Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

1816: η χρονιά δίχως καλοκαίρι

 

Το 1816 είναι γνωστό ως «η χρονιά δίχως καλοκαίρι». Τον Απρίλιο της προηγούμενης χρονιάς είχε εκραγεί στην Ινδονησία το ηφαίστειο Tambora. Η έκρηξη ακούστηκε μέχρι το νησί Σουμάτρα. 71000 υπολογίζονται οι νεκροί. Οι 60000 δεν πέθαναν από την τέφρα και τα αέρια της έκρηξης, αλλά λιμοκτόνησαν. Η έκρηξη προκάλεσε, επίσης, για τρία ολόκληρα χρόνια σοβαρές κλιματικές ανωμαλίες στο μεγαλύτερο μέρος του βορείου ημισφαιρίου, μεταξύ των οποίων και το φαινόμενο γνωστό με το όνομα «ηφαιστειακός χειμώνας». Η θερμοκρασία έπεσε κάθετα και η ατμόσφαιρα γέμισε με μια λεπτή σκόνη που εμπόδιζε τις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν στη γη, με αποτέλεσμα έναν παρατεταμένο χειμώνα. Η αγροτική παραγωγή καταστράφηκε και τα ζώα πέθαναν. Οι άνθρωποι υπέφεραν. Πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.

Caspar David Friedrich, Two Men by the Sea (1817),
Βερολίνο, Alte Nationalgalerie.
Ο ζωγράφος φαίνεται επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα
που επικρατούσε εκείνη τη χρονιά δίχως καλοκαίρι.

Εκείνο το υγρό και θλιβερό καλοκαίρι του 1816 o ποιητής Percy Bysshe Shelley και η επίσης συγγραφέας σύζυγός του Mary Shelley μαζί με την αδελφή της Claire Clairmont, αποφασίζουν να το περάσουν στην Ελβετία. Το σπίτι όπου μένουν γειτονεύει με τη Villa Diodatti, στο χωριό Cologny, δίπλα στη λίμνη της Γενεύης, που την έχει νοικιάσει ο Λόρδος Bayron και στην οποία έρχεται να μείνει με τον προσωπικό του γιατρό και συνοδό, ποιητή επίσης, τον John William Polindori. Η Claire γνωρίζει καλά τον Bayron. Πολύ καλά, μάλιστα. Η πρόσφατη ερωτική σχέση της μαζί του την έχει αφήσει έγκυο στο παιδί του. Αρχίζουν όλοι να κάνουν παρέα και στην αρχή, όπως το είχαν σχεδιάσει, περνούν τον χρόνο τους με περιπάτους στις όχθες της λίμνης και βαρκάδες. Όμως, η βροχή που πέφτει ακατάπαυστα τους υποχρεώνει να μένουν πολλές ώρες μέσα στο σπίτι. Αρχίζουν να βαριούνται. Για να διασκεδάσουν καθώς είναι καθισμένοι πλάι στο τζάκι, σκέφτονται να διαβάσουν ο ένας στον άλλον ιστορίες φαντασμάτων. Έχουν μαζί τους μια γαλλική συλλογή γερμανικών ιστοριών τρόμου, τη Fantasmagoriana. Αλλά κι αυτό το παιχνίδι κάποτε τους κουράζει.

Και τότε, ο Bayron έχει την ιδέα να γράψουν οι ίδιοι ιστορίες με φαντάσματα. Βάζουν την ιδέα σε εφαρμογή. Ένα απόσπασμα της ιστορίας που έγραψε ο Bayron τυπώθηκε αργότερα στο τέλος του ποιήματός του «Mazeppa». O Shelley γράφει πέντε τέτοιες ιστορίες, βασισμένες σε παιδικές του εμπειρίες, οι οποίες συγκεντρώνονται και εκδίδονται μετά τον θάνατό του με τον τίτλο Journal at Geneva (Ημερολόγιο της Γενεύης). Ο Polindori σκέφτεται μια σκοτεινή ηρωίδα, την οποία όμως πραγματικά δεν ξέρει καθόλου τι να την κάνει. Η πεζογραφία φαίνεται ότι δεν ταιριάζει στους ποιητές.

Η Mary Shelley δυσκολεύεται να βρει μια καλή ιδέα για τη δική της ιστορία. Όμως, παρακολουθώντας τις συζητήσεις των τριών ανδρών, μια νύχτα αϋπνίας συλλαμβάνει μια πραγματικά τρομακτική ιστορία. Ένας φιλοπερίεργος νεαρός σπουδαστής συναρμολογεί και δίνει ζωή σε ένα απαίσιο πλάσμα. Ο νεαρός, μόλις αντιλαμβάνεται την επιτυχία του, τρομάζει και φεύγει μακριά. Ησυχάζει μόνο με την ιδέα ότι η ζωή που εμφύσησε στο ανόσιο δημιούργημά του θα σβήσει. Δεν γίνεται έτσι. Βρίσκει το πλάσμα να στέκεται πλάι στο κρεβάτι του και να τον κοιτάζει με τα κίτρινα, άτονα μάτια του.

Το μακάβριο όραμα στοιχειώνει τη Mary Shelley, η οποία αποφασίζει να  το καταγράψει. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα διασημότερα λογοτεχνικά βιβλία του 19ου αιώνα. Ο τίτλος του: Frankenstein, or the Modern Prometheus (Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας).


Πηγή για την εικόνα:

https://en.wikipedia.org/wiki/Year_Without_a_Summer#/media/File:Caspar_David_Friedrich_-_Two_Men_by_the_Sea_-_WGA8249.jpg


Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Alasdair MacIntyre: αφηγούμενοι τη ζωή μας


Κάποιος κραυγάζει, κυριολεκτικά βγάζει αφρούς, όταν θυμώνει. Ένας άλλος παραμένει πιο ήρεμος και κατευναστικός. Κάποια συνηθίζει να καλοδιπλώνει το φουλάρι γύρω από τον λαιμό της το καταχείμωνο, ψάχνοντας τα πιο εκκεντρικά δεσίματα. Μια άλλη το στριφογυρίζει μια-δυο φορές γύρω από τον λαιμό της, αφού νοιάζεται μόνο για το πώς θα την προστατεύσει από το κρύο.
Μπορεί άραγε κάποιος, που λατρεύει να παρατηρεί τους ανθρώπους, να βγάλει συμπεράσματα για τον «αληθινό» χαρακτήρα τους από τον τρόπο που συμπεριφέρονται, από τον τρόπο που ντύνονται, από τον τρόπο που χαμογελούν ή κλαίνε; Βεβαίως ναι, θα ισχυριστούν μερικοί. Αυτοί άλλο δεν κάνουν από το να βλέπουν και να υποθέτουν. Βεβαίως όχι, θα αντιτάξουν κάποιοι άλλοι. Νομίζουμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε τους άλλους από τις εξωτερικές τους αντιδράσεις. Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να τους καταλάβουμε από τέτοια σημάδια, επειδή έτσι οι άλλοι καθίστανται προβλέψιμοι –και, άρα, ακίνδυνοι. Αυτό εξυπηρετούν οι «ταμπέλες» που βάζουμε στους ανθρώπους, οι οποίες, όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, καθόλου δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αλλά αποτελούν αυθαίρετες γενικεύσεις. Εξάλλου, υπάρχει ένας ακόμα λόγος για να μην δίνουμε σημασία στα εξωτερικά σημάδια, ένας λόγος που σχετίζεται με τη δική μας εικόνα. Η δική μας αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μάς ξεχωρίζει από τους άλλους, μας κάνει απρόβλεπτους, μυστηριώδεις, άρα, και ενδιαφέροντες.


Ένας σπουδαίος Σκωτσέζος νεοαριστοτελικός ηθικός φιλόσοφος, ο Alasdair MacIntyre, το σκέφτηκε ως εξής. Ο άνθρωπος, είπε, στη φαντασία του αλλά και στη ζωή του, είναι ένα ζώο αφηγηματικό (a story-telling animal). Στο ερώτημα «τι κάνω;» μπορεί να απαντήσει μόνον αφού προηγουμένως έχει σκεφτεί «ποιας ιστορίας είμαι κομμάτι». Κακές μητριές, εγκαταλελειμμένα παιδιά, όλα όσα ακούνε τα πιτσιρίκια στα παραμύθια δεν είναι παρά μια άσκηση για να αντιληφθούν τη σημασία ορισμένων ρόλων και να βάλουν τάξη σε έναν χαοτικό κόσμο. Ως υποκείμενα, είμαστε συγγραφείς της δικής μας ζωής και συγχρόνως ηθοποιοί στη ζωή των άλλων. Μόνο στη φαντασία μας ζούμε σύμφωνα με την αφήγηση που προτιμούμε. Στην πραγματική ζωή, ανεβαίνουμε στη σκηνή όχι από την αρχή του έργου, αλλά σε κάποιο σημείο του με βάση έναν σχεδιασμό που δεν είναι αποκλειστικά δικός μας. Ό,τι λέμε και κάνουμε επηρεάζεται σοβαρά και από τον ρόλο που οι άλλοι μάς αναθέτουν. Καθένας μας αφηγείται τη ζωή του, με πρωταγωνιστή τον εαυτό του, αλλά, επίσης, του ανατίθεται κάποιος ρόλος και από τους άλλους, πράγμα που εμπλουτίζει και τροποποιεί τον αρχικό του ρόλο. Ζούμε με τους άλλους σε παράλληλες αφηγήσεις, που κάποιες φορές συναντιούνται. Κι έτσι ξεδιπλώνεται ο εαυτός μας μέσα σε μια αφηγηματική ενότητα η οποία κρατάει μια ζωή. Η προσωπική ταυτότητα δεν είναι υπόθεση συνέχειας ή ασυνέχειας του ψυχολογικού εγώ, αλλά ενότητας του αφηγηματικού χαρακτήρα, υποστηρίζει ο MacIntyre.
Τίποτα δεν αποδεικνύει τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό του, είναι το τελικό συμπέρασμα του MacIntyre. Το πώς μια κυρία δένει το φουλάρι στον λαιμό της δεν αποδεικνύει τίποτα για τον χαρακτήρα της, αποδεικνύει μόνον τον τρόπο με τον οποίο δένει το φουλάρι στον λαιμό της. Καμία λογική σχέση δεν υπάρχει μεταξύ των δύο. Ως εκ τούτου, από μια βαθύτερη αιτία, που σχετίζεται με το πώς οι ίδιοι αφηγούμαστε τη ζωή μας και το πώς αυτή καθορίζεται από τις αφηγήσεις των άλλων, καθένας μας παραμένει άλυτο αίνιγμα για τους υπόλοιπους.
Ο άνθρωπος είναι ζώο αφηγηματικό. Και, όπως όλοι οι αφηγητές, λέει αλήθειες και ψέματα. Για τον εαυτό του, για τη ζωή του. Είμαστε αυτό που θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε και είμαστε αυτό που οι άλλοι βλέπουν σ’ εμάς.  

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Για τη "μαύρη σειρά" της αστυνομικής λογοτεχνίας


Ο Marcel Duhamel ήταν ηθοποιός και σεναριογράφος, ο οποίος είχε, επίσης, ασχοληθεί με τη μετάφραση, μεταφράζοντας στα γαλλικά έργα του John Steinbeck και του Ernest Heminway. Το 1945 ο Duhamel ανέλαβε τη διεύθυνση μιας νέας σειράς των εκδόσεων Gallimard. Νονός της ήταν ο ποιητής Jacques Prévert και το όνομα που της χάρισε ήταν série noire (μαύρη σειρά), απολύτως ταιριαστό με το περιεχόμενό της: έργα αστυνομικής λογοτεχνίας. Με αυτήν την κίνηση, οι εκδόσεις Gallimard απαντούσαν στην ολοένα αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για τέτοιου είδους βιβλία, τα οποία, ωστόσο, ακόμα θεωρούνταν περιθωριακά και υποδεέστερα. Το εξώφυλλο της νέας σειράς, κίτρινο και μαύρο, είναι εντυπωσιακό.


Η εκδοτική ιστορία της σειράς ξεκίνησε με τα βιβλία των Άγγλων Peter Cheney και James Hadley Chase. Σιγά-σιγά, όμως, προωθήθηκαν βιβλία της λεγόμενης αμερικανικής hardboiled αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Raymond Chandler, ο Dashiell Hammett, ο Chester Himes και ο William R. Burnett είναι μερικοί από τους συγγραφείς των οποίων τα βιβλία εκδόθηκαν στη συγκεκριμένη σειρά. Ποτοαπαγόρευση, gangsters, αστυνομική διαφθορά, οικονομική κρίση είναι τα αγαπημένα τους θέματα.
Έναν χρόνο μετά, το 1946, το πολύ επιτυχημένο όνομα της σειράς έδωσε στον Γάλλο κριτικό Nino Frank την ιδέα να ονομάσει μια ολόκληρη κατηγορία χολιγουντιανών ταινιών film noir: αστυνομικά, δικαστικά και κοινωνικά δράματα, ρομαντικά ειδύλλια κ.λπ.. Χαμηλός φωτισμός, βροχερά σκηνικά, οξείες ασπρόμαυρες αντιθέσεις, κυνικοί ιδιωτικοί detectives και femmes fatales είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά τους.
Τόσο η μαύρη σειρά των εκδόσεων Gallimard όσο και οι μαύρες ταινίες έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς και η εμπορική τους επιτυχία ήταν τεράστια. Όσο για την αισθητική τους αξία, αυτή άρχισε όλο και λιγότερο να αμφισβητείται.
Οι υπεύθυνοι της série noire αλλάζουν καθώς τα χρόνια περνούν, το ίδιο και οι εμφάνισή της, όμως φαίνεται ότι η βασική ιδέα έχει διάρκεια. Και οι αναγνώστες της ξαγρυπνούν, ριγμένοι σε έναν κόσμο κυνισμού, βίας και ανηθικότητας, που μοιάζει πολύ με τον πραγματικό.

Πηγή για την εικόνα: