Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Émile Zola: ζωγραφική στις παρισινές Halles


Ένα βιβλίο στο οποίο η επανάσταση αρωματίζεται με τη μυρωδιά από τα μπουντέν και τις τερίνες, τις ρέγγες και τις σαρδέλες και οι αδύνατοι είναι πάντοτε καταδιωγμένοι από τις αδηφάγες κοιλιές των χορτάτων. Émile Zola, Le ventre de Paris (Το στομάχι του Παρισιού), γραμμένο το 1873 και δημοσιευμένο το 1888. 


Και στο απόσπασμα που παραθέτω ένα θαυμάσιο παράδειγμα για τη συνάφεια ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.


«Θέλετε να σας πω ποιο ήταν το ωραιότερο έργο μου από τότε που δουλεύω, αυτό που η ανάμνησή του με ευχαριστεί περισσότερο; Είναι μια ολόκληρη ιστορία ... Την περασμένη χρονιά, παραμονή Χριστουγέννων, καθώς βρισκόμουν στη θεία μου τη Λίζα, ο βοηθός του αλλαντοπωλείου, ο Ογκίστ, αυτός ο ηλίθιος, ξέρετε, έφτιαχνε τη βιτρίνα. Α, το δυστυχισμένο! Με έφτασε στα όρια με τον άχρωμο τρόπο που συνέθετε το σύνολο. Τον παρακάλεσα να τα παρατήσει, λέγοντάς του λίγο πολύ στα ίσια ότι θα του το ζωγράφιζα εγώ. 

Giuseppe Canella, Les Halles et la rue de la Tonnelerie
     χ.χ. Λάδι σε χαρτί, Παρίσι, Musée Carnavalet

Καταλαβαίνετε, είχα όλους τους χτυπητούς τόνους, το κόκκινο από τις γαρνιρισμένες γλώσσες, το κίτρινο από τα ζαμπονό, το γαλάζιο από τα χαρτιά, το ροζ από τα τεμαχισμένα κομμάτια, το πράσινο από τα ρείκια και κυρίως το μαύρο των μπουντέν, ένα μαύρο υπέροχο που δεν κατάφερα ποτέ να βρω στην παλέτα μου. Φυσικά η μπόλια, τα σαλάμια, οι αντούιγ, τα πανέ χοιρινά ποδαράκια μού έδιναν κάποια πολύ φινετσάτα γκρίζα. Έφτιαξα, λοιπόν, ένα πραγματικό έργο τέχνης. Πήρα τις πιατέλες, τα πιάτα, τις τερίνες, τα βαζάκια. Συμπεριέλαβα όλους τους τόνους, έστησα μια εντυπωσιακή νεκρή φύση, με εκρήξεις χρωματικών πυροτεχνημάτων κρατημένων σε συνετές γκάμες. Οι κόκκινες γλώσσες άπλωναν με φλογισμένη λαιμαργία και τα μαύρα μπουντέν, μέσα στο καθάριο κελάηδημα των λουκάνικων, έδιναν τη σκοτεινιά μιας εκπληκτικής χώνεψης. 
Είχα ζωγραφίσει, έτσι δεν είναι: η λαιμαργία του ρεβεγιόν, η μεσονύκτια ώρα παραδομένη στο φαγοπότι, η αδηφαγία των στομαχιών που έχουν πια αδειάσει από τους ύμνους των Χριστουγέννων. 

          Victor-Gabriel Gilbert, Le carreau des Halles
      1880. Λάδι σε καμβά. Παρίσι, Musée Malreaux

Ψηλά, μια μεγάλη γαλοπούλα άφηνε ακάλυπτο το στήθος της, μαρμαρωμένο κάτω απ’ το δέρμα, με λεκέδες μαύρους από την τρούφα. Ήταν βάρβαρο και θεσπέσιο, κάτι σαν μια κοιλιά που την αντικρίζεις μέσα σε φωτοστέφανο, αλλά με τη θηριωδία του απτού, με μια τέτοια έξαρση σαρκασμού, που το πλήθος μαζεύτηκε μπουλούκι μπροστά στη βιτρίνα, ανήσυχο για ‘κείνο το εκτεθειμένο στα βλέμματα εμπόρευμα που φλεγόταν με τόση βία ... 
Όταν η θεία μου η Λίζα ήρθε από την κουζίνα, φοβήθηκε, επειδή φαντάστηκε ότι είχα βάλει φωτιά στα λίπη του μαγαζιού. 


Η γαλοπούλα, κυρίως, της φάνηκε τόσο ξεδιάντροπη, που με πέταξε έξω απ’ την πόρτα, ενώ ο Ογκίστ ξανάβαζε τα πράγματα στη θέση τους, εκθέτοντας την ανοησία του. Ποτέ αυτοί οι άξεστοι δε θα καταλάβουν τη γλώσσα μιας κόκκινης κηλίδας πλάι σε μια γκρίζα πινελιά ... Δεν πειράζει, είναι το αριστούργημά μου, Ποτέ δεν έφτιαξα τίποτα καλύτερο».

               Fortuné Louis Meaulle, La soupe aux Halles le matin
1897. Illustration από το Le Petit Journal. Παρίσι, Musée Carnavalet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου