Όλες
οι αποχρώσεις του πράσινου στα τρία τέταρτα του πίνακα και κάπου στα αριστερά,
στο τελευταίο τέταρτο, τα ζωηρά κόκκινα κεφαλάκια από τις καλοκαιρινές παπαρούνες, που γίνονται όλο και
μεγαλύτερες προς τα εμπρός, όπως το επιβάλλουν οι κανόνες της προοπτικής. Ένα
ολόκληρο άλικο μονοπάτι που το περπατάει μια νεαρή γυναίκα με κομψό καπέλο και
την ομπρέλα της στο χέρι (έβρεξε μήπως;) και ένα παιδί φορώντας ψαθάκι, κι αυτό με
κόκκινη κορδέλα γύρω από τον τεπέ του, και με μια ανθοδέσμη καμωμένη από τα
εφήμερα άνθη που φυτρώνουν γύρω του. Το πράσινο του τοπίου χώνεται μέσα
στις πτυχές του φορέματος της γυναίκας και τα ρούχα του παιδιού γίνονται σχεδόν
αόρατα για τον ίδιο λόγο. Πίσω τους ένα άλλο ζευγάρι ακολουθεί τα βήματά τους.
Δυσδιάκριτες οι μορφές, πιο σκοτεινά τα ρούχα τους. Στο βάθος, τα δέντρα, σκούρα
μέσα στην ομίχλη του απόβροχου (τα σύννεφα ακόμα δεν έχουν διαλυθεί στον
ζωγραφισμένο ουρανό), είναι η μόνη δυσοίωνη πινελιά, που ακυρώνεται καθώς
κυριολεκτικά παραμερίζουν για να φανεί το καταφύγιο του σπιτιού.
Αλλά είναι κυρίως
οι κόκκινες πινελιές στο λιβάδι που τραβούν το μάτι. Τις βλέπω εγώ καθώς
κοιτάζω τον πίνακα από τη θέση του θεατή, τις βλέπω όμως κι αν τοποθετήσω τον
εαυτό μου μέσα στο σπίτι, πίσω από ένα παράθυρο που στο τζάμι του ακόμα σουρώνει
η βροχή.
Ο
πίνακας ζωγραφίστηκε από τον Claude
Monet το
1873, δυο χρόνια μετά την επιστροφή του από την Αγγλία και ενώ είχε
εγκατασταθεί στο Argenteuil. Σήμερα βρίσκεται στο Παρίσι, στο Musée d’ Orsay.
Πηγή
για την εικόνα: