Εν
γένει, αλλά και στη χώρα μας ειδικά, η ιστορία έχει επιλεγεί από την εποχή του Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου να παίξει για το αναδυόμενο έθνος τον ρόλο που έπαιζε η
θρησκεία για το γένος. Ο Γιώργος Πρεβελάκης επισημαίνει ότι η ιστορία όπως την
συγκρότησε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επέτρεψε κάθε ελπίδα και δεν έθεσε
κανένα όριο στις εθνικές ελληνικές φιλοδοξίες. Αυτή η θεώρηση της ιστορίας
(επιγραμματικά: η θεμελίωση του ελληνικού έθνους όχι σε κριτήρια φυλετικά, αλλά
πολιτισμικά και ιστορικά –κοινός πολιτισμός και συνεχής ιστορική διαδρομή που
επέβαλε την ενσωμάτωση και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην ελληνική ιστορική
εμπειρία), αφήνοντας σκόπιμα απροσδιόριστη τη διεκδικούμενη για το ελληνικό
έθνος γεωγραφική έκταση, έδωσε τη δυνατότητα για διεκδίκηση βαλκανικών εδαφών
προς όποια κατεύθυνση θα αποδεικνυόταν λιγότερο ανθεκτική και προετοίμασε έτσι
το έδαφος για τη Μεγάλη Ιδέα. Η αντίληψη του Παπαρρηγόπουλου για την ιστορία
βρισκόταν σε συνάρτηση με την αισιοδοξία που χαρακτήριζε τους Έλληνες
διανοούμενους του 19ου
αιώνα, αισιοδοξία η οποία όμως αποδείχθηκε φρούδα, καθώς
η συγκυρία της εποχής έφερε την Ελλάδα αντιμέτωπη με τον εθνικισμό άλλων
γειτονικών λαών, με τα βαλκανικά σχέδια του νεόκοπου σοβιετικού κομμουνισμού,
αλλά και με μια εσωτερική πολιτική παθογένεια που οδήγησε στην οδυνηρή κατάρρευση
του μικρασιατικού μετώπου. Αυτή η θεώρηση για την ιστορία, αν και κολοβωμένη
για τους αντικειμενικούς λόγους που επεσήμανα, αποτελεί το υπόστρωμα μιας
νεότερης εκδοχής η οποία νοσταλγικά παραπέμπει στων «Ελλήνων τις κοινότητες»
κάθε φορά που κάποια εθνική κρίση δικαιολογεί κάτι τέτοιο, εθνική κρίση η
οποία, παράλληλα, νομιμοποιεί την αξιοποίηση του λαϊκού αισθήματος στον
δημόσιο/πολιτικό χώρο. Από την άλλη, άρχισε σταδιακά να μορφοποιείται μια
ακαδημαϊκή περισσότερο ιστορική σχολή που συμπορεύθηκε με την πολιτική τάση
εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας. Οι δύο αυτές τάσεις, όπως είναι φυσικό, είχαν
πολλούς λόγους και πολλές ευκαιρίες να συγκρουστούν κατά τις δύο τελευταίες
δεκαετίες του 20ού αιώνα, αλλά, καταπώς δείχνουν οι πρόσφατες συγκρούσεις,
φαίνεται ότι οι ευκαιρίες δεν θα λείψουν και κατά τον 21ο αιώνα,
τουλάχιστον για όσο διατηρείται το υπάρχον πολιτισμικό περιβάλλον.
Είναι,
λοιπόν, αναμφισβήτητη η ιδεολογική βαρύτητα την οποία έχει η ιστορία (να
σημειώσω: όχι μόνο στην Ελλάδα), η οποία γι’ αυτό φέρνει αντιμέτωπες, με
ποικίλες κάθε φορά αφορμές, ιδεολογικές τάσεις που, ανεξάρτητα από την ορθότητα
αυτού που υποστηρίζουν, εκμεταλλεύονται μια διάχυτη, και ως εκ τούτου συχνά
συγκεχυμένη, ιστορική κουλτούρα. Σπανιότερα πληροφορούμαστε τον προβληματισμό
που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της ιστορικής κοινότητας (όπου συνδυάζεται η
συσσώρευση πληροφοριών με το πρότυπο αλλαγής των ερμηνευτικών σχημάτων),
μολονότι και εκεί δεν λείπουν οι διαφορές, αξεπέραστες πολλές φορές. Φαίνεται,
λοιπόν, ότι, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα, ο τρόπος με τον οποίο
αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν, τόσο εμείς όσο και οι ειδικοί ιστορικοί, αλλάζει
και αυτό το γεγονός έχει συνέπειες στον τρόπο του ιστορείν. Στην εποχή μας δεν
είναι μόνον το συγκεκριμένο κοσμοθεωρητικό «παράδειγμα» που καθορίζει ανάλογα
την αντίληψή μας για το παρελθόν και τη συγγραφή της ιστορίας, αλλά είναι και η
αλλαγή του ερευνητικού «παραδείγματος» μέσα στην καρδιά της ιστορικής επιστήμης.
Για παράδειγμα, η υπεραφθονία των ιστορικών πληροφοριών, που διαδέχθηκε τη
σπανιότητα, θέτει μια σειρά από μεθοδολογικά προβλήματα στους επαγγελματίες
ιστορικούς αλλά και στους κάθε λογής εραστές της ιστορίας, με βασικότερο το πώς
εξασφαλίζεται η εγκυρότητα. Αλλά και η είσοδος της προφορικής ιστορίας, ως
αποτέλεσμα της ενασχόλησης των λαϊκών τάξεων με την ιστορία, δημιουργεί μια
άλλη εκδοχή, διαφορετική από τη δομή του δικτύου της ακαδημαϊκής ιστορίας.
Πηγή
για την εικόνα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου