Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Στην υγεία του Ομήρου


Τον 17ο αιώνα δεν συνηθιζόταν οι γυναίκες να μορφώνονται. Ο Tanneguy Le Fèvre, ελληνιστής και διευθυντής των βασιλικών εκδόσεων, είχε 5 παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη του ήταν η Anne. Πολύ έξυπνη και φιλομαθής, αλλά χωρίς αξιώσεις για μόρφωση. Ωστόσο, η Anne, εν αγνοία του πατέρα της, επωφελείται από την εκπαίδευση των αδελφών της, μαθαίνει ελληνικά και λατινικά και διακρίνεται για την επιμέλεια και την ικανότητά της. Το 1662, σε ηλικία 15 ετών, παντρεύεται τον άντρα που της υποδεικνύει ο πατέρας της, τον Jean Lesnier II, με τον οποίο χωρίζει 8 χρόνια αργότερα. Τη δεύτερη φορά διαλέγει η ίδια σύζυγο και διαλέγει καλύτερα. Παντρεύεται το 1683 έναν από τους σπουδαστές του πατέρα της, τον επίσης ελληνιστή Andre Dacier, με του οποίου το όνομα έγινε γνωστή.
Η Mme Dacier, μετά τον θάνατο του πατέρα της, αρχίζει να εκδίδει και να μεταφράζει πολλούς Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Σπουδαία είναι η έμμετρη μετάφρασή της στην Ιλιάδα και αργότερα στην Οδύσσεια.


Αυτήν τη μετάφραση της Ιλιάδας μάλλον διάβασε ο Antoine Hudar de la Motte, ο οποίος το 1714 δημοσιεύει μια δική του μετάφραση, καθόλου πιστή στο πρωτότυπο. Ο La Motte τροποποιεί τον Όμηρο, επειδή, όπως εξηγεί σε συνοδευτικό κείμενο, ο ομηρικός τρόπος δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Η Mme Dacier υπερασπίζεται τον Όμηρο σε ένα έργο της που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τίτλο Des causes de la corruption du goût (Αιτίες για την αισθητική διαφθορά). Ο αβάς Jean Terrasson παίρνει τη σκυτάλη της διαμάχης, υποστηρίζοντας ότι μετά την ανάπτυξη της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ειδικά από τον René Descartes, η ποίηση είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα μπροστά στα οποία ο Όμηρος δεν πιάνει δεκάρα. Σε συμβιβασμό επιχειρεί να οδηγήσει τις δύο πλευρές ο φιλόσοφος Claude Buffier με το έργο του Homère en arbitrage (Ο Όμηρος σε διαιτησία), υποστηρίζοντας ότι, έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν αρνείται ότι ο Όμηρος είναι από τους πιο ιδιοφυείς συγγραφείς όλων των εποχών και ότι το έργο του έχει τεράστια αξία.
Στις 5 Απριλίου 1716, στο δείπνο που παραθέτει στην οικία του ο ναύαρχος και λόγιος Jean-Baptiste-Henri de Trousset, λόρδος του Valincour, η Mme Dacier και ο la Motte συμφιλιώνονται και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους στην υγεία του Ομήρου!

Πηγή για την εικόνα:

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Ο Sir Charles Napier και ο πολιτισμικός σχετικισμός


Ο κυβερνήτης της Ινδίας Βρετανός στρατηγός Sir Charles Napier έφριξε με τα έθιμα που συνάντησε εκεί. Κυρίως με αυτό που ονομαζόταν sati ή suttee, δηλαδή με την υποχρέωση μιας γυναίκας να καεί στη νεκρική πυρά του συζύγου της. Οι Ινδοί, όμως, ήσαν αμετάπειστοι. Ο στρατηγός δεν είχε δικαίωμα να τους απαγορεύσει να εφαρμόσουν τον ηθικό τους νόμο. Μια αντιπροσωπία τους συναντήθηκε με τον στρατηγό για να του εξηγήσει ότι ενεργούσε αντίθετα με τα έθιμά τους, πράγμα απαράδεκτο. Και ο στρατηγός, με το βρετανικό του φλέγμα, τους απάντησε ατάραχος: «Καλά λοιπόν, έχετε τα έθιμά σας. Αλλά στη χώρα μου το να υποχρεώσεις μια γυναίκα να καεί στη νεκρική πυρά του συζύγου της είναι ένα έθιμο που τιμωρείται με θάνατο».


Φαντάζομαι ότι μετά από αυτήν την προειδοποίηση οι Ινδοί υποχώρησαν και εγκατέλειψαν το έθιμό τους. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ο πολιτισμικός σχετικισμός (cultural relativism), τον οποίο σθεναρά ευνοούν ορισμένοι ηθικοί φιλόσοφοι.
Τι υποστηρίζει ο πολιτισμικός σχετικισμός; Υποστηρίζει ότι διαφορετικές κοινωνίες έχουν διαφορετικούς, συχνά αποκλίνοντες, ηθικούς κώδικες. Εντός της συγκεκριμένης κοινωνίας είναι καθορισμένο το ηθικώς ορθόν. Ο στρατηγός Napier θα έπρεπε, λοιπόν, να επιτρέψει τη συνέχιση του suttee;
Άρα, δεν υπάρχει ένας αντικειμενικός κανόνας για να κρίνουμε το ηθικά ορθό ή εσφαλμένο και κάθε πολιτισμός μπορεί να ορίζει τους δικούς του κανόνες; Δεν υπάρχει κριτήριο βάσει του οποίου να κρίνουμε εάν ο κώδικας μιας κοινωνίας είναι καλύτερος από τον κώδικα μιας άλλης; Άρα, η ηθική αλήθεια δεν έχει καθολικό χαρακτήρα; Ο ηθικός κώδικας της δικής μας κοινωνίας είναι απλώς ένας ανάμεσα στους άλλους και μόνο από υπεροψία ασκούμε κριτική στους άλλους πολιτισμούς, ενώ θα έπρεπε να είμαστε ανεκτικοί; Κι αν τα αξιακά πρότυπα μιας κοινωνίας προωθούν την έλλειψη ανεκτικότητας; Θα μπορούσαμε, ή θα έπρεπε, να επικρίνουμε αυτήν την κοινωνία, δεδομένου ότι αυτή απλώς ακολουθεί τον δικό της κώδικα; Και πώς ένας σχετικιστής θα υποστηρίξει την εφαρμογή ενός ηθικού κώδικα έξω από τα όρια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας; Ας πούμε, στην περίπτωση που ένας λαός έχει καταλάβει κάποιον άλλον, εν τέλει ποιος ηθικός κώδικας θα υπερισχύσει; Γιατί, με άλλα λόγια, να υποστηρίξει κανείς τα έθιμα των Ινδών και όχι των Άγγλων; Ή, γιατί να υποστηρίξει το αντίθετο;
Τελικά, μήπως η ηθική είναι απλώς θέμα γνώμης ή γούστου; Εάν, όμως, όλοι έχουν δίκιο, μήπως είναι εξίσου πιθανόν όλοι να έχουν άδικο; Μοιάζει σαν να μην μπορούμε να αποφασίσουμε αν η γη είναι επίπεδη ή στρογγυλή, επειδή κάποιοι υποστηρίζουν το πρώτο και κάποιοι το δεύτερο. Κι όμως, σ’ αυτό το παράδειγμα κάποιοι σίγουρα σφάλλουν. Δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο και στην ηθική;
Ανάμεσα στα άλλα, ένα βασικό ζήτημα είναι αν θα αμφισβητήσουμε την ιδέα της ηθικής προόδου (ίσως και της προόδου γενικότερα), που έφερε σημαντικές ηθικές βελτιώσεις (κατάργηση της δουλείας, δικαιώματα της γυναίκας κ.λπ.). Και αν πράγματι αμφισβητήσουμε την ηθική πρόοδο, έχουμε τότε περιθώρια αναθεώρησης και βελτίωσης;
Και, τέλος, είναι πράγματι αλήθεια ότι οι ηθικοί κώδικες των διαφορετικών πολιτισμών αποκλίνουν τόσο; Δεν υπάρχουν αξίες κοινές σε όλους τους πολιτισμούς, απαραίτητες για την ίδια την ύπαρξή τους;
Μήπως, αντί να εστιάζουμε στις διαφορές, να ανακαλύψουμε τις συγκλίσεις, ώστε να αποφασίσουμε τι είναι ηθικά αποδεκτό και τι όχι, άσχετα από την πολιτισμική χειραγώγησή μας;

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Οι Μούσες του Proust: Madeleine Lemaire


Η Madeleine Lemaire εικάζεται ότι ήταν η άλλη πηγή έμπνευσης για τον Marcel Proust στη δημιουργία της Mme Verdurin. Salonnière κι αυτή, όπως η Mme Arman de Caillavet, και τόσο αντίθετη από το μυθιστορηματικό αντίγραφό της: όμορφη, κομψή και εκλεπτυσμένη, ανυπόκριτη, ειλικρινής και ζεστή.
Η Madeleine Lemaire ήταν ζωγράφος, που αγαπούσε να αποτυπώνει στους πίνακές της σκηνές της καθημερινής ζωής και λουλούδια. Η «βασίλισσα των ρόδων» ήταν το παρωνύμι της και πιο κάτω είναι ένας από τους πίνακές της.


Το αρχοντικό της βρισκόταν στην οδό de Monceau. Στον κήπο του είχε εγκαταστήσει το ατελιέ της. Η πριγκίπισσα της Ουαλίας, η αυτοκράτειρα της Γερμανίας, ο βασιλιάς της Σουηδίας, η βασίλισσα του Βελγίου, όταν ήρθαν στο Παρίσι, ζήτησαν να το επισκεφθούν. Σιγά-σιγά, εκεί άρχισαν να συγκεντρώνονται φίλοι της οικοδέσποινας, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς τίποτα «δήθεν», με τον καιρό αυτές οι συγκεντρώσεις ξεπέρασαν σε λαμπρότητα πνεύματος κάθε οργανωμένο γκαλά. Οι ίδιοι οι καλεσμένοι ζωγράφιζαν, έπαιζαν μουσική και χόρευαν. Απροσχεδίαστα και με απλότητα. Κι αυτό ήταν αρκετό για να αναγνωριστεί η καλλιτεχνική αξία τους και να ανέλθουν κοινωνικά.
Όλοι οι Παριζιάνοι, κυρίως όσοι είχαν κοινωνικές φιλοδοξίες, έλιωναν από επιθυμία να γίνουν δεκτοί σε αυτό το ιδιόμορφο σαλόνι. Οι απόπειρες να το πετύχουν δεν είχαν τις περισσότερες φορές αίσιο αποτέλεσμα. Μόνο αν βρισκόταν κάποιος φίλος που είχε ήδη γίνει δεκτός, για να μεσολαβήσει για χάρη τους, η επιθυμία γινόταν πραγματικότητα. Λίγο-λίγο ο κόσμος που συνέρρεε ήταν τόσος, ώστε όλοι οι γειτονικοί δρόμοι έκλειναν από την κίνηση των αμαξών και οι καλεσμένοι που δεν χωρούσαν στο στούντιο απολάμβαναν τα ανθισμένα λουλούδια του κήπου. Το ατελιέ ήταν κι αυτό πνιγμένο από τριαντάφυλλα, μέσα σε βάζα και πάνω στους καμβάδες. Γύρω-γύρω τα ζωγραφισμένα πορτραίτα γνωστών Παριζιάνων, ανδρών και γυναικών. Όσοι κατάφερναν να στριμωχτούν σ’ αυτό δυσκολεύονταν να βρουν θέση να καθίσουν.

Το σαλόνι της Madeleine Lemaire
από το πινέλο του Pierre-Georges Jeanniot

Κι εκεί, ανάμεσά τους, ο Alexandre Dumas υιός, ο Saint Saëns, ο Anatole France, ο Lucien Guitry και πολλοί άλλοι. Επίσης, ο εικοσάχρονος Marcel Proust και ο συνθέτης Reynaldo Hahn, τους οποίους η Madeleine συνέστησε στην καλή παρισινή κοινωνία. Ο δεύτερος της το ξεπλήρωσε παίζοντας πιάνο σ’ εκείνες τις λαμπρές Πέμπτες, κάνοντάς τους όλους να εκστασιάζονται. Κι ο Marcel ξεπατίκωσε τα soirée της, δείχνοντας όμως πόση καλλιέργεια και λεπτότητα χρειάζεται για να μην μετατραπούν σε κωμικές συγκεντρώσεις αδαών φιλόδοξων πλουσίων.

Η Madeleine Lemaire, ο Marcel Proust και ο Reynaldo Hahn

Πηγές για τις εικόνες:
http://eve-adam.over-blog.com/article-le-salon-de-madeleine-lemaire-1845-1928-103808969.html

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Οι Μούσες του Proust: Mme Arman de Caillavet

Η Léontine Lippmann, πιο γνωστή με το επώνυμο του συζύγου της ως Mme Arman de Caillavet, δεν ήταν καθόλου τυχαία γυναίκα. Πρώτα-πρώτα καταγόταν από πλούσια εβραϊκή οικογένεια, έπειτα ήταν η μούσα και η αγαπημένη του σπουδαίου πεζογράφου Anatole France, που για χάρη της έγραψε τα μυθιστορήματα Thaïs (Θαΐς) και Le lys rouge (Κόκκινος κρίνος). Τέλος, ήταν μία διάσημη salonnière στην περίοδο της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ήταν όμορφη γυναίκα, μελαχρινή με γαλανά μάτια, κι επίσης ήταν έξυπνη και καλλιεργημένη. Στο σαλόνι της, στη λεωφόρο Hoche, κοντά στην Place de l’ Étoile, καθισμένη στην μπερζέρα της πλάι στη φωτιά, υποδεχόταν ανθρώπους της γαλλικής ελίτ: συγγραφείς, ηθοποιούς, δικηγόρους και πολιτικούς. Κάθε Τετάρτη παρέθετε δείπνο στους επιφανείς καλεσμένους της, ανάμεσα στους οποίους ο Alexandre Dumas, ο Ernest Renan, ο Maurice Barrès, η Sarah Bernhardt, ο Aristide Briand, ο Georges Clemanceau, η Collete, ο Lucien Guitry και ο γιος του Sasha, ο Jean Jaurès, ο Raymond Poincaré, ο Marcel Prévost και φυσικά ο Anatole France. Κι ακόμα ένας διάσημος, ο Marcel Proust, σύχναζε στο σαλόνι της.


Αυτός ο τελευταίος ήταν που αθανάτισε τη Mme Arman de Caillavet, αφού αυτή ήταν η έμπνευση για τη δική του μυθιστορηματική salonnière, πιο γνωστή και από τις πραγματικές, τη Mme Verdurin. Το σαλόνι της βρισκόταν στο quai de Conti και οι «πιστοί» του υποχρεώνονταν να υιοθετήσουν τις αισθητικές προτιμήσεις της οικοδέσποινας. Να λατρέψουν τον ποιητή που λάτρευε, να εγκωμιάσουν τον μουσικό που εγκωμίαζε, να αναγνωρίσουν τον ζωγράφο που αναγνώριζε. Είναι η ίδια που βοήθησε να αναπτυχθεί το ειδύλλιο ανάμεσα στον Charles Swann και στην Odette και είναι η ίδια που θέλησε να τους απομακρύνει όταν ανακάλυψε ότι ο Swann την πρόδιδε συναναστρεφόμενος ανωτέρους ανθρώπους από αυτήν.
Η Mme Verdurin είναι τελείως διαφορετική από την Mme Arman de Caillavet. Αυτή η εκπρόσωπος της υψηλής μπουρζουαζίας είναι ανόητη, επηρμένη, και κακόβουλη. Ο Proust την γελοιοποιεί καταπώς της αξίζει, καθώς εξηγεί ότι η κυρία δεν τολμά να γελάσει από φόβο μήπως της πέσει το σαγόνι, μια που κάτι τέτοιο της είχε συμβεί στο παρελθόν και σώθηκε μόνο χάρη στην ικανότητα του γιατρού Cottard, τον οποίο έκτοτε η ευγνωμονούσα Mme Verdurin αποκαλούσε Docteur Dieu. Κι όμως, παρά τη ρηχότητα και την υποκρισία της, η Mme Verdurin, μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, παντρεύεται τον πρίγκιπα de Guermantes και έτσι –αλίμονο!- παίρνει τον τίτλο της πριγκίπισσας κυριολεκτικά, αλλά και της «πριγκίπισσας» της παρισινής ζωής.
Τόσο ζωντανά περιγράφει ο Proust, στο À la recherche du temps perdu (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο) την παρακμή που σέρνεται στη Γαλλία κατά την προπολεμική περίοδο!

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Το στοίχημα του Pascal


Σας αρέσουν τα στοιχήματα και είστε αρκετά λογικός ώστε να υπολογίζετε τις πιθανότητες; Αν ναι, ιδού ένα από το οποίο σίγουρα θα βγείτε κερδισμένοι.
Στοιχηματίστε ότι ο Θεός υπάρχει. Έτσι θα έχετε το κεφάλι σας ήσυχο, υποστηρίζει ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός του 17ου αιώνα Blaise Pascal στο έργο του Pensees (Σκέψεις).


Ο Pascal, προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους ότι ο Θεός υπάρχει, πρότεινε το εξής επιχείρημα που θυμίζει πολύ την κατάσταση λήψης απόφασης υπό αβεβαιότητα (όταν, δηλαδή, τα ενδεχόμενα μελλοντικά γεγονότα είναι αόριστα και αδύνατον να υπολογιστούν):
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος δεν είναι βέβαιος ότι ο Θεός υπάρχει. Αυτός ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές.
Η πρώτη είναι να ζήσει τη ζωή του σαν να είναι βέβαιος ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Τι του εξασφαλίζει αυτό; Επίγεια καλοπέραση χωρίς τον φόβο μεταθανάτιας τιμωρίας και εξοικονόμηση του χρόνου τον οποίο θα ξόδευε προσευχόμενος στις εκκλησίες. Κι αν μεν έχει δίκιο, όλα καλά. Αν, όμως, τελικά ο Θεός υπάρχει, τότε είναι πιθανό να περάσει τη μετά θάνατον ζωή του στα καζάνια της κόλασης μετά από τόσες ηδονές και αμαρτίες που θα έχει διαπράξει όσο ήταν ζωντανός.
Η δεύτερη επιλογή είναι να ζήσει τη ζωή του σαν να είναι βέβαιος ότι ο Θεός υπάρχει. Θα είναι κάπως εγκρατής ενόσω είναι ζωντανός, θα πηγαίνει στην εκκλησία, θα μελετάει τα ιερά βιβλία και θα κάνει καλές πράξεις. Όμως, όλες αυτές οι μικροταλαιπωρίες είναι ένα τίποτα μπροστά στην αιώνια ανταμοιβή του. Αν αποδειχθεί ότι πόνταρε σωστά και ότι ο Θεός πράγματι υπάρχει, τότε η θέση του στον παράδεισο είναι εξασφαλισμένη. Αν πάλι πόνταρε λάθος και ο Θεός αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει, δεν θα έχει χάσει και πολλά. Κάπως λιγότερη δόξα, κάπως λιγότερη ηδονή, κάπως περισσότερη προσπάθεια, κι αυτό είναι όλο. Από την άλλη, θα έχει ζήσει ως ένας έντιμος, γενναιόδωρος και ταπεινός άνθρωπος. Δεν το λες και τίποτα!
Στην ουσία, αυτή η δεύτερη επιλογή ελαχιστοποιεί το ρίσκο και μεγεθύνει το κέρδος, γι’ αυτό πρέπει όποιος είναι καλός τζογαδόρος να την σκεφτεί στα σοβαρά.
Μήπως, όμως, τελικά καλύτερα να μην ποντάρουμε καθόλου; Ο Pascal δεν θα το συνιστούσε, γιατί είναι σαν να στοιχηματίζουμε ότι ο Θεός σίγουρα δεν υπάρχει. Και πάλι δεν την γλιτώνουμε την κόλαση.
Ή μήπως να πιστέψουμε στην ύπαρξη του Θεού, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, δηλαδή ενώ βαθιά μέσα μας ξέρουμε την ανυπαρξία του; Ο Pascal έχει απάντηση και γι’ αυτό. Ακόμα κι αν έχουμε πειστεί ότι ο Θεός δεν υπάρχει, πρέπει να σκεφτούμε το συμφέρον μας. Και λίγο-λίγο –πού θα πάει- θα πειστούμε ότι τελικά υπάρχει, ιδιαίτερα αν ακολουθήσουμε τον τρόπο ζωής των Χριστιανών.
Μα καλά, λένε οι αντιρρησίες, ο Θεός θα ξεγελαστεί; Και, επίσης, θα μας ανταμείψει παρόλο που πιστεύουμε για τον λάθος λόγο, δηλαδή από ιδιοτέλεια; Δεν είναι πιθανότερο να κλείσει την πόρτα του παραδείσου σε όσους απλώς τζόγαραν σε σχέση με την ύπαρξή του;
Συνεπώς, ας το ξανασκεφτούμε αν αξίζει να στοιχηματίσουμε για ένα τέτοιο ζήτημα κόλασης ή παράδεισου!

Πηγή για την εικόνα:

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Ο Nietzsche και ο εθνικοσοσιαλισμός


Η Terese Elisabeth Alexandra Nietzsche παντρεύτηκε το 1885 τον Bernhard Förster, έναν τέως καθηγητή που έγινε στη συνέχεια υποστηρικτής του γερμανικού εθνικισμού και σφοδρός αντισημίτης. Μετά τον γάμο της η Elizabeth απομακρύνθηκε από τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδελφό της τον Friedrich, με τον οποίο ως παιδιά ήσαν πολύ δεμένοι.
Το 1889 ο Friedrich έχασε τα λογικά του. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Elisabeth επέστρεψε από την Παραγουάη, όπου ζούσε προσπαθώντας μαζί με τον σύζυγό της να δημιουργήσει έναν καθαρά Άρειο οικισμό, και ανέλαβε την προώθηση του έργου του αδελφού της, σε μια εποχή που οι φιλοσοφικές του ιδέες είχαν αρχίσει να αποτελούν αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος στο ευρωπαϊκό κοινό. Το 1894 η Elisabeth ίδρυσε στο Naumburg το Nietzsche Archive, έναν οργανισμό που είχε ως σκοπό να συγκεντρώσει τα υπάρχοντα στοιχεία για τη ζωή Friedrich, αλλά και να διαχειριστεί τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του. Μεταξύ 1894 και 1926 η Elisabeth συνεργάστηκε με τον C. G. Naumann για την έκδοση είκοσι τόμων με γραπτά του αδελφού της. Ανάμεσα σε αυτά περιέλαβε και μια συλλογή αποσπασμάτων από τα σημειωματάριά του, τα οποία έκοψε και έραψε καταπώς εξυπηρετούσαν  τη ρατσιστική οπτική της, προδίδοντας καταφανώς τις ιδέες του αδελφού της, και στα οποία έδωσε τον τίτλο Der Wille zur Macht (Θέληση για δύναμη). Η Elisabeth υποστήριξε ότι επρόκειτο για το opus magnum του Friedrich το οποίο εκείνος ήλπιζε ότι θα κατόρθωνε κάποτε να ολοκληρώσει.

Edvard Munch, Elisabeth Förster-Nietzsche (1906)
Όσλο, Munch Museum

Το αποτέλεσμα; Οι φιλοσοφικές ιδέες του Nietzsche εμφανίστηκαν ως προπαγάνδα υπέρ του Ναζισμού, ο φιλόσοφος έγινε ο αγαπημένος του Τρίτου Ράιχ και η φήμη του εντελώς άδικα κηλιδώθηκε. Ο νιτσεϊκός Übermensch, ο Υπεράνθρωπος που δεν εμποδίζεται από τη συμβατική ηθική, αλλά την υπερβαίνει δημιουργώντας νέες αξίες, ήταν μια ιδέα που ταίριαξε πολύ στη διεστραμμένη λογική των Ναζί, οι οποίοι την χρησιμοποίησαν, φορτώνοντας τον εμπνευστή της με ευθύνες που σε καμιά περίπτωση δεν είχε.
Ο  Nietzsche ήταν απλώς άτυχος. Επειδή αρρώστησε και επειδή η αδελφή του, που είχε τον έλεγχο του έργου του για πολλά χρόνια, ήταν μια εθνικίστρια που τον χρησιμοποίησε για να προωθήσει τον γερμανικό μιλιταρισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό.
Η Elisabeth πέθανε το 1935 (35 χρόνια μετά τον θάνατο του αδελφού της). Στην κηδεία της παρέστη ο ίδιος ο Adolf Hitler.

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Περί προοπτικής


Στις αρχές του 15ου αιώνα, σπουδαίοι Ιταλοί ζωγράφοι προβληματίστηκαν για το πώς μπορεί να αποδοθεί πάνω στον δισδιάστατο καμβά ο τρισδιάστατος χώρος της πραγματικότητας. Τη μαθηματική λύση στο πρόβλημα έδωσε ο αρχιτέκτονας Philippo Brunelleschi, εκείνος που κατάφερε να γεφυρώσει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στους πεσσούς στους οποίους θα στηριζόταν ο εκκλησιαστικός θόλος, διαμορφώνοντας νέους κανόνες αρμονίας και ομορφιάς στην αρχιτεκτονική.
Για να αποδοθεί, λοιπόν ο τρισδιάστατος χώρος έπρεπε να σχεδιαστούν οι κάθετες γραμμές αναλλοίωτες ενώ οι παράλληλες γραμμές έπρεπε να συγκλίνουν προς ένα (κεντρική προοπτική) ή προς δύο (γωνιακή προοπτική) σημεία φυγής. Με αυτόν τον τρόπο, ο κόσμος φαίνεται «σαν μέσα από ανοιχτό παράθυρο», με πλαίσιο του «παραθύρου» να είναι το πλαίσιο του πίνακα. Στο πρώτο επίπεδο (πιο κοντά στον θεατή) τα αντικείμενα είναι μεγάλα, μικρότερα εμφανίζονται στο μεσαίο επίπεδο και μικρά στο τρίτο επίπεδο.
Πολύ χαρακτηριστικό αυτής της νέας ζωγραφικής αντίληψης, της προοπτικής, είναι η νωπογραφία του Masaccio με τίτλο Holy Trinity (Αγία Τριάδα) που ζωγραφίστηκε μεταξύ 1425 και 1428 για μια φλωρεντινή εκκλησία. Η εικόνα πρέπει να εξέπληξε και να ενθουσίασε όσους την είδαν, αφού μοιάζει να έχει τρυπήσει τον τοίχο, πίσω από τον οποίο φαίνεται ένα άλλο εντάφιο παρεκκλήσι χτισμένο σύμφωνα με τον νέο ρυθμό που εισήγαγε ο Brunelleschi.


Και το ερώτημα: μέχρι τον 15ο αιώνα οι καλλιτέχνες δεν είχαν καθόλου ενδιαφερθεί για το θέμα; Και τι συνέβαινε στη βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία; Σε αυτήν, λοιπόν, απεικονίζεται μεν ο τρισδιάστατος χώρος, αλλά με τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες που επέβαλε η αναγεννησιακή προοπτική. Τα αντικείμενα που απομακρύνονται από τον θεατή δεν μικραίνουν, οι παράλληλες γραμμές δεν δίνουν την εντύπωση ότι συγκλίνουν στο βάθος. Αντίθετα, τα αντικείμενα φαίνεται να ανοίγουν όσο απομακρύνονται στο βάθος και να μην κρύβουν καμία πλευρά τους. Ο χώρος δεν γίνεται αισθητός σαν να τον κοιτάζει ο θεατής από απέναντι, αλλά περιγράφεται σαν να τον κοιτάζει «από μέσα». Αντίστροφη ή ανεστραμμένη προοπτική χαρακτηρίστηκε αυτός ο τρόπος από τους ζωγράφους της ύστερης γοτθικής τέχνης και της πρώιμης Αναγέννησης ή αλλιώς maniera greca, maniera byzantina.
Πολύ χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης είναι η εικόνα του Andrej Rublëv, γνωστή ως Αγία Τριάδα, που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1400.


Μεγάλη συζήτηση γίνεται για τη θεολογική σημασία αυτής της εικονογραφικής απόδοσης. Οι μελετητές συγκλίνουν πως, στο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, δεν συνάδει ένας τρόπος απεικόνισης που προσπαθεί να αποδώσει την αληθινή φύση των πραγμάτων, αφού πρόκειται απλώς για μια πιθανή ερμηνεία του κόσμου, αυθαίρετη και ψευδαισθητική. Έτσι κι αλλιώς, η βυζαντινή αγιογραφία αδιαφορεί, επίσης, για την ανατομία των σωμάτων, τα οποία εμφανίζονται εξαϋλωμένα, ενώ προσοχή δίνεται μόνο στην απόδοση του προσώπου και των ματιών, στοιχείων πνευματικότητας.
Πάντως, αυτός ο κάπως παιδικός βυζαντινός τρόπος γοήτευσε πολλούς μοντέρνους καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ο Egon Schiele, ο οποίος ζωγραφίζει πολλούς πίνακές του χρησιμοποιώντας ανεστραμμένη προοπτική. Χαρακτηριστικό είναι ένα έργο του 1913 με τίτλο Stein an der Danube (Το χωριό Stein στον Δούναβη). Το έργο ανήκει σήμερα σε ιδιωτική συλλογή.


Πηγές για τις εικόνες:

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Το παράπονο του Ισοκράτη


Στην Αρχαία Αθήνα υπήρχε ένας πολύ σοφός και πολύ ενδιαφέρων νόμος, ο λεγόμενος «νόμος της αντιδόσεως».
Ως γνωστόν, μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού τους καθήκοντος, οι εύποροι Αθηναίοι αναλάμβαναν τις περίφημες «λειτουργίες». Δηλαδή, αναλάμβαναν να καλύψουν με τη δική τους περιουσία διάφορες ανάγκες της πόλεως. Χορηγία, γυμνασιαρχία, εστίαση, αρχιθεωρία, ιπποτροφία ήσαν κάποιες από τις «λειτουργίες». Και ναι μεν οι πλούσιοι Αθηναίοι ξόδευαν πολύ γενναιόδωρα μέρος της περιουσίας τους προς όφελος της πόλεως, αλλά κι εκείνη δεν ήταν αγνώμων: τους περιέβαλλε με λαμπρές τιμές και δόξα.
Κάποιες φορές, όμως, η επιλογή των Αθηναίων που θα βαρύνονταν με τέτοια έξοδα δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Τα πρόσωπα που επιλέγονταν δεν ήσαν –ή ισχυρίζονταν ότι δεν ήσαν- τόσο πλούσιοι και, άρα, τους ήταν αδύνατον να αναλάβουν τέτοιο κόστος. Τι γινόταν σ’ αυτήν την περίπτωση; Ο αδικούμενος είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την τιμή που του έκανε η πόλις επιλέγοντάς τον για συγκεκριμένη «λειτουργία». Ζητούσε, λοιπόν, να απαλλαγεί ο ίδιος από την υποχρέωση, υποδεικνύοντας συγχρόνως κάποιον άλλο πλουσιότερο Αθηναίο για να αναλάβει τα έξοδα της «λειτουργίας». Και μάλιστα, τον προκαλούσε σε αντίδοση. Τον προκαλούσε, με άλλα λόγια, να ανταλλάξουν περιουσίες. Το αποτέλεσμα ήταν: ή ο δεύτερος πολίτης να αποδεχτεί την ανάληψη της «λειτουργίας» ή η υπόθεση να οδηγηθεί στο δικαστήριο.
Για μια τέτοια αντιδικία ο διάσημος ρήτορας Ισοκράτης εκφώνησε στο δικαστήριο τον λόγο του Περί Αντιδόσεως. Ο θιγόμενος πολίτης από την επιλογή του για την ανάληψη τριηραρχίας ήταν ο Λυσίμαχος, ο οποίος πρότεινε στη θέση του τον Ισοκράτη και τον προκάλεσε να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους. Εκείνος δεν δέχτηκε και η υπόθεση δικάστηκε, με αποτέλεσμα την ήττα του Ισοκράτη.


Ο σωζώμενος λόγος δεν είναι αυτός που εκφωνήθηκε όταν έγινε το περί αντιδόσεως δικαστήριο, αλλά έχει γραφτεί σε μεταγενέστερο χρόνο (354-353 π.Χ.), όταν ο Ισοκράτης ήταν 82 χρονών. Στην ουσία, ο ρήτορας δανείζεται την εξωτερική τυπολογία ενός λόγου περί αντιδόσεως για να υπερασπιστεί τις απόψεις και τον βίο του. Πρόκειται, θα λέγαμε, για απολογία, παρόμοια με τη σωκρατική, που προέκυψε ως αποτέλεσμα της προηγούμενης δίκης και της πικρής διαπίστωσης ότι η εκτίμηση των συμπολιτών του γι’ αυτόν δεν ήταν όση εκείνος πίστευε ότι του είχαν ή ότι του άξιζε.  Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε τον συγκεκριμένο λόγο και ως αυτοβιογραφία, την πρώτη μάλιστα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Το σημαντικό είναι ότι σε αυτόν τον λόγο ο ρήτορας υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι κάποιων «υποθετικών» συκοφαντών, όχι μόνο με δικανικά επιχειρήματα, αλλά και εκθέτοντας τις πολιτικές και παιδευτικές του ιδέες. Φυσικά, υποστηρίζει ότι ποτέ δεν έγινε πλούσιος. Και σε αυτό το σημείο βρίσκουμε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είμαστε στο κεφάλαιο 166, όπου ο Ισοκράτης παραπονιέται για τη μεταχείριση που του επιφύλαξε η πόλις, και μάλιστα συγκρίνοντάς την με εκείνη που επιφύλαξε σε έναν ποιητή, τον Πίνδαρο.
Εσείς, για τους οποίους ξόδεψα ό,τι είχα και δεν είχα, με οδηγήσατε σε δίκη, λέει ο Ισοκράτης. Και το πιο υποτιμητικό. Οι προγενέστεροί σας τον ποιητή Πίνδαρο, μόνο και μόνο για έναν του στίχο, στον οποίο χαρακτηρίζει την Αθήνα “έρεισμα της Ελλάδος”, τόσο πολύ τον τίμησαν, ώστε του έδωσαν τον τίτλο του προξένου και μαζί το σεβαστό ποσό των 10000 δραχμών. Εγώ έχω εγκωμιάσει την πόλιν και τους προγόνους μας πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα. Κι όμως, τώρα κινδυνεύω να μην μπορώ στο εξής να επιβιώσω.
Ρητορική VS Ποίηση. Η ρητορική τα βάζει εδώ με την ποίηση, όπως τα είχε βάλει νωρίτερα μαζί της η φιλοσοφία. Φαίνεται ότι οι εχθροί καθόλου δεν της λείπουν.
Ο Ισοκράτης, πάντως, παρά τον κακοφανισμό του από τη συμπεριφορά των συμπολιτών του, έζησε ακόμη 16 χρόνια. Πέθανε 98 χρονών, χωρίς να έχει διευκρινιστεί το πώς πέθανε. Κάποιοι λένε ότι δεν άντεξε τα νέα για τη νίκη του Φιλίππου στη Χαιρώνεια και αυτοκτόνησε δια λιμοκτονίας. Άλλοι, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι καθόλου δεν ενοχλήθηκε από τις επιτυχίες του Φιλίππου, αφού ανήκε σε αυτούς που ενθάρρυναν τα ηγεμονικά του σχέδια.

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Ο Dr Jekyll, ο Mr Hyde και ο Σωκράτης


Στο An Essay Concerning Human Understanding (Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση) ο John Locke διαφωνεί με την καρτεσιανή θεωρία που αναφέρεται στο πρόσωπο ως ψυχοσωματική οντότητα, υποστηρίζοντας ότι ως ψυχοσωματική οντότητα νοείται ο άνθρωπος, ενώ το πρόσωπο συνοδεύεται από στοχαστική συνείδηση. Απορρίπτει, επίσης, την καρτεσιανή αντίληψη για την ψυχή ως έδρα της συνείδησης, αφού θεωρεί ότι βρίσκεται πέρας την εμπειρικής δείξεως.
Χρησιμοποιεί γι’ αυτό το παράδειγμα του εν εγρηγόρσει και του κοιμώμενου Σωκράτη. Από το παράδειγμα φαίνεται ότι η σκέψη του Σωκράτη διακόπτεται, δεν είναι συνεχής, διότι ο εν εγρηγόρσει Σωκράτης δεν έχει πρόσβαση στις σκέψεις του κοιμώμενου εαυτού του και, επιπλέον, έχει διαφορετικές μέριμνες από αυτόν.
Αν αφήσουμε κατά μέρος την επιφύλαξη για το αν ο κοιμώμενος Σωκράτης είναι πρόσωπο, δεδομένου ότι δεν έχει συνείδηση των ονειρικών του πράξεων (και ο Locke θεωρεί ότι είναι η συνείδηση που ορίζει την προσωπική ταυτότητα), προκύπτει ένα ακόμα ζήτημα. Αν ο κοιμώμενος Σωκράτης σκεφτόταν απεχθή πράγματα, είναι δίκαιο να τιμωρηθεί γι’ αυτά ο εν εγρηγόρσει, ο οποίος δεν έχει καμία μνήμη τους και, άρα, καμία συνείδηση; Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Locke, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι ένα σώμα με διαφορετικές συνειδήσεις οι οποίες δεν επικοινωνούν καθόλου μεταξύ τους.
Ένα συμπέρασμα που μας θυμίζει πολύ την περίπτωση του Dr Jekyll και του Mr Hyde από την ομώνυμη νουβέλα του Robert Louis Stevenson. Κανένας από τους δύο δεν έχει συνείδηση των πράξεων του άλλου. Είναι άραγε ένα και το αυτό πρόσωπο, παρότι μοιράζονται το ίδιο σώμα και την ίδια ψυχή; Όχι βέβαια, κατά τον Locke. Απλώς, στο ίδιο σώμα κατοικούν δύο πρόσωπα, το ένα παρόν την ημέρα και το άλλο τη νύχτα. Κι αν αυτά είναι τελείως ανεξάρτητα, χωρίς ο νους τους να επικοινωνεί, τότε εντάξει, κανένα πρόβλημα. Αυτό είναι κάτι εντελώς φυσιολογικό και δεν πρόκειται για την παθολογική περίπτωση της διαταραχής προσωπικότητας!


Πηγή για την εικόνα: