Το διήγημα για τον μήνα Απρίλιο από τον Βλάσση Τρεχλή.
Ο
ζωγράφος και η μικρή κυρία
Ο
καλλιτέχνης διαλέγει τα θέματά του,
αυτός
είναι ο τρόπος του να τα παινεύει
Νίτσε
Ο Οδυσσέας Τέμπερας, ο ζωγράφος, υπέγραφε με το
όνομα «Οδυσσέας» τους πίνακές του,όχι τόσο γιατί τον κολάκευε που του είχαν
δώσει το όνομα ενός ομηρικού ήρωα, αλλά γιατί πίστευε πως η ζωγραφική είναι η
τέχνη της περιπλάνησης. Με αυτό το όνομα έμεινε στη μνήμη όσων τον γνώρισαν.
Πρέπει να πω ακόμα πως υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ένας πολύ
ερωτικός άνθρωπος. Η τελευταία αυτή φράση είναι πολύ παρεξηγημένη, αφού δεν
είναι λίγες οι φορές που ο ερωτικός άνθρωπος ταυτίζεται με το φτηνό και το
χυδαίο, ενώ δημιουργεί συνειρμούς στα μυαλά των ανθρώπων για άσχημες προθέσεις,
για κρυμμένη βία, για υστερόβουλες σκέψεις και χίλια δυο άλλα. Αλλά η άσχημη
ερμηνεία αυτής της φράσης στη δική μας ιστορία δεν έχει θέση.
Έμαθα την ιστορία του ζωγράφου από ένα
γυναικείο πορτραίτο, ένα πορτραίτο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί δεν ήταν
ακριβώς πορτραίτο έτσι όπως το έχουμε στο μυαλό μας. Στο πρόσωπο της νεαρής
γυναίκας δεν υπήρχε ίχνος αυταρέσκειας, ούτε προσμονής, όπως συμβαίνει συνήθως
με αυτούς που ποζάρουν με τη θέλησή τους, με πληρωμή ή ακόμα και με απαίτησή
τους. Στο πρόσωπο του κοριτσιού υπήρχε μια παραδείσια χαλαρότητα, μια αθωότητα,
μια έλλειψη υποψίας πως υπάρχει κάποιος θεατής στη ζωής της, κάποιος περίεργος,
ακόμα και αν αυτός είναι ο ίδιος ο Δημιουργός.
Χωρίς να ξέρω γιατί το έκανα, ανασκάλεψα την
ιστορία του πορτραίτου και έμαθα.
S. J. Waterhouse, Η ψυχή του ρόδου (1908). Ιδιωτική συλλογή |
Δίπλα στο σπίτι του Οδυσσέα ήρθε και εγκαταστάθηκε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, όταν οι κρόταφοι του ζωγράφου είχαν μόλις αρχίσει να γκριζάρουν. Η κοπέλα, Μυρσίνη την έλεγαν, ήταν είκοσι χρονών και ο άντρας της δεν φαινόταν μεγαλύτερος από είκοσι οκτώ. Η νεαρή γειτόνισσα του ζωγράφου έβγαινε κάθε πρωί στον κήπος της και περιποιόταν τα λουλούδια της. Ήταν τόσο τρυφερή μαζί τους, τόσο περιποιητική, που για τα μάτια ενός πολύ ερωτικού παρατηρητή, και μάλιστα ενός ζωγράφου, η τρυφερότητα που έσερνε μαζί της η μικρή κυρία έδειχνε πως ήταν ο απόηχος μιας τρυφερής και ολοκληρωμένης βραδιάς. Παρατήρησε ακόμα ο ζωγράφος πως η γειτόνισσά του ποτέ και για κανέναν λόγο δεν σήκωνε τα μάτια της πάνω σε κάποιο άλλο αντικείμενο, σε ένα αυτοκίνητο ας πούμε, σε κάποιον περαστικό, στα διπλανά σπίτια. Ήταν ολοφάνερο πως ζούσε μόνο για τον αγαπημένο της. Για τον ζωγράφο η νεαρή κυρία δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα περισσότερο από ένα ολάνθιστο τριαντάφυλλο.
Πολλά έχουν γραφτεί για ανολοκλήρωτους έρωτες,
για ανθρώπους που αγγίξανε το ερωτικό τους αντικείμενο μόνο με τη σκέψη, που
παρατηρούσαν και τις πιο μικρές κινήσεις του, που κρυφοκοιτούσαν πίσω από
κουρτίνες, που χανόντουσαν από τα μάτια του για να μην προδοθούν. Αλλά και
πόσες φορές δεν αποκαλύφθηκε πως και ο άλλος απέναντί τους έκανε ακριβώς τις
ίδιες κινήσεις, πως φρόντιζε να καλύψει τον έρωτά του πίσω από παραβάν και από
κουρτίνες, πίσω από πόρτες και παραθυρόφυλλα, επιλέγοντας να απολαμβάνει το
αντικείμενό του από μια τόση δα ρωγμή που πίστευε πως δεν ήταν ορατή στον
άλλον.
Ο έρωτας υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων έτσι κι
αλλιώς. Ακόμα και στους μεγαλύτερους αρνητές του. Ακόμα και στους αναχωρητές,
σε ξεχασμένους και ορκισμένους μοναχούς.
S. J. Waterhouse, Ανεμώνες (1903).
Ιδιωτική
Συλλογή
|
Ο Οδυσσέας καθόταν κάθε πρωί πίσω από την κουρτίνα στο ατελιέ του (που πρέπει να επισημάνω πως απείχε μόνο τρία μέτρα από τον φράχτη του νεαρού ζευγαριού), στο πιο σκιερό σημείο, και περίμενε την όμορφη γειτόνισσά του να βγει στον κήπο της. Είχε μάθει, από τις πολλές φορές που την παρατηρούσε, ποια θα είναι η επόμενη εικόνα της. Είχε μάθει ποιο φόρεμα θα φορέσει την επόμενη μέρα. Ποιο καπέλο και ποια παπούτσια. Είχε καταγράψει στο μυαλό του με κάθε λεπτομέρεια ακόμα και την πιο μικρή της κίνηση. Πώς λυγίζει το γόνατό της, πώς απλώνει τα δάχτυλά της για να παραμερίσει ένα ξεραμένο φύλλο, με τι χάρη στρέφει το κεφάλι της στο ζουζούνισμα των μελισσών, πώς κυνηγάνε τα μάτια της το πέταγμα της πεταλούδας.
Πολλοί μήνες πέρασαν μέχρι να πιάσει το μολύβι
και να αρχίσει να φτιάχνει μικρά σκίτσα από τη ζωή της νεαρής κυρίας στον κήπο
του σπιτιού της. Στην αρχή έφτιαξε το χέρι της να κρατάει ένα άνθος. Μετά το
βλέμμα της να ακολουθεί την πεταλούδα. Το ξάφνιασμά της όταν την επισκεπτόταν ο
κοκκινολαίμης. Το χέρι της τη στιγμή που τακτοποιούσε μια τούφα από τα,
παρασυρμένα από το ξαφνικό αεράκι, μαλλιά της. Με τον καιρό όμως αφαίρεσε όλα
όσα υπήρχαν γύρω της και επικεντρώθηκε στο κορμί της, και στο πρόσωπό της.
Υπήρξαν ημέρες που θα ήθελε να της έλεγε πόσο
όμορφη είναι, πως την κοιτάζει μήνες τώρα πίσω από τη διάφανη κουρτίνα, πως
ακολουθεί το βλέμμα της, πως παίζει με τα χρώματα της εικόνας της.
Μα δεν της μίλησε ποτέ.
Όχι γιατί ντράπηκε μήπως προσβάλει την ίδια ή
τον άντρα της. Ούτε μήπως χαλάσει την παραδείσια ησυχία της. Η επιλογή του δεν
είχε να κάνει με τη νεαρή κυρία. Είχε να κάνει με τον ίδιο. Σαν καλλιτέχνης δεν
θα εύρισκε καλύτερο τρόπο για να παινέψει την ομορφιά της, για να εκφράσει τον
ανομολόγητο έρωτά του, πέρα από τα χρώματα της παλέτας του.
Πηγές
για τις εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου