Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Ρασπούτιν ή -με το πλήρες όνομα- Grigori Yefimovich Rasputin


Ο τσάρος Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας και η σύζυγός του Αλεξάνδρα το είχαν συνήθεια να συμβουλεύονται, για τις προσωπικές τους και για τις κρατικές υποθέσεις, διάφορους «πνευματικούς». Ο πιο επιφανής ανάμεσά τους, εκείνος που υποσκέλισε όλους τους άλλους και κυριολεκτικά κυριάρχησε στη ρωσική πολιτική σκηνή ήταν ο σχεδόν αμόρφωτος, αλλά από πολλές απόψεις εξόχως χαρισματικός, Grigori Yefimovich Rasputin.
Παρά την ταπεινή καταγωγή του, ο Rasputin κατάφερε να εισχωρήσει στους εκλεκτότερους κύκλους, συντροφεύοντας τους άντρες στα σαλόνια και τις γυναίκες στις κρεβατοκάμαρες. Ο μύθος έχει αναμιχθεί με την πραγματικότητα, ωστόσο φαίνεται ότι περνιόταν για άνθρωπος άγιος, με θεραπευτικές ικανότητες θαυματουργές, φήμη που στερεώθηκε κυρίως μετά τη θεραπεία του αιμορροφιλικού γιου του τσαρικού ζεύγους με αποστάγματα και γιατροσόφια δικής του εμπνεύσεως. Εξάλλου, ο Rasputin, θεωρούμενος μοναχός αν και ουδέποτε χειροτονήθηκε, πρότεινε τις δικές του θεραπείες για διάφορα προβλήματα: για τα πολιτικά προβλήματα η θεραπεία που προτιμούσε ήταν η εξόντωση των αντιπάλων του, για τα προβλήματα της γυναικείας ψυχής πρότεινε τη σεξουαλική εξάντληση, με αχαλίνωτα βίτσια και διαστροφές, που θα οδηγούσε στη «θεία αταραξία».


Τόσο ο υστερικός πολιτικός του αμοραλισμός όσο και ο σκανδαλωδέστατος σεξουαλικός του βίος εξόργισαν πολλούς. Κυρίως, όμως, η ακολασία του Rasputin επιδείνωνε την ήδη επισφαλή θέση της ρωσικής μοναρχίας. Κάμποσες απόπειρες δολοφονίας οργανώθηκαν, οι οποίες όμως όλες απέτυχαν. Ώσπου, τη νύχτα της 29ης προς την 30ή  Δεκεμβρίου 1916, μια συνωμοσία εναντίον του στέφθηκε από επιτυχία, αν και αρκετά επεισοδιακά. Οι συνωμότες, με αρχηγό τον εξ αγχιστείας ανεψιό του τσάρου Felix Yusupov, τάισαν τον Rasputin με δηλητηριασμένα γλυκά και τον πότισαν με δηλητηριασμένο κρασί. Εκείνος, όμως, δεν παρουσιάζει κανένα σύμπτωμα δηλητηρίασης, γι’ αυτό ο Yusupov τον πυροβολεί στο στήθος. Πιστεύοντας ότι είναι νεκρός, τον εγκαταλείπει στο δωμάτιο προκειμένου να φροντίσει να καλύψει τη δολοφονία. Όμως, ο Rasputin όχι μόνο επιβιώνει αλλά και  επιτίθεται στον Yusupov, όταν αυτός επιστρέφει, ενώ καταφέρνει και να συρθεί κραυγάζοντας μέχρι την αυλή. Εκεί, ένας άλλος συνωμότης, ο Vladimir Purishkevich, αδειάζει πάνω του έναν γεμιστήρα. Κατόπιν, τυλίγουν το σώμα του σε χοντρό ύφασμα, του δένουν ένα βαρίδι και το πετούν στον ποταμό Nevka. Παραδόξως, ο  Rasputin ανασαίνει ακόμα. Πεθαίνει μόνον όταν το σώμα του έρχεται σε επαφή με τα παγωμένα νερά.
Τον Μάρτιο του 1917, κι ενώ τον προηγούμενο μήνα είχε σαρωθεί από την επανάσταση το τσαρικό καθεστώς, διατάζεται εκταφή και το νεκρό σώμα του Rasputin καίγεται στην πυρά, έτσι ώστε ο τάφος του να μην γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους υποστηρικτές του παλαιού καθεστώτος. Και τότε ακόμα, κάποιοι μάρτυρες είπαν ότι ο Rasputin δεν ήταν νεκρός και ότι τον είδαν μέσα από τις φλόγες να «ανακάθεται». Αργότερα, κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι στη δολοφονία του Rasputin αναμίχθηκαν και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζονται, αυτός ωθούσε τον τσάρο  να υπογράψει με τη Γερμανία χωριστή συμφωνία, πράγμα που θα της επέτρεπε να συγκεντρώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της και να κάμψει το Δυτικό Μέτωπο.
Τα περιστατικά του θανάτου του τροφοδότησαν, εξίσου με τα έκφυλα περιστατικά της ζωής του, τον θρύλο του Rasputin τόσο ώστε οι χωρικοί να φοβούνται στο εξής το στοιχειωμένο πνεύμα του. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη Ρωσία, υπήρξαν ορισμένοι που πρότειναν την αγιοποίησή του και άλλοι που πολέμησαν σφοδρά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πάντως, το γεγονός είναι ότι μέχρι σήμερα ο Rasputin αποτελεί πρόσωπο εξαιρετικά μυστηριώδες και αμφιλεγόμενο. Δανείζει, μάλιστα, το όνομά του σε συγκαιρινά μας πολιτικά πρόσωπα που πιστεύεται ότι ξεπατικώνουν τις δαιδαλώδεις μεθοδεύσεις του και τις πανούργες τακτικές του.

Πηγή για την εικόνα:

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Jean-Paul Sartre, Ναυτία


Το 1938 κυκλοφορεί στη Γαλλία το μυθιστόρημα του Jean-Paul Sartre με τίτλο La Nausée (Η ναυτία)
Ο ήρωας του βιβλίου, ο τριανταπεντάχρονος Antoine Roquentin, μετά από πολλά χρόνια ταξιδιωτικών περιπετειών, εγκαθίσταται στη Bouville (μια φανταστική πόλη που το όνομά της θα μπορούσε στα ελληνικά να αποδοθεί ως Λασπούπολη) με σκοπό να συγγράψει τη βιογραφία του μαρκήσιου de Rollebon, ενός αριστοκράτη που έζησε στο τέλος του 18ου αιώνα. Καθώς, όμως, αναζητεί υλικό για το έργο του στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης, αντιλαμβάνεται ότι, όσο περνάει ο καιρός, το πρόσωπο του μαρκήσιου de Rollebon παύει να τον γοητεύει και η συγγραφή του βιβλίου του είναι έργο μάταιο. Η ύπαρξή του παύει να αποτελεί την ακίνδυνη μορφή μιας αφηρημένης κατηγορίας και γίνεται η ουσία των πραγμάτων. Αρχίζει, λοιπόν, να βιώνει μια υπαρξιακή πτώση, μια αηδία για το μη-εγώ, δηλαδή για τον κόσμο των πραγμάτων. Βιώνει une espece decoeurement douceatre (ένα είδος γλυκερής αηδίας), ακριβώς επειδή ό,τι ζει έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση της εσωτερικής του ελευθερίας και αυτοσυνείδησης. Η αηδία του στρέφεται κυρίως προς τους άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα προς αυτούς που χαρακτηρίζονται «αστοί» και που τα πρόσωπά τους λάμπουν από αρετή. Αυτοί, που είναι η επιτομή της κακής πίστης, ενσαρκώνουν την αληθινή άρνηση του εγώ, την ακύρωση της ελευθερίας, την απόδειξη της προδοσίας του εγώ. Ο Roquentin αποσύρεται από τον κόσμο, τον αποστρέφεται, επειδή τον νιώθει ανοίκειο, άλλον από τον εαυτό του. Τα πράγματα τον απωθούν και το νόημα αιωρείται. Όλα γίνονται γλοιώδη, σαν λάσπη, δικαιολογώντας το όνομα της πόλης στην οποία ζει.


Ο Roquentin αποδίδει μυθιστορηματικά αυτό το χάσμα της ύπαρξης, το κενό που χωρίζει το εγώ, το υποκείμενο που γνωρίζει, το pour-soi, από τον κόσμο των αντικειμένων. Για να θυμηθούμε τη βάση της σαρτρικής φιλοσοφίας: αντιστρέφοντας την αρχαιοελληνική και μεσαιωνική φιλοσοφία ότι η ουσία προηγείται της ύπαρξης (προσδιορίζοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των πραγμάτων, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν), ο Sartre ισχυρίζεται ότι οι ουσίες εξαφανίζονται μαζί με τον μόνο ενδεχόμενο νου που θα τις συλλάμβανε, τον θεϊκό. Επομένως, μένει μόνη σταθερή μια περιοχή εκτός σύλληψης, η ύπαρξή μας, της οποίας πραγματικότητα είναι η ελευθερία. Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, υποστηρίζει ο Sartre. Η ουσία είναι κάτι που πρέπει να κατασκευαστεί. Στην καρδιά της σαρτρικής φιλοσοφίας βρίσκεται, λοιπόν, η αντίθεση ανάμεσα στο «καθεαυτό» (en-soi) και στο «δι’ εαυτό» (pour-soi). Το pour-soi είναι, όπως είπαμε, η συνείδηση, το υποκείμενο, το πράγμα που γνωρίζει και το οποίο δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της ίδιας του της επίγνωσης. γι’ αυτό αυτομηδενίζεται, εκφράζεται ως μηδέν. Ο εαυτός, το ιστορικό εγώ, το en-soi, είναι ένα κατασκεύασμα εξωτερικό προς τη συνείδηση, το οποίο δεν διασώζει τη μηδενική του κατάσταση. 


Ανάμεσα στον κόσμο και στη συνείδηση δεν υπάρχει τίποτα. Και το τίποτα είναι αδιαπέραστο, είναι ο πιο ριζικός χωρισμός. Αυτή η ρωγμή συνδέεται με την υπαρξιακή πρόκληση να πληρωθεί το κενό ανάμεσα στο εγώ και στον κόσμο, καθώς και με την αγωνία αυτής της πλήρωσης που είναι απόδειξη ελευθερίας. Αυτός είναι ο λόγος της μεταφυσικής ναυτίας του Roquentin, της οποία την περιγραφή ολοκληρώνει ο Sartre στο LÊtre et le Néant (Το είναι και το μηδέν). Η λάσπη, το γλοιώδες, είναι το αποτέλεσμα της ελευθερίας που έχει εκπέσει στον κόσμο των αντικειμένων. Μια κάποια σωτηρία είναι ο άνθρωπος να δεχτεί έναν ρόλο που του έχει προκαθοριστεί, μια ηθική που έχει σχεδιαστεί από άλλους, να γίνω κι αυτός αντικείμενο ή, αλλιώς ένας «καθώς πρέπει» αστός, από αυτούς που ο Roquentin περιφρονεί. Η άλλη εναλλακτική είναι η ελεύθερη πράξη με την οποία το άτομο δημιουργεί τον εαυτό του και τον κόσμο, σε μια διαδικασία που παραμένει απερίγραπτη και την οποία ο Sartre ονομάζει στράτευση (engagement).


Στράτευση όμως σε τι; Στην εξαγνισμένη ολότητα μιας αφηρημένης ιδέας. Έτσι ο Sartre, έναντι των ανθρώπινων δεσμών της φιλίας, της αγάπης κ.ά., που στερεώνουν τις δυτικές κοινωνίες, επιλέγει τη μαρξιστική νοούμενη υπόσχεση (numenal) για ένα «βασίλειο των σκοπών», και μαζί της ό,τι καταστροφικό και δολοφονικό περιλαμβάνεται στη διαδρομή για την πραγμάτωσή της.

Πηγές για τις εικόνες: