Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Όταν ο Magritte συνάντησε τον Descartes


«Ας πάρουμε παραδείγματος χάριν αυτό το κερί. Μόλις τώρα εξήχθη από την κυψέλη. Δεν έχει χάσει ακόμα όλη τη γεύση του μελιού του. Διατηρεί ακόμα κάτι από το άρωμα των λουλουδιών από τα οποία συλλέχθηκε. Το χρώμα, το σχήμα και το μέγεθός του είναι πρόδηλα. Είναι σκληρό, ψυχρό, αγγίζεται εύκολα και, αν το χτυπήσουμε με το δάχτυλο, εκπέμπει ήχο. Τέλος, όλα όσα φαίνονται να απαιτούνται για να γίνει γνωστό με πολύ διακριτό τρόπο κάποιο σώμα υπάρχουν σε αυτό. Αλλά ιδού, ενώ μιλώ, το μετακινώ προς τη φωτιά: τα υπολείμματα γεύσης εξαλείφονται, η οσμή εξανεμίζεται, το χρώμα μεταβάλλεται, το σχήμα, χάνεται, το μέγεθος αυξάνει, γίνεται ρευστό, θερμαίνεται, μετά βίας μπορεί να αγγιχτεί και, αν το χτυπήσουμε τώρα, δεν εκπέμπει κανέναν ήχο. Παραμένει ακόμα το ίδιο κερί;».
Αυτά έγραφε, το 1641, στον 1ο μεταφυσικό στοχασμό του o Γάλλος φιλόσοφος René Descartes. Οι αισθητικές γνώσεις, ισχυρίζεται, δεν αποτελούν γνώση παρά μόνον στον βαθμό που τις επεξεργάζεται και τις ερμηνεύει το πνεύμα. Αυτό το εκτατό σώμα (res extensa), του οποίου δεν μπορώ να επαληθεύσω την ύπαρξη επειδή ένας μοχθηρός δαίμονας ενδεχομένως να με παραπλανά, με όποιον τρόπο κι αν το αντιλαμβάνομαι, μου επιβεβαιώνει πως εγώ που το αντιλαμβάνομαι είμαι ένα σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans). Και ως τέτοιο υπάρχω. Αυτή είναι η μοναδική βεβαιότητα την οποία έχω.
Το 1936, τέσσερα χρόνια πριν από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ο Βέλγος ζωγράφος René Magritte φιλοτεχνεί ένα έργο με τίτλο La lampe philosophique (Η φιλοσοφική λυχνία), το οποίο ανήκει σήμερα σε ιδιωτική συλλογή. 


Πρόκειται για μια γκροτέσκα αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Magritte, στην οποία υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διακειμενικές αναφορές: το κερί του Descartes (αυτή είναι η προσωπική μου νοηματοδότηση του έργου), αλλά και τα δικά του κεριά όπως απεικονίζονται στον πίνακά του με τίτλο La méditation (Ο στοχασμός). 


Τέλος, υπάρχει η πίπα, το ζωγραφικό φετίχ του Magritte, που συναντάται σε κάμποσα έργα του, μεταξύ των άλλων στον διάσημο πίνακά του με τίτλο La trahison des images (Οι εικόνες απατούν), ο οποίος είναι γνωστότερος ως Ceci nest pas une pipe (Αυτό δεν είναι πίπα), ζωγραφισμένο το 1929 και τώρα εκτιθέμενο στο Los Angeles County Museum of Art.


Στη Φιλοσοφική λυχνία, η μύτη του Magritte, σαν προβοσκίδα ελέφαντα, διαστέλλεται και βουτάει στην πίπα την οποία καπνίζει, ενώ μπροστά του, ακουμπισμένο πάνω σε τραπέζι, φωτίζει ένα κερί που φιδογυρίζει σαν σκουλήκι. Η πίπα έχει αλλάξει χρήση: δεν είναι ένα gadget για το κάπνισμα, αλλά ένα στήριγμα μύτης. Όπως λέει ο ίδιος ο Magritte, «το πορτραίτο του καπνίζει τον εαυτό του». Είναι η πρώτη παράλογη όψη της πραγματικότητας: «ένας “κλειστός κύκλος” καπνού, με το στόμα, την πίπα και τη μύτη να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο». Το κερί, από την άλλη, απεικονίζεται ως «ένα σώμα εκτατό, εύκαμπτο και ευμετάβλητο», όπως ακριβώς το περιέγραψε ο Descartes και υποδεικνύει τη δεύτερη παράλογη όψη της πραγματικότητας: «είναι ήδη λιωμένο στην κάτω άκρη του και όλο και πιο σκληρό όσο ανεβαίνουμε προς τη φλόγα». Με τον ίδιο, άλλωστε, τρόπο απεικονίζονται τα κεριά στον Στοχασμό, στον πίνακα που ο Magritte φιλοτέχνησε την ίδια χρονιά, το 1936, και τώρα βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή.  
Τι θέλει άραγε να πει ο ζωγράφος στον φιλόσοφο;
Υπάρχει ένα διαφωτιστικό σχόλιο του Magritte για τον πίνακα, με σαφή ειρωνικό υπαινιγμό για τους φιλοσόφους, απολύτως όμως ταιριαστό με τον ορθολογιστικό σκεπτικισμό του Descartes: «Ένας μανιακός, αφηρημένος φιλόσοφος μπορεί να σκέφτεται έναν αυτάρκη διανοητικό κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που εδώ ο καπνιστής είναι αιχμάλωτος της πίπας του». Magritte VS Descartes: 1-0.
Ναι, αλλά υπάρχει και αυτό που αναφέρει ο Paquet: «Το ανατρεπτικό χιούμορ με το οποίο ο Μαγκρίτ καταστρέφει αυτά που συνήθως υποθέτουμε ότι είναι οι πιο σταθερές βεβαιότητές μας, κυριαρχεί και σε αυτό τον πίνακα (τη Φιλοσοφική λυχνία), σύμφωνα με το πνεύμα του Νταντά, ή ακόμη και των αδελφών Μαρξ. Σκοπός του Μαγκρίτ ήταν απλώς να υπονομεύσει τα θεμέλια των πραγμάτων, να αμφισβητήσει με πολύ σοβαρό αλλά και απλό τρόπο αυτό που εμφανίζεται ως σοβαρό, δίχως να “θορυβεί” ιδιαίτερα».
Magritte VS Descartes: 0-1.
Ο αγώνας μεταξύ των δύο René λήγει με ισοπαλία.


Πηγές:
Descartes, R. (2007). Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοαοφίας. Μετάφραση: Ευάγγελος Βανταράκης. Αθήνα: Εκκρεμές.
Paquet,M. (2004). Μαγκρίτ. Μετάφραση: Παναγιώτης Σωτήρης. Αθήνα: Taschen.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου