νερού», έλεγε ο συγγραφέας, «ένας ορθολογιστής θα μπορούσε να συμπεράνει με βεβαιότητα πως αυτή προέρχεται από τον Ατλαντικό ή το Νιαγάρα χωρίς να έχει δει ή να έχει ακούσει ποτέ για τον ένα ή για τον άλλο». Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με το οποίο ο παράξενος συγγραφέας, που, όπως αργότερα αποκαλύφθηκε, δεν ήταν άλλος από τον Sherlock Holmes, υποστήριζε την επιστήμη της επαγωγής και της ανάλυσης.


Ο διάσημος ντετέκτιβ ισχυριζόταν πως από μια φευγαλέα έκφραση, από έναν στιγμιαίο μορφασμό, από μια σύσπαση στο πρόσωπο ή από μια λάμψη στο βλέμμα, μπορεί κανείς να κατανοήσει τις ενδόμυχες σκέψεις ενός ανθρώπου. Εφόσον κάποιος είναι εκπαιδευμένος στην παρατήρηση και στην ανάλυση, η εξαπάτηση είναι αδύνατη και τα συμπεράσματα εμφανίζονται αδιάψευστα όσο και πολλά από τα θεωρήματα του Ευκλείδη.
Ο John Watson, δόκτωρ της Ιατρικής, που τίποτα αξιοθαύμαστο δεν έχει κάνει στη ζωή του εκτός από το να έχει πληγωθεί σοβαρά υπηρετώντας ως βοηθός χειρουργού στο αφγανικό μέτωπο, αδυνατεί να εκτιμήσει την αξία του άρθρου αλλά και του συγγραφέα του, που μάλιστα τον φαντάζεται, ως κάποιον αργόσχολο, λάτρη της πολυθρόνας, απομονωμένο στο μελετητήριό του. Εντελώς ανυποψίαστος για τις αρχές της επαγωγής, βγάζει από τα διαθέσιμα στοιχεία ολωσδιόλου λανθασμένα συμπεράσματα. 
Απέναντί του ο δραστήριος Sherlock Holmes, ο οποίος έχει κάνει τις θεωρίες του επάγγελμα. Ένα επάγγελμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, γι’ αυτό και είναι ο μοναδικός στον κόσμο που το εξασκεί. Εργάζεται ως συμβουλευτικός ντετέκτιβ. Σε αυτόν απευθύνονται όσοι κυβερνητικοί ή ιδιωτικοί πράκτορες βρίσκονται σε λανθασμένη πορεία κι εκείνος καταφέρνει να διαλευκάνει τα πιο περίπλοκα προβλήματα. Η επαγωγή είναι η μέθοδός του. Ανεκτίμητη από πρακτικής απόψεως. Και η παρατήρηση, αυτή που τον προμηθεύει με στοιχεία, είναι η δεύτερη φύση του. Αθεράπευτος επαγωγιστής, λοιπόν, ο Holmes και στο έργο A Study in Scarlet (Σπουδή στο Κόκκινο), που γράφτηκε από τον Sir Arthur Conan Doyle το 1886 και εκδόθηκε τον αμέσως επόμενο χρόνο.


Πηγές:
Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, Σέρλοκ Χολμς. Σπουδή στο κόκκινο, ελλ. μτφ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Αθήνα: Ερατώ, 1984.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Ο Sherlock Holmes και η επαγωγή (Μέρος Α΄)


Αυτό το μουντό και κρύο ανοιξιάτικο λονδρέζικο πρωινό, πλάι στη ζωηρή φωτιά που καίει στο παλιό δωμάτιο του αριθμού 221b της Baker Street, ο Sherlock Holmes, έχοντας μόλις τελειώσει την ανάγνωση μιας ολόκληρης στοίβας εφημερίδων, βρίσκει την ευκαιρία να υπερασπιστεί τη λογική έναντι της λογοτεχνίζουσας αφήγησης.
Ο εξόχως καλοπροαίρετος αλλά ελάχιστα ενήμερος φίλος του, ο γιατρός John Watson, έχει καταγράψει τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολήθηκε ο διάσημος ντετέκτιβ δίνοντας χρώμα και ζωή στις περιγραφές του, αντί να περιοριστεί στην απλή περιγραφή της σχέσης αιτίου-αιτιατού. Στην πραγματικότητα, αρχίζοντας αυτήν τη συζήτηση που δυσαρεστεί τον Watson και τον οδηγεί στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο Holmes είναι ένας ανυπόφορος αλαζόνας, ο ντετέκτιβ επιχειρεί να υπερασπιστεί την τεχνική του. Ποια είναι αυτή μας το λέει ο ίδιος. Είναι η αναλυτική επαγωγική σκέψη και η λογική σύνθεση. «Αν υπερασπίζομαι την τεχνική μου, είναι γιατί πρόκειται για κάτι απρόσωπο –κάτι που με ξεπερνά. Το έγκλημα αφθονεί. Η λογική σπανίζει. Επομένως με τη λογική πρέπει να ασχοληθείς, όχι με το έγκλημα. Υποβάθμισες σε απλή αφήγηση αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα διαλέξεων»: με αυτά τα λόγια παρουσιάζει τις απόψεις του και διαμαρτύρεται στον Watson ο Holmes


Κι ενώ η κακοκεφιά του έχει φτάσει σε σημείο ώστε να διαπιστώνει πως οι εποχές των σημαντικών υποθέσεων παρήλθαν ανεπιστρεπτί και το επάγγελμά του έπιασε πάτο, η νεαρή με την οποία έχει κλείσει ραντεβού του προσφέρει μια αναπάντεχη ευκαιρία. Η δεσποινίς Violet Hunter έχει προσληφθεί ως γκουβερνάντα σε ένα σπίτι στην περιοχή Κόκκινες Οξιές, επειδή διαθέτει ένα εξαιρετικά παράξενο προσόν: έχει πλούσια μαλλιά με ένα ιδιαίτερο καστανό χρώμα. Αργότερα θα αποδειχθεί ότι τίποτα δεν είναι όσο αθώο φαίνεται. Ο ευγενικός εργοδότης της, ο κύριος Rucastle, είναι ένας κοινός παλιάνθρωπος που,  για να βάλει στο χέρι την περιουσία της κόρης του Alice, την κρατάει φυλακισμένη προσπαθώντας να αποτρέψει  τον γάμο της ο οποίος θα της εξασφάλιζε τα νόμιμα περιουσιακά δικαιώματά της.
Πριν όμως έρθουν όλα στο φως, ο Holmes, αμίλητος και σκεφτικός, συνοφρυωμένος και αφηρημένος, διακήρυττε πως δεν είχε κανένα στοιχείο που θα του επέτρεπε να στηρίξει κάποια έγκυρη και αληθή υπόθεση. «“Στοιχεία, στοιχεία”, αναφωνούσε ανυπόμονα. “Δεν φτιάχνονται τούβλα χωρίς πηλό”».


Ο Holmes είναι επαγωγιστής. Το παραδέχεται ο ίδιος, μας το δείχνει και το μάλλον ασυνήθιστο ξέσπασμά του. Τι είναι ο επαγωγικός συλλογισμός; Είναι ο συλλογισμός στον οποίο, με αφετηρία μια σειρά από ειδικές και συγκεκριμένες παρατηρήσεις,  προκύπτει ένα γενικό και αφηρημένο συμπέρασμα. Είναι έγκυρος ένας τέτοιος συλλογισμός; Αυτό είναι κάτι που θα εξετάσουμε σε άλλη ανάρτηση.
Η περιπέτεια του Sherlock Holmes με τον τίτλο The Adventure of the Copper Beechesi, γραμμένη από τον Sir Arthur Conan Doyle, πρωτοδημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1892 στο περιοδικό Strand. Στις φωτογραφίες έχουμε την τηλεοπτική μεταφορά του διηγήματος με τον ανεπανάληπτο Jeremy Brett ως Sherlock Holmes, τον David Burke ως Dr. Watson και τη Natasha Richardson ως Violet Hunter.


Πηγές:
Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς, ελλ. μτφ. Πόλυς Μοσχοπούλου, Αθήνα: εκδ. Αναστασιάδη, 1998.

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

John Ronald Reuel Tolkien: ψάξε, ψάξε το δαχτυλίδι


Δεν είμαι σίγουρη αν το 1916, μέσα στη φωτιά του μεγάλου πολέμου, όταν ο νεαρός John Ronald Reuel Tolkien άρχισε να γράφει τις πρώτες του φανταστικές ιστορίες, είχε επίγνωση πως, έναν αιώνα μετά, αυτές θα ήσαν τόσο δημοφιλείς και κερδοφόρες. 


Πάντως σήμερα τα τρία δικά του έργα: το Hobbit (Χόμπιτ), η τριλογία του The Lord of the Rings (Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών) και το Silmarillion (Σιλμαρίλλιον),  τροφοδοτούν πλουσιοπάροχα τόσο τον προσωπικό του μύθο όσο και την κινηματογραφική και εκδοτική βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2008 η βρετανική εφημερίδα The Times τον κατέταξε έκτο σε μια λίστα με τους 50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς και το 2009 το περιοδικό Forbes τον έκρινε ως τον πέμπτο πιο κερδοφόρο «διάσημο μετά θάνατον».
Ποιο είναι όμως το μυστικό αυτού του παράξενου καθηγητή γλωσσολογίας, που πέτυχε το έργο του να διαβάζεται με τόσο πάθος από μικρούς και μεγάλους και να δημιουργήσει ένα ολόκληρο ρεύμα μιμητών και συνεχιστών του στο είδος της φανταστικής λογοτεχνίας;
Η πιο απλή απάντηση είναι πως αναπαράγει στο έργο του το βασικό  μοτίβο της μάχης του καλού και του κακού, με το πρώτο να υπερισχύει και το δεύτερο να συντρίβεται οριστικά. Όμως αυτό το εξόχως καθησυχαστικό μοτίβο συνοδεύεται και από μια σειρά άλλων στοιχείων που συνέβαλαν στο να γίνουν τα βιβλία του τόσο αγαπητά. Ο πλήρης φανταστικός κόσμος που επινόησε, μέσα στον οποίο κινούνται και συνυπάρχουν ένα σωρό διαφορετικά πλάσματα: άνθρωποι, ξωτικά, χόμπιτ, δράκοι, μάγοι, νάνοι, ορκ. Με διαφορετική όψη, τεράστια ή μικρόσωμα, συνηθισμένα ή παράξενα, χαριτωμένα ή απεχθή. Με διαφορετικές ιδιότητες, θνητά ή αθάνατα, χαρούμενα ή συνοφρυωμένα, φιλικά ή ύπουλα, άπληστα ή γενναιόδωρα. Και με διαφορετική γλώσσα, ανθρώπινη ή ξωτική, σύγχρονη ή αρχαία, καθημερινή ή μαγική. Όλα αυτά τα πλάσματα συμπλέκονται με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Αγαπούν και υποστηρίζουν ή μισούν και υποβλέπουν το ένα το άλλο.


Μέσα σε αυτήν την τεράστια τοιχογραφία των προσώπων, ο Tolkien κεντάει, πλάι στο κεντρικό του θέμα, ένα σωρό άλλα μικροθέματα. Η απληστία, η αυτοθυσία, η δύναμη, η φιλία, η επινοητικότητα, ο έρωτας, η θυσία. Και το ταξίδι: μακρύ, επικίνδυνο, αλλά και σωτήριο. Ένα έπος on the road είναι το έργο του Tolkien, στο οποίο η σοβαρότητα εναλλάσσεται με το χιούμορ, η χαρά της ζωής και η συντροφικότητα τα βάζουν με τη σκοτεινιά και με την κακία και νικούν.


Αγαπώ πολύ τα βιβλία του Tolkien. Βρίσκω λιγότερο του γούστου μου τις κινηματογραφικές διασκευές των έργων του. Γιατί; Γιατί με τα βιβλία η φαντασία μου είναι πιο ελεύθερη. Φαντάζομαι όπως θέλω εγώ την επιβλητική μορφή του Aragorn, την ανέμελη ζωηρότητα του Pippin και του Merry, την επικίνδυνη ομορφιά της Galadriel, τη σεβάσμια όψη του Gadalf, την αηδιαστική αθλιότητα του Gollum. Τα ζωηρά πυροτεχνήματα που εκτοξεύει ο μάγος και τα χρωματιστά δαχτυλίδια καπνού που αγαπούν να στέλνουν στον αέρα τα Hobbit. Τη γαλήνη του Shire, τον τρόμο της Mordor, τη σκοτεινή μαγεία του Palantir. Έχω στο στόμα μου τη γεύση από το ψωμί των ξωτικών και στα αυτιά μου το τραγούδι τους. Μυρίζω την αποσύνθεση των Ork και αγγίζω τη σκληρή επιφάνεια του ενός δαχτυλιδιού, του πολύτιμου, που σε κάνει αφέντη πανίσχυρο, αλλά και σε διαφθείρει ολοκληρωτικά.
Πώς να σας τα μεταφέρω όλα αυτά; Φοβάμαι πως δεν έχω τον τρόπο. Γι’ αυτό, σε τούτη την ανάρτηση, τις φωτογραφίες των ηρώων του Peter Jackson θα βρείτε.

Πηγή για τις εικόνες:

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Φιλοσοφία και Πολιτική


Ο Πλάτων γράφει την Πολιτεία του γύρω στο 380 π.Χ. Σε αυτό το έργο διαχωρίζει την πολιτική σε δύο κατηγορίες: εκείνη που υπηρετεί τις επιθυμίες και την ηδονή, από τη μια, και εκείνη που γνωρίζει το ωραίο και το σωστό, από την άλλη.


Η πρώτη, στις πόλεις που εφαρμόζεται, παραθέτει τράπεζα με εδέσματα και ποτά πλουσιότατα, όπως ακριβώς τα επιθυμούν οι άμυαλοι πολίτες. Οι πολιτικοί μοιάζουν με μάγειρες που ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν την όρεξη, ενώ αδιαφορούν για την υγεία των ανθρώπων που καταβροχθίζουν τα gourmet τους πιάτα. Αντίθετα, σε άλλες πόλεις, οι πολιτικοί δεν είναι μάγειροι, αλλά θεραπευτές, αφού νοιάζονται για τη δικαιοσύνη, για τη γνώση και για την ομορφιά. Αυτοί οι πολιτικοί ακολουθούν τον δύσκολο δρόμο της φιλοσοφίας και της διαλεκτικής.
Ο ιδεώδης πολιτικός για τον Πλάτωνα είναι εκείνος που στο πρόσωπό του συναιρεί τη διπλή ιδιότητα του φιλοσόφου και του βασιλιά. Πιο σωστά, δεν πρόκειται για σύμπτωση πολιτικής και φιλοσοφίας, αλλά για υποταγή της πρώτης στη δεύτερη. Η γνώση, υποστηρίζει ο Πλάτων, από εσωτερική/οικογενειακή υπόθεση μιας μικρής ελίτ φιλοσόφων μπορεί να γίνει δημόσια υπόθεση.
Ενδεχομένως ο Πλάτων είχε δίκιο. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχθεί. Βλέπετε, η βασιλεία των φιλοσόφων δεν έγινε ποτέ ιστορική πραγματικότητα με διάρκεια. Το τονίζω: με διάρκεια, για να καλύψω την περίπτωση του Ρωμαίου αυτοκράτορα και στωικού φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου.  Ωστόσο, αν και ανεκπλήρωτη, αυτή η φιλοσοφική ουτοπία εγκαινιάζει ουσιαστικά έναν άλλο ρόλο, λιγότερο λαμπρό και προβεβελημένο είναι η αλήθεια, για τον φιλόσοφο: γίνεται ο βασιλικός σύμβουλος. 


Είναι ο ρόλος που κράτησε για τον εαυτό του ο ίδιος ο Πλάτων όταν ανέλαβε την εκπαίδευση δύο τυράννων των Συρακουσών, οι οποίοι όμως αποδείχθηκαν εντελώς ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Ο φιλόσοφος ταλαιπωρήθηκε κάμποσο θέλοντας να παίξει αυτόν τον ρόλο: πουλήθηκε ως δούλος τη μια φορά, κρατήθηκε περίπου αιχμάλωτος τη δεύτερη, απογοητεύτηκε πλήρως την τρίτη. Μετά από αυτές του τις περιπέτειες ο Πλάτων έβαλε μυαλό. Στο εξής δεν εγκατέλειψε την Αθήνα και τη σχολή του και αφοσιώθηκε στη διδασκαλία και στη συγγραφή.
Όμως, το παράδειγμα του Πλάτωνα, πολλούς αιώνες μετά, ενέπνευσε άλλους φιλοσόφους, με πιο διάσημο τον σπουδαίο (αν και εξαιρετικά παρεξηγημένο) Niccolò Machiavelli, ο οποίος έζησε μεταξύ των ετών 1469 και 1527. Ιδιοφυής πολιτικός στοχαστής ή κυνικός, ανήθικος και διεφθαρμένος; Σ’ αυτό το ερώτημα θα επανέλθουμε.

Πηγές για τις εικόνες:

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Το διήγημα του μήνα (Μάρτιος 2014)


Το διήγημα του Μαρτίου από τον Βλάσση Τρεχλή.


Ο βάλτος


Φαίνεται πως η αέναη προσπάθεια του απογοητευμένου Δημιουργού είναι να διορθώνει τα λάθη του, αφού, τις πρώτες κιόλας ημέρες της δημιουργίας αυτού του κόσμου, διαπίστωσε πως είχε φτιάξει ένα εγκληματικό ον από το οποίο κινδύνευε ακόμα και ο ίδιος. Για να το διορθώσει, λοιπόν, αυτό, επέλεξε από όλους τους ανθρώπους τον έναν και μοναδικό. Αυτόν που η καρδιά και ο νους του δεν είχαν αναπτύξει τα μέγιστα κακά, όπως η φιλοδοξία και η αλαζονεία, αν και είχε τις ρίζες των ποδιών του, όπως οι καλαμιές, μέσα στον ανθρώπινο βάλτο.

                     Salvador Dalí, Rotting Bird (1928)
                    Μικτή τεχνική με άμμο σε χαρτόνι
                     Figueres, Dalí Theatre-Museum 

Αυτός ο μοναδικός άνθρωπος άκουγε σε ένα παράξενο όνομα που κανείς δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, αλλά μόνο να το προφέρει. Στο όνομα αυτό υπήρχε μια αρμονική διαδοχή συμφώνων και φωνηέντων που ήσαν ίδια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Ο άνθρωπος με το δυσερμήνευτο όνομα και εκλεκτός του θεού ζούσε σε ένα μέρος αυτού του κόσμου που ήταν τριγυρισμένο από βουνά και από πολλά νερά. Το χωριό του ήταν μακριά από τις πόλεις και, όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή του. Η γη που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν φτωχή και πλούσια συγχρόνως. Ήταν φτωχή γιατί δεν έδινε τίποτα από μόνη της, και πλούσια γιατί, αν την καλλιεργούσες, σου έδινε όλο της τον πλούτο. Το χωριό ήταν τριγυρισμένο από βάλτους. Το είχαν επιλέξει οι πρώτοι κάτοικοι για να προστατευθούν από όσους φιλοδοξούσαν να ονομάζονται εχθροί. Τα χωράφια τους βρίσκονταν έξω από τον βάλτο και επικοινωνούσαν με το χωριό με ένα στενό μονοπάτι που χωρούσε σε όλο του το πλάτος μόνο μία πατούσα.

Salvador Dalí, The Path of the Enigma (1981)
                      Λάδι σε καμβά
            Figueres, Dalí Theatre-Museum 

Από το στενό μονοπάτι, στον βάλτο με τις καλαμιές, περνούσαν κάθε ημέρα, ο ένας πίσω από τον άλλο, οι αγρότες του χωριού για να πάνε στα χωράφια τους. Μπροστά πήγαινε ο πιο νέος και ο πιο δυνατός και τελευταίος ακολουθούσε ο άνθρωπος που άκουγε στο παράξενο και δυσερμήνευτο όνομα. Ανάμεσά τους βρίσκονταν όλοι οι άλλοι.
Ο άνθρωπος με το παράξενο όνομα είχε ένα ελάττωμα στο πόδι που δεν του επέτρεπε να περπατάει γρήγορα ούτε να ισορροπεί εύκολα. Δεν γνώριζε πώς απόχτησε αυτό το ελάττωμα, ούτε η μάνα του θυμόταν κάτι. Κάποιος, που είχε τη συνήθεια να αποδίδει όσα ανεξήγητα συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων σε μη λογικές δυνάμεις, μίλησε για θεϊκό σημάδι χωρίς όμως να πει περισσότερα.
Αυτό το σημάδι τον κούραζε πολύ εύκολα και, καθώς ήταν τελευταίος στη σειρά των αγροτών και δεν εμπόδιζε τον δρόμο κανενός, καθόταν στο στενό μονοπάτι για να ξεκουραστεί και έβαζε τα πόδια του στα βαλτόνερα. Παρατηρούσε τότε πώς μπλέκονταν ανάμεσά τους τα μικρά νερόφιδα που κυνηγούσαν βδέλλες, οι οποίες από τον τρόμο τους βρίσκανε καταφύγιο στα πόδια του και γίνονταν ένα μαζί του.

Salvador Dalí, Rhinocerontic Figure of “Illisus” of Phidias (1954)
                                       Λάδι σε καμβά
                      Figueres, Dalí Theatre-Museum 

Στις ιστορίες του κόσμου, πολλοί ανώνυμοι συγγραφείς αναφέρονται στη σχέση των ταπεινών ανθρώπων με τα καλάμια και τον άνεμο. Ακόμα, πολλοί μύθοι αναφέρονται στον μαγικό αυλό και κάποιοι άλλοι στον θεό Πάνα. Λένε πως κάποιος θεός έκοψε ένα καλάμι και έφτιαξε μ’ αυτό ένα σουραύλι με το οποίο άρχισε να μιμείται τον άνεμο που τρέχει ανάμεσα στις φυλλωσιές και κουβαλάει μαζί του τις ιστορίες των ανθρώπων. Ακόμα λένε πως τα καλάμια των βάλτων φιλοξενούν μικρούς θεούς και νύμφες, πως έχουν νόηση και παραμερίζουν μπροστά στις ευγενικές ψυχές. Και πως οι ήχοι που ακούν οι περαστικοί το βράδυ δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις ατέλειωτες κουβέντες τους για όσα έχουν δει την ημέρα.
Ο άνθρωπος με το παράξενο και δυσερμήνευτο όνομα δεν μπήκε στον πειρασμό να τραυματίσει με το μαχαίρι του ένα καλάμι, ούτε βέβαια να μιμηθεί με το σουραύλι τις ιστορίες των ανθρώπων.
«Καλύτερα από μένα τα λέει ο άνεμος», σκέφτηκε και άφησε με χαρά τον νου του στα χέρια του.
Περιπλανήθηκαν μαζί ανάμεσα στις καλαμιές του βάλτου, κέντησε, καθώς περνούσε, με τη σκέψη του τα μυτερά τους φύλλα και χάιδεψε τις ανθισμένες φούντες στην κορυφή τους. Θυμήθηκε τότε που έφτιαχνε με τους παιδικούς του φίλους μικρά βέλη για τα μικρά τους τόξα.

                  Salvador Dalí, Woman-Animal Simbiosis (1928)
                           Μικτή τεχνική με άμμο σε χαρτόνι
                             Figueres, Dalí Theatre-Museum 

Όταν άλλαξε ο καιρός, οι δυνατότεροι άνεμοι έσπρωξαν τη σκέψη του και τους μικρούς ανέμους κατά τον νοτιά και κατέβηκαν στις πόλεις που είχαν τα θεμέλιά τους μέσα στο νερό. Από εκεί ταξίδεψαν για τις μεγάλες θάλασσες, όπου συνάντησαν τα καράβια την ώρα που πάλευαν με τους πετρόψυχους ανέμους και ανατρίχιασε καθώς είδε την αγωνία του θανάτου στα πρόσωπα των ναυτικών. Έφθασαν σε πολυθόρυβα λιμάνια, όπου είδε να χάνεται η αθωότητα μέσα στη συναλλαγή. Ανέβηκαν αντίθετα στο ρεύμα των μεγάλων ποταμών και είδε το σπάνιο είδος των ανθρώπων που αντιστέκεται στη ροή των πραγμάτων. Παρακολούθησε από κοντά τις μάχες μεταξύ των πολεμιστών και την απληστία των νικητών. Γνώρισε άθλιους συνωμότες. Είδε πώς στήνονται οι προδοσίες και τρόμαξε από το πάθος των ανθρώπων για το χρυσάφι. Χαμογέλασε με την ατελείωτη πλάνη των ηγεμόνων και την εφήμερη δόξα τους, ενώ τρόμαξε καθώς, για μια στιγμή, υπήρξε χωρίς να το θέλει θεατής στη σύγκρουση των συναισθημάτων.
Μετά από καιρό, γύρισε ο μεγάλος άνεμος και ο ζεστός νοτιάς τούς έφερε στο μονοπάτι του βάλτου, όπου τα νερόφιδα κυνηγούσαν πάντα τις βδέλλες ανάμεσα στα πόδια του. Ο άνεμος ησύχασε για λίγο και ο νους του μαζεύτηκε στο καβούκι του. Οι καλαμιές σταμάτησαν να σφυρίζουν και οι αγρότες το σούρουπο επέστρεψαν στα σπίτια τους.

              Salvador Dalí, Inaugural Goose Flesh (1928)
                               Λάδι σε χαρτόνι
              Figueres, Dalí Theatre-Museum 

Ο άνθρωπος με το παράξενο και δυσερμήνευτο όνομα έμεινε ακίνητος στο στενό μονοπάτι για αρκετές ημέρες. Οι συγχωριανοί του περνούσαν κάθε πρωί και κάθε απόγευμα από το στενό πέρασμα, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να τον ενοχλήσει. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να αδυνατίζουν από το ρούφηγμα των παράσιτων και τα μικρά νερόφιδα, ξεθαρρεμένα, άρχισαν να αποσπούν μικρά κομμάτια από τη σάρκα του. Ο άνθρωπος με το παράξενο όνομα και το σημάδι στο πόδι δεν τα έδιωξε.
«Αυτός είναι ο κόσμος μας», είπε κοιτώντας τις καλαμιές, κι αυτές έδειξαν πως συμφωνούσαν μαζί του γέρνοντας το ευγενικό και περήφανο κορμί τους.
Οι βροχές που ακολούθησαν τον επόμενο μήνα έκλεισαν τους αγρότες στα καλύβια τους και έσβησαν από το στενό μονοπάτι τα τελευταία χνάρια από το δημιούργημα ενός απογοητευμένου θεού.

Πηγή για τις εικόνες: