Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο Immanuel Kant συνάντησε τον David Hume

 

Ο σπουδαίος Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant ήταν ένας άνθρωπος με πολύ απλές συνήθειες. Σε αντίθεση με τις εκκεντρικότητες πολλών άλλων φιλοσόφων, εκείνος ζούσε μια ζωή ήσυχη, της οποίας τη ρουτίνα για κανένα λόγο δεν διατάρασσε.

Γεννήθηκε και έζησε ολόκληρη τη ζωή του στο Königsberg της Ανατολικής Πρωσίας, απ’ όπου ουδέποτε απομακρύνθηκε περισσότερο από 15 χιλιόμετρα. Κάθε απόγευμα, την ίδια πάντοτε ώρα, διέκοπτε τη μελέτη του και έβγαινε για έναν περίπατο. Μόνο μία φορά εγκατέλειψε αυτή την υγιεινή του συνήθεια: όταν έφτασε στα χέρια του ένα αντίτυπο από το έργο Treatise of Human Nature (Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση) του David Hume, στο οποίο ο Σκωτσέζος φιλόσοφος, σε μάλλον δυσνόητο και επιτηδευμένο ύφος, επιχειρεί να εισαγάγει την εμπειρική μέθοδο αιτιολόγησης στα ηθικά ζητήματα, ενώνοντας έτσι τη φυσική με την ηθική φιλοσοφία, τη γνώση με την πράξη.

Ο ίδιος ο Hume παραδέχτηκε ότι το πρώτο αυτό φιλοσοφικό του εγχείρημα δεν ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένο. «Το βιβλίο βγήκε θνησιγενές από το τυπογραφείο», έγραψε. Και η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν εξόχως χλιαρή. Κανένα ενδιαφέρον δεν προκάλεσε, κι ακόμα περισσότερο καμία αντιπαράθεση. 

Φαίνεται πως μόνον ο  Kant μπόρεσε να διακρίνει τις αρετές του έργου και την πρωτοτυπία του φιλοσοφικού συστήματος του Hume. Απορροφήθηκε, μάλιστα, τόσο πολύ από τη μελέτη του που εκείνο το απόγευμα δεν το κούνησε από το σπίτι του. Όσο για τον Hume, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και σε όλα τα μεταγενέστερα έργα του, επαναδιατύπωνε, με τρόπο απλούστερο και πιο ελκυστικό, εκείνες τις ιδέες που είχε αναπτύξει στο πρώτο του έργο.

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:A_Treatise_of_Human_Nature_by_David_Hume.jpg


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Τα φρούτα του χειμώνα: Paul Cézanne

 

Ο Paul Cézanne, αυτός που ζωγράφισε εμμονικά το προβηγκιανό όρος Sainte-Victoire μερικές δεκάδες φορές, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Τις νεκρές του φύσεις τις σκηνοθετούσε μεθοδικά μέσα στο ατελιέ του, τοποθετώντας και μετακινώντας τα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι πολλές φορές, μέχρι να βρει την τέλεια ισορροπία και αρμονία. Η κανάτα, το μικρό πιθάρι, η στάμνα και το δοχείο με την ψάθινη επένδυση, όλα αυτά βρέθηκαν σε ένα ράφι στο σπίτι του, αυτό που αγόρασε στο Chemins des Lauves, στην Προβηγκία. Κι ένα λευκό τραπεζομάντιλο που με περισσή φροντίδα πτύχωνε, δίνοντας στα έργα του έναν αέρα baroque.

Όσο για τα φρούτα, η προτίμησή του ήταν τα μήλα, φρούτα χειμωνιάτικα, που τα προσέθετε στη σύνθεση στριφογυρνώντας τα κάμποσο, μέχρι να βρει ποια πλευρά τους ήταν η πιο κατάλληλη για να ζωγραφιστεί. Μετά, τους έδινε την απαραίτητη κλίση, καθώς τα άπλωνε ελεύθερα πάνω στο τραπέζι ή μέσα στο πανέρι, και τα στερέωνε, για να μην κυλήσουν, με κέρματα ή άλλα υποστηρίγματα. Κι έτσι, τα ζωγράφιζε, γερμένα προς την πλευρά του θεατή, μερικά σαν να τα βλέπουμε από ψηλά, μερικά σαν να τα βλέπουμε από μπροστά, παρακάμπτοντας τη γραμμική προοπτική και αποτυπώνοντας πολλαπλές, υποκειμενικές, αλλά προσεκτικά επιλεγμένες, οπτικές γωνίες.  

Έτσι, ο Cézanne πετύχαινε να δώσει βάθος και στερεότητα στη δισδιάστατη δομή. Δεν τελείωνε τους πίνακές του στα γρήγορα. Στεκόταν μπροστά τους για ώρες, απλώς κοιτάζοντάς τους, χωρίς να προσθέτει ούτε μία πινελιά. Μήνες ολόκληρους ζωγράφιζε, διαρκώς διορθώνοντας και συνήθως δίχως να ικανοποιείται. Δοκιμάζοντας το σχήμα και το φως, εναλλάσσοντας τα θερμά με τα ψυχρά χρώματα, μικραίνοντας ή μεγαλώνοντας τους όγκους των φρούτων και των αντικειμένων πάνω στο τραπέζι, ανάλογα με τη σημασία που ήθελε να τους αποδώσει στη σύνθεση, αποδίδοντάς τα ιμπρεσιονιστικά αλλά και όχι ιμπρεσιονιστικά, κυβιστικά αλλά όχι εντελώς, ο Cézanne υπερβαίνει το φευγαλέο και αγγίζει την ουσία των πραγμάτων.

Τα αγαπημένα χειμωνιάτικα φρούτα, τα μήλα, είναι εκεί. Είναι όμως; Μπορείς να απλώσεις το χέρι για να τα φας καθώς γέρνουν προς το μέρος σου; Τα αναγνωρίζεις. Είναι μήλα. Συγχρόνως, όμως, δεν τα αναγνωρίζεις. Είναι κάπως πιο κόκκινα ή πιο πράσινα, κάπως πιο μεγάλα, κάπως πιο βαριά, κάπως πιο στέρεα από τα φρούτα που έχουμε στο δικό μας πανέρι. Φυσικά δεν είναι, αυτό είναι βέβαιο. Είναι, όμως, αληθινά. Κι έτσι, παρότι ανήκουν σε άγνωστο είδος, μας προκαλούν και μας διεγείρουν. Επειδή ο Cézanne καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τα σταθερά και αμετάβλητα σημεία τους.

Nature morte, tulips et pommes (1890-1894)
Σικάγο, Art Institute of Chicago

Still Life with Apples and a pot of Primroses (1890)
Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum of Art

La corbaille des pommes (1893)
Σικάγο, Art Institute of Chicago

Nature morte aux pommes et aux oranges (1895-1900)
Παρίσι, Musée d’ Orsay

Πηγές για τις εικόνες:

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Nature_morte,_tulipes_et_pommes,_par_Paul_C%C3%A9zanne.jpg

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Still_Life_with_Apples_and_a_Pot_of_Primroses,_by_Paul_C%C3%A9zanne.jpg

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Le_panier_de_pommes,_par_Paul_C%C3%A9zanne.jpg

https://en.wikipedia.org/wiki/File:Nature_morte_aux_pommes_et_aux_oranges,_par_Paul_C%C3%A9zanne.jpg


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Το τρόπαιο των Πλαταιών

 

Τον Αύγουστο του 479 π.Χ. οι Έλληνες νίκησαν οριστικά τους Πέρσες στις Πλαταιές οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Ελλάδα για δεύτερη φορά. Βασιλιάς των Περσών ήταν ο Αχαιμενίδης Ξέρξης και στρατηγός του ήταν ο γαμπρός του, ο Μαρδόνιος.

Τέσσερα χρόνια προετοίμαζε ο Ξέρξης την εκστρατεία του μετά την πρώτη αποτυχημένη εισβολή στην Ελλάδα του προκατόχου του, του Δαρείου. Ο στρατός του ήταν μεγάλος σε σύγκριση με τον ελληνικό, παρότι οι Έλληνες συγκέντρωσαν, από την πλευρά τους, όσο μεγαλύτερο στρατό μπορούσαν. Την προηγούμενη χρονιά ο Ξέρξης είχε νικήσει τους Έλληνες στις Θερμοπύλες. Με μπαμπεσιά, βέβαια, αλλά η νίκη είναι νίκη. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, που κι αυτή έγινε το 480 π.Χ., είχε, όμως, ηττηθεί.

Στρατηγός των Ελλήνων είχε οριστεί ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, εξαιρετικός στρατηγός, ο οποίος, με μια σειρά τακτικών ελιγμών, κατάφερε να φέρει τους Πέρσες σε μειονεκτική θέση. Η σύγκρουση ήταν τρομακτική. Κι εκεί, πάνω στην αντάρα της μάχης, ο Αείμνηστος από τη Σπάρτη πέτυχε, πιθανόν με πέτρα, τον Μαρδόνιο στο κεφάλι και τον σκότωσε. Οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες είχαν σώσει την Ελλάδα από τον περσικό κίνδυνο, πράγμα που επικυρώθηκε και από τη νίκη τους στη Μυκάλη.

Οι Πέρσες, καθώς έφευγαν πανικόβλητοι, εγκατέλειψαν στις Πλαταιές ένα σωρό πολύτιμα λάφυρα, κι ανάμεσά τους την πολυτελέστατη σκηνή του ίδιου του βασιλιά τους, ο οποίος το είχε βάλει στα πόδια από την προηγούμενη χρονιά, μετά την ήττα στη Σαλαμίνα. Οι Έλληνες, που πήραν τη σκηνή του για τρόπαιο, της άλλαξαν χρήση.

Παραδίδεται (χωρίς βεβαιότητα αξιοπιστίας, αλλά ... τι σημασία έχει;) ότι οι Αθηναίοι την χρησιμοποίησαν ως σκηνικό  για τις παραστάσεις τους στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα!

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Greek-Persian_duel.jpg


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Η αξία μιας πόζας!

 

Ο Guasparre di Zanobi del Lama ήταν ένας νεόπλουτος Φλωρεντινός με πολύ ύποπτο παρελθόν. Μετά την καταδίκη του, το 1447, για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, εργάστηκε ως αργυραμοιβός και χρηματιστής. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πλουτίσει. Όμως, ο del Lama φαίνεται ότι δεν άντεξε για πολύ να το παίζει ευυπόληπτος. Γρήγορα μπλέχτηκε και πάλι σε παράνομες δουλειές, καταδικάστηκε για απάτη και αποβλήθηκε από τη συντεχνία των αργυραμοιβών. Του απαγορεύτηκε μάλιστα να ξανασχοληθεί στο μέλλον με το ίδιο επάγγελμα. Μετά απ’ αυτό επανήλθε στην αφάνεια και πέθανε φτωχός.

Το όνομά του θα ήταν άγνωστο και το πέρασμά του από τη ζωή θα ήταν ασήμαντο, αν δεν είχε ποζάρει πλάι σε έναν star, πληρώνοντας βέβαια αδρά για την τιμή που του έγινε. Και να πώς συνέβη αυτό.

Την εποχή που ο del Lama είχε άφθονα χρήματα, σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να αποκτήσει και κοινωνική καταξίωση. Έτσι, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση ενός ταφικού παρεκκλησίου στη Santa Maria Novella. Ο del Lama δεν λυπήθηκε τα χρήματα: πλαίσιο από πανάκριβο μάρμαρο κοσμούσε την Αγία Τράπεζα και το παρεκκλήσι, που βρισκόταν στο εσωτερικό της πρόσοψης του ναού, ήταν περιστοιχισμένο με κάγκελα από σφυρήλατο σίδερο. Ποιος, όμως, θα διακοσμούσε την Αγία Τράπεζα; Μα, φυσικά ο καλύτερος! Που δεν ήταν άλλος από τον Alessandro di Mariano di Vanni Pilipepi, γνωστό ως Sandro Botticelli. Ο Botticelli δέχτηκε την παραγγελία και, για να ικανοποιήσει τον εργοδότη του, του οποίου προστάτης ήταν ο συνονόματός του Μάγος, ζωγράφισε την Adorazione dei Maggi (Η Προσκύνηση των Μάγων), η οποία σήμερα βρίσκεται στην Galleria degli Uffizi.  

Η Παναγία, το βρέφος και ο Ιωσήφ καταλαμβάνουν το κέντρο του πίνακα. Μπροστά τους είναι γονατιστοί οι Μάγοι, που έχουν τη μορφή των τριών ισχυρότερων Medici, του Cosimo και των γιων του Pierro και Giovanni. Οι εγγονοί του Cosimo, Giuliano και Lorenzo, διακρίνονται κι αυτοί στην εικόνα μαζί με τις μορφές πολλών ακόμα ισχυρών Φλωρεντινών που σχηματίζουν το πολύχρωμο πλήθος το οποίο παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Botticelli, υποκύπτοντας στη ματαιοδοξία όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, ζωγραφίζει τον εαυτό του σε πρώτο πλάνο, στην ομάδα που βρίσκεται στα δεξιά: ξανθός, με πορτοκαλοκαφέ επενδύτη και με τα μάτια του στραμμένα προς τον θεατή. Στην ίδια ομάδα, λίγο πιο δεξιά, ο γκριζομάλλης άντρας με τον μπλε επενδύτη, που κι αυτός έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τον θεατή, είναι ο del Lama.

Κι έτσι αυτός ο δίχως χαρίσματα απατεωνίσκος κατάφερε να μείνει για πάντα στην ιστορία, επειδή, στο σύντομο διάστημα που διετέλεσε πλούσιος, έκανε μία τουλάχιστον καλή επένδυση: στην τέχνη.  

 

Πηγή για την εικόνα:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Botticelli_-_Adoration_of_the_Magi_(Zanobi_Altar)_-_Uffizi.jpg


Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Mary Shelley, Frankenstein


Το βιβλίο της Mary Shelley Frankenstein, or the Modern Prometheus (Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας), που γράφτηκε υπό τις συνθήκες που παρουσίασα σε προηγούμενη ανάρτηση και εκδόθηκε ανώνυμα το 1818, θα μπορούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη να το κατατάξουμε στην κατηγορία του «υψηλού».

Πρώτα απ’ όλα  το κεντρικό θέμα του είναι υψηλό: ένα νεαρός, παθιασμένος με την επιστήμη, δημιουργεί ένα τερατώδες έλλογο ον, το οποίο στη συνέχεια επιχειρεί να καταστρέψει, μόλις αντιλαμβάνεται πόσο επίφοβο και επικίνδυνο για τον ίδιο αλλά και για την κοινωνία είναι το δημιούργημά του.

Στο πλαίσιο αυτής της αφηγηματικής γραμμής ξεπηδούν ένα σωρό άλλα μείζονα και περίπλοκα θέματα. Ο νεαρός Frankenstein που κυριολεκτικά πουλάει την ψυχή του στον διάβολο για την απαγορευμένη και ανόσια γνώση. Τα όρια της επιστήμης και η ευθύνη όποιου την υπηρετεί. Η σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του. Ποιος από τους δύο ελέγχει τη συμπεριφορά του άλλου; Ποιος δικαιώνεται στους εκτεταμένους μονολόγους που ανταλλάσσουν; Πόσο ανθρώπινο είναι το πλάσμα που τόσο φρικτά δημιουργήθηκε από μέλη περισυλλεγμένα από τάφους και οστεοφυλάκια; Ποια είναι η ταυτότητά του (αν έχει κάποια); Πόσο διαφορετικός είναι ο δημιουργός από το δημιούργημά του; Μήπως ο ένας είναι Doppelgänger (σωσίας) του άλλου; Πώς εξηγείται η περιφρόνηση του δημιουργού για το δημιούργημά του; Πώς εξηγείται η σταθερή, σχεδόν εμμονική, προσήλωση του τέρατος στον δημιουργό του; Πώς το καλό και αγαθό μπορούν να γίνουν τα αντίθετά τους; Πώς ο ιδεαλισμός και ο ρομαντισμός μπορούν να μετατραπούν σε ανοσιότητα και φρίκη; Πώς η ανιδιοτέλεια και ο μεσσιανισμός μπορούν να γίνουν βεβήλωση και εφιάλτης; Ποιον κίνδυνο γεννάει η προμηθεϊκή «στάση» και η απόσταση από τον κόσμο; Ποια είναι η στιγμή της πτώσης και πότε ο παράδεισος έχει πλέον απολεσθεί; Ποιος, στο τέλος της παρτίδας, είναι ο άμεμπτος και ποιος ο πεπτωκώς;

Ο Boris Karloff ως Frankenstein
στην ταινία The Bride of Frankenstein (1935)

Τι είναι ο Frankenstein της δεκαεννιάχρονης Mary Shelley; Είναι απλώς μια μυθοπλασία που συνδυάζει στοιχεία γοτθικού και ρομαντικού μυθιστορήματος και εκμεταλλεύεται την τεχνική της αφήγησης μέσα στην αφήγηση, και μάλιστα σε επιστολική μορφή; Ή είναι ένας παραισθητικός άχρονος μύθος, που, πέρα από κατασκευαστικά τεχνάσματα και χαρακτηριστικά ρεύματος και είδους, ξεχωρίζει, επειδή συναντιέται με τις ανομολόγητες επιθυμίες και τους βαθύτερους φόβους μας; Ή, ίσως, είναι μια τραγική παρωδία με δύναμη να οραματίζεται και να προβλέπει το μέλλον;

Σήμερα, το όνομα Frankenstein έχει ξεκολλήσει από το μυθιστορηματικό του πλαίσιο και έχει βρει μια θέση στη συλλογική μας πολιτισμική συνείδηση. Όταν το χρησιμοποιούμε, αναφερόμαστε σε κάτι αφύσικο, τερατώδες, φρικιαστικό. Να σας προλάβω. Frankenstein, στο μυθιστόρημα, δεν είναι το όνομα του δύσμορφου πλάσματος, αλλά το όνομα του δημιουργού του.  Έτσι κι αλλιώς, το έργο δεν έχει χαρακτήρες, όπως έχουμε συνηθίσει να τους βρίσκουμε σε άλλα μυθιστορήματα. Έχει μόνον τις φωνές τους. Ούτε καν έχει σκηνικό, παρότι οι περιγραφές της ελβετικής κοιλάδας και των αρκτικών πάγων είναι άκρως ποιητικές και μεγαλοπρεπείς. Έχει μόνον τις αντανακλάσεις του στην ψυχή και στη διάθεση των ηρώων.

Μοιάζει σαν ένα μοναδικό ερώτημα να απασχολεί τη συγγραφέα, καθώς ξεδιπλώνει την αποτρόπαια ιστορία: ποιος από τους δύο, ο Frankenstein ή το «αβάπτιστο» πλάσμα που δημιούργησε, είναι τελικά το τέρας! Άραγε μήπως αυτά τα δυο είναι ένα: ο φυσικός και ο σκιώδης εαυτός συγχωνευμένοι επιτήδεια;  


Πηγή για την εικόνα:

https://en.wikipedia.org/wiki/Frankenstein#/media/File:Frankenstein's_monster_(Boris_Karloff).jpg