Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Το διήγημα του μήνα (Μάιος 2013)


Το διήγημα του μήνα από τον Βλάσση Τρεχλή. 


Το γλυπτό του Θεού

Είσαι εσύ φτιαγμένος από τόσο ευγενικό πετράδι
ώστε να μπορέσεις απ’  αυτό να βγάλεις το  άγαλμα του Θεού σου;
Νίτσε


Ο Τιμολέων τελείωσε τη σχολή καλών τεχνών, στο τμήμα γλυπτικής, με άριστα. Αν και τα έργα του δεν ήσαν παρά φοιτητικές σπουδές, εντούτοις τράβηξαν τα βλέμματα και των καθηγητών του αλλά και των συμφοιτητών του πάνω του. Τα κορίτσια από το τμήμα του αφορμή έψαχναν για να βρεθούν κοντά του και ο Τιμολέων δεν έπληξε αυτά τα πέντε χρόνια ούτε λεπτό.
Όταν έδωσε εξετάσεις για να κερδίσει την υποτροφία και να συνεχίσει τις σπουδές στο ίδρυμα Ροντέν, στο Παρίσι, κανένα από τα μέλη της επιτροπής δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επιλεγεί κάποιος άλλος για τη θέση αυτή.

Auguste Rodin, The Falling Man. 1882. Μπρούντζος
     Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Η φοίτησή του στο ίδρυμα Ροντέν του άνοιξε όλα τα παράθυρα της τέχνης. Οι καθηγητές του, διάσημοι γλύπτες οι περισσότεροι, του δίδαξαν τα μυστικά της γλυπτικής έτσι όπως εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες. Ο Τιμολέων πέρασε σιγά-σιγά από τη σπουδή στο πραγματικό έργο με ιδιαίτερη αίσθηση της οικονομίας στο μάρμαρο, αφού ποτέ δεν έκανε το καθοριστικό λάθος που θα το έβγαζε άχρηστο.
Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στο Παρίσι είχε τελειώσει δώδεκα έργα, μικρά και μεγάλα, αριθμός ιδιαίτερα ικανοποιητικός όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με τη μεγάλη τέχνη. Στο τέλος των σπουδών, το ίδρυμα Ροντέν οργάνωσε μια ομαδική έκθεση των υποτρόφων. Μεταφέρθηκαν τα έργα στο ισόγειο του Μπομπούρ, κυκλοφόρησαν αφίσες και διαφημιστικά φυλλάδια, μίλησε ακόμα η τηλεόραση και το ραδιόφωνο γι’ αυτό το γεγονός.
Την ημέρα των εγκαινίων, ένα πλήθος ετερόκλιτων ανθρώπων περιδιάβαινε ανάμεσα στα έργα των νεαρών γλυπτών.
Εκτός από τους περίεργους και τους συγγενείς των υποτρόφων, που είχαν φθάσει απ’ όλον τον κόσμο, παρευρίσκονταν καθηγητές από τις περισσότερες καλλιτεχνικές σχολές της Γαλλίας, κριτικοί τέχνης, άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, γκαλερίστες και, το σπουδαιότερο, κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες, συνοδευόμενοι από έμπιστους κριτικούς έργων τέχνης, οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, σήκωναν όλη την έκθεση, υπολογίζοντας πως κάποιοι από τους υποτρόφους θα γίνονταν διάσημοι τα επόμενα χρόνια και τα έργα τους θα είχαν μεγάλη αξία στο χρηματιστήριο της τέχνης. Περιττό να πω πως τα έργα των υποτρόφων πουλιόντουσαν όλα την πρώτη ημέρα της έκθεσης.
Με το άνοιγμα της έκθεσης, στις δέκα η ώρα το πρωί, ένα πλήθος επισκεπτών ξεχύθηκε στις αίθουσες. Πολλοί από τους επισκέπτες καθυστερούσαν σε κάποια έργα, ενώ σε άλλα περνούσαν πιο γρήγορα. Η διαδικασία όσων είχαν σκοπό να αγοράσουν κάποιο έργο ήταν να περιηγηθούν πρώτα σε όλα τα έργα, μετά να κουβεντιάσουν γι’ αυτά με φίλους, γνωστούς, συμβούλους, κριτικούς και καλλιτέχνες και, αφού συσκεφθούν, να καταλήξουν ποιο πρέπει να αγοράσουν. Ας μην ξεχνάμε πως η αγορά ενός γλυπτού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί πολλά χρήματα και τον ανάλογο χώρο για να τοποθετήσει το γλυπτό ο αγοραστής ή ο συλλέκτης.

Auguste Rodin, Adam. 1880-81. Μπρούντζος
   Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Ο Τιμολέων είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην κάσα της πόρτας που ένωνε τις δυο πρώτες αίθουσες και παρακολουθούσε ποιοι από τους επισκέπτες θα σταθούν στα έργα του. Σ’ αυτές τις δυο αίθουσες ήσαν εκτεθειμένα τα οκτώ από τα δώδεκα έργα του. Απέναντι από την κεντρική θύρα και προς τα δεξιά είχαν τοποθετήσει το έργο του «Ο Δημιουργός μου». Είχε περάσει κοντά μια ώρα απ’ όταν άνοιξε η έκθεση, όταν είδε πως σε μικρή απόσταση από αυτό το γλυπτό είχε σταθεί ένας κύριος γύρω στα πενήντα, ντυμένος στα μαύρα.
Έδειχνε να μην έχει καμιά σχέση με τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα με τη γλυπτική, ενώ από τα λεπτοκαμωμένα χέρια του έβγαζε εύκολα κανείς το συμπέρασμα πως ποτέ δεν είχαν αγγίξει το καλέμι. Τον είδε που στάθηκε για αρκετή ώρα μπροστά στο έργο. Λίγο πιο μετά παρατήρησε πως τραβήχτηκε παράμερα κι εκεί στάθηκε παρατηρώντας μια το γλυπτό και μια τους επισκέπτες. Σε λίγο πλησίασε κάποιος άλλος κύριος και στάθηκε μπροστά στο ίδιο γλυπτό, μετά προστέθηκαν άλλοι δυο, δυο-τρεις ακόμα και σε λίγο ο Τιμολέων έπαψε να βλέπει το έργο του. Συνέχισε να μαζεύεται κόσμος γύρω από αυτό το γλυπτό, σαν τα άλλα έργα να μην είχαν κανένα ενδιαφέρον. Όταν ο κόσμος έγινε υπερβολικά πολύς, ο άγνωστος κύριος με τα μαύρα άφησε τη θέση του και κατευθύνθηκε στη γραμματεία. Σε λίγο επέστρεψε με την υπεύθυνη των πωλήσεων. Η κυρία τοποθέτησε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο στη βάση του αγάλματος, σημάδι πως το έργο είχε πουληθεί στον μεσήλικα επισκέπτη.
Ο κύριος αυτός δεν είχε τίποτα το εξεζητημένο επάνω του που να δηλώνει πως είναι άνθρωπος της τέχνης, δεν φορούσε δηλαδή ένα περίεργο καπέλο ή πολύχρωμα παπούτσια, ή ακόμα αυτά τα παράταιρα ρούχα, τα δήθεν τριμμένα από τις πολλές ασχολίες, που περιγράφουν τύπους οι οποίοι δεν δίνουν και πολύ σημασία στην εξωτερική τους εμφάνιση, ούτε είχε φίλους κριτικούς γύρω του για να τον συμβουλέψουν για την αγορά που πήγαινε να κάμει. Περισσότερο έμοιαζε να είναι μιλημένος από κάποιον, ή ακόμα- ακόμα  πως ψώνιζε για λογαριασμό κάποιου άλλου, για κάποιον ίσως που ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του.
Το άγαλμα που αγόρασε ο άγνωστος κύριος δεν παράσταινε κάτι το συγκεκριμένο. Πρώτα-πρώτα ήταν ημιτελές. Έδειχνε να γεννιέται κάτι μέσα από τον όγκο του μαρμάρου, κάτι απροσδιόριστο, κάτι σαν μια ιδέα. Είχε όμως μιαν αρμονία στη διαδοχή των εσοχών και των εξοχών, που έδειχνε αρκετά αφηρημένη όταν δεν άφηνες τη φαντασία σου να συμπληρώσει τη μορφή του, μα, αν αφηνόσουν στην αγαλλίαση που πρόσφερε, θα έχτιζες μέσα σου τη μορφή που είχες περισσότερο ανάγκη να δεις.

         Auguste Rodin, Flying Figure. 1890. Μπρούντζος
            Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Ούτε ο Τιμολέων γνώριζε τι ακριβώς παράσταινε το έργο του. Θυμήθηκε, εκείνον τον χειμώνα στο εργαστήριο της σχολής, πως είχε μπροστά του ένα κομμάτι μάρμαρο, σε διαστάσεις περίπου εξήντα στο ύψος και πενήντα επί πενήντα η βάση, υπόλοιπο από κάποιο μεγαλύτερο μάρμαρο, που το είχαν βγάλει στην άκρη γιατί είχε μέσα του σκουριές και αραχνοειδείς ρωγμές, και που πήγαινε για σπουδή των αρχαρίων μέχρι να το κάνουν σκόνη.
Όταν άρχισε να το σμιλεύει, και ήταν το δωδέκατο έργο του, άφησε να τον οδηγήσουν οι ατέλειες της πέτρας. Ακολούθησε τις σκουριές και αφαίρεσε όλες όσες μπορούσε να διακρίνει. Άφησε το μισό μάρμαρο και το πιο φθαρμένο απείραχτο, αυτό θα ήταν η βάση στο έργου του. Η φθορά του μάρμαρου ήταν τόσο μεγάλη, τόσες πολλές και έντονες οι σκουριές του, που έλεγε, σαν άρχισε να το σμιλεύει, πως μόλις είχε γεννηθεί από τη γη με άτμητο ακόμα τον ομφάλιο λώρο. Δεν ήσαν δε λίγες οι φορές, που φοβήθηκε πως θα ήταν αρκετή μια καλεμιά για να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Μετά, στο επάνω καλό κομμάτι, ακολούθησε με το καλέμι του τις αραχνοειδείς ρωγμές, μα γρήγορα διαπίστωσε πως ήσαν μόνον επιφανειακές. Μετά από πολλές ώρες δουλειάς το μισό μάρμαρο ήταν πλέον καθαρό, αν και έμοιαζε σαν σκουληκοφαγωμένο μήλο. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, από εκείνη τη στιγμή, αυτό το κομμάτι μάρμαρο το αγάπησε περισσότερο από όλα τ’ άλλα. Κάτι μέσα του τού έλεγε πως σ’ αυτό πρέπει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Πως πρέπει να αφεθεί στις ιδιοτροπίες του.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερε τι να φτιάξει, ούτε έπλασε κάποιο πρόπλασμα με πηλό για να το έχει σαν οδηγό. Δούλεψε απευθείας πάνω στο σκληρό υλικό. Χρησιμοποίησε την πιο λεπτή σμίλη για να μην χάσει ούτε ένα χιλιοστό από την πολύτιμη ύλη. Γνώριζε πως το παραμικρό λάθος χτύπημα θα τον οδηγούσε σε άλλο αποτέλεσμα, όπως γνώριζε από τους δασκάλους του πως το μάρμαρο έχει φυλακισμένες μέσα του όλες τις μορφές του κόσμου και όλες τις μορφές του Θεού.
-Κάτι σαν την ψυχή του ανθρώπου, σκέφτηκε.
Με αφορμή αυτήν τη σκέψη του έδωσε τον τίτλο «Ο άνθρωπός μου». Μα, σαν προχώρησε το έργο και το αποτέλεσμα έδειχνε πως τον προκαλούσε περισσότερο απ’  όσο μπορούσε να φανταστεί, πως η άψυχη πέτρα απέκτησε τη ικανότητα να τον κολακεύει, του άλλαξε τον τίτλο και το ονόμασε «Ο Δημιουργός μου», έχοντας στον νου του πως το μάρμαρο οδήγησε το χέρι του.
Η αλήθεια ήταν πως το πέρασμα από τον έναν τίτλο στον άλλον δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο χαρισματικός καλλιτέχνης πετάει τις περιττές και άσχημες σκέψεις από τον νου του, πετάει όσα του αγκυλώνουν την καρδιά και αναζητάει τη μια και μοναδική αλήθεια που αντανακλά μέσα του, τον Ναρκισισμό όχι του ίδιου αλλά της φύσης.
Ένα τρέμουλο τον κυρίευσε.
-Τι έχουμε μέσα μας, μονολόγησε. Τρέμω στην ιδέα πως θα συναντήσω μέσα μου κάτι που δεν θα μου αρέσει.
Και συνέχισε να χτυπά τη σμίλη.
-Κι αν βγει σαν διάβολος; ξανασκέφτηκε.
Μα δεν βγήκε σαν διάβολος. Οι αντιθέσεις που υπάρχουνε μέσα στον κάθε άνθρωπο, όπως η καλοσύνη και η κακία, η ομορφιά και η ασκήμια, το καλό και το κακό, για κάποιον λόγο είχαν χαθεί, όπως χάθηκαν οι αναχνοειδείς ρωγμές και οι σκουριές.
Αν και το έργο είχε κάτι το αινιγματικό, ήταν βέβαιο πως κυριαρχούσε σε όλες του τις διαστάσεις η μεγαλοπρέπεια του όγκου του, η αρμονία των γραμμών, η απαλότητα της επιθυμίας, η απλότητα της οικονομίας, οι σκιές των κρυφών σημείων και η φωτεινότητα όλων των άλλων.

  Auguste Rodin, The hand of God. 1896. 
     Μάρμαρο. Rodin Museum, Παρίσι

Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Τιμολέων, και πολλές άλλες ακόμα. Μα τώρα ήταν εδώ και το άγαλμα που τον προβλημάτισε περισσότερο από όλα τ’ άλλα σε λίγο θα το έχανε από τα μάτια του. Θα κοσμούσε ποιος ξέρει, κάποιο σαλόνι, ένα μαγαζί, μια ξεχασμένη συλλογή. Πήγε στη γραμματεία και ρώτησε διακριτικά ποιος ήταν ο αγοραστής. Είχαν μόνον έναν αριθμό τηλεφώνου και μιαν επιταγή. Τίποτ’ άλλο. Ούτε όνομα, ούτε επίθετο, ούτε επάγγελμα, ούτε κάτι που θα οδηγούσε στα στοιχεία της ταυτότητάς του.
Η έκθεση κράτησε τέσσερις ημέρες. Τα έργα μεταφέρθηκαν στις οικίες των αγοραστών. Όμως κάτι σαν μελαγχολία είχε καθίσει στο πρόσωπο των υποτρόφων. Όλος τους ο αγώνας, όλη τους η προσπάθεια, όλο τους το μεράκι είχε ανταλλαγεί με λίγα χρήματα. Πόσο μάταια ήσαν τελικά όλα. Και σίγουρα δεν ήσαν λίγοι αυτοί που σκέφτηκαν (νομίζω πως κάποιοι κριτικοί το έθιξαν κιόλας) πως οι καλλιτέχνες έμοιαζαν με τις πόρνες που πουλάνε το κορμί τους, την αθωότητά τους, τη φρεσκάδα τους, μέχρι να μείνουν στο τέλος με τις πτυχές του δέρματός τους. Φτωχότερες μετά από τόσο δόσιμο.
-Αν τα έργα τέχνης τέχνης εκτίθενταν σε κάποιον δημόσιο χώρο όλα θα ήσαν διαφορετικά, τους είπε ένας παλιός καθηγητής. Κάτι τέτοιο γινόταν στην Αρχαία Ελλάδα. Με τους Ρωμαίους όμως άλλαξαν τα πράγματα. Τα έργα τέχνης στόλιζαν τις πόλεις μα περισσότερο τις οικίες.
- Μπορώ να μάθω ποιος αγόρασε το τελευταίο έργο μου;  Ρώτησε ο Τιμολέων.
- Μια εταιρεία μετέφερε τα έργα στους αγοραστές τους.
- Θα ήθελα να μάθω ποιος το αγόρασε.
-Αν και τώρα δεν έχει σημασία, θα σε βοηθήσω να το βρεις.
Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Το έργο είχε αγοραστεί από τον ιερέα μιας ενορίας σε ένα προάστιο του Παρισιού.
Πήγαν και τον βρήκαν. Ο ιερέας είχε τοποθετήσει το γλυπτό στην είσοδο της εκκλησίας. Ο Τιμολέων χάρηκε που δεν το έκλεισαν σε κάποιο σαλόνι.
-Τι σας οδήγησε για να το αγοράσετε; Τον ρώτησε ο καθηγητής. Πώς γνωρίζατε πως αυτό το έργο ήταν το πολυτιμότερο της έκθεσης;
-Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα από γλυπτική, απάντησε ο ιερέας. Απλά έψαχνα από καιρό κάτι που θα τραβήξει πάνω του τα βλέμματα των ανθρώπων. Όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις. Που θα οδηγούσε τα βήματά τους μέχρι την είσοδο της εκκλησίας. Είχα γυρίσει πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής τα τελευταία δυο χρόνια.
-Και δεν είχατε βρει κάτι που να σας αρέσει;
-Όχι. Τίποτα απολύτως. Αδιάφοροι επισκέπτες περνούσαν μπροστά από αδιάφορα έργα, ώσπου ήρθα να δω την έκθεση των δικών σας αποφοίτων. Μου προξένησε μεγάλη εντύπωση που απ’ όλα τα έργα της έκθεσης αυτό τράβηξε τα βλέμματα του κόσμου. Και αυτό ήταν το κριτήριό μου. Στην ενορία μου, ξέρετε, κατοικούν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο και πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν τα γαλλικά για να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που παρεξηγούνται γι’ αυτόν τον λόγο. Αναζητούσα, όπως σας είπα, κάτι που να έλκει πάνω του τα βλέμματα των ανθρώπων. Κάτι που να γλυκαίνει την καρδιά και τον νου και αυτό βρήκα σ’ αυτό το άγαλμα. Το τοποθέτησα δίπλα στην είσοδο της εκκλησίας.
-Και σταματούν οι περαστικοί για να το δουν;
Ακριβώς. Από την πρώτη μέρα που το τοποθέτησα εδώ. Φαίνεται πως όλοι βρίσκουν σ’ αυτό το γλυπτό κάτι που να τους αρέσει. Ένας γερο-Αφρικανός, που κατοικεί χρόνια στην ενορία μου, μου είπε πως η καρδιά του καλλιτέχνη, που αποτυπώνεται πάνω στο γλυπτό, δεν έχει τίποτα που μπορεί να σε προσβάλει, πως είναι γεμάτη ευγένεια, όπως η καρδιά του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου