Αν
θεωρήσουμε ότι οι Έλληνες λογοτέχνες προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να συγκροτήσουν
μια διακριτή ελληνική ταυτότητα σε δυναμική σχέση με την επιδιωκόμενη ευρωπαϊκή
ταυτότητα, και αν αυτή προσπάθεια μας ενδιαφέρει ως αναγνώστες, τότε θα πρέπει
πρώτα-πρώτα να παραδεχθούμε την ελλειμματική μας γνώση για την «ξένη»
λογοτεχνία, μία αιτία για την οποία είναι το γεγονός ότι η «ξένη» λογοτεχνία
δεν διδάσκεται συστηματικά σε καμία βαθμίδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Συγχρόνως, η ελλιπής γνώση συνδυάζεται με έναν σωρό κατασκευασμένα στερεότυπα.
Διευκρινίζω: για πολλούς από εμάς η εθνική ταυτότητα ενός συγγραφέα δημιουργεί
συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών και δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις
υπερβάσεις του, όταν μάλιστα αυτές δεν μπορούν να περιγραφούν με το σύνηθες
καθησυχαστικό λεξιλόγιο που αποδίδει την κοινή ευρωπαϊκή μας κληρονομιά (π.χ. το
λεξιλόγιο που περιστρέφεται γύρω από την κεντρική έννοια «ανθρωπισμός»).
Σκεφτείτε
το και αντίθετα. Προσπαθήστε να φανταστείτε τις προσδοκίες που έχει ένας
Γάλλος, ας πούμε, αναγνώστης όταν αρχίσει να διαβάζει ένα ελληνικό μυθιστόρημα.
Εμένα τουλάχιστον με κάνει έξω φρενών η ιδέα ότι περιμένει να διαβάσει κάτι
ανάμεσα στον Ζορμπά και τα Κορίτσια στον ήλιο, διανθισμένο με
μπόλικη δόση «ελληναρισμού» –συγχωρήστε μου τον απαράδεκτο νεολογισμό–,
αρωματισμένο με τη μυρωδιά του σκόρδου –το τζατζίκι βλέπετε– και μουσική
υπόκρουση εκείνο το χιλιοπαιγμένο συρτάκι –αχ, Χατζιδάκι! Να πάρει η οργή,
έχουμε μια εθνική ταυτότητα που χρειάζεται να την επανανακαλύπτουμε, να την
ξεσκονίζουμε και να την γυαλίζουμε, και που ενσωματώνει διαρκώς νέα στοιχεία,
διευρύνεται και τροποποιείται, πάντως εξελίσσεται. Εξελίσσεται, και γι’ αυτό
παραμένει ζωντανή. Το θεμελιώδες όμως είναι να μην νιώθουμε ότι κινδυνεύουμε.
Γιατί αυτό είναι που δημιουργεί τη σχιζοφρενική μας σχέση με το αλλότριο, με το
ξένο. Στον χώρο της λογοτεχνίας, από τη μια, θαυμάζουμε, επιθυμούμε να
μιμηθούμε, συχνά υπερεκτιμούμε τα ξενόγλωσσα έργα και τα βλέπουμε ως το
επιστέγασμα της σοφίας. Από την άλλη, πιστεύουμε ότι με τον θαυμασμό μας
προδίδουμε την εθνική και γλωσσική μας κληρονομιά και γι’ αυτό απωθούμε τα
ξενόγλωσσα έργα με την ψευδαίσθηση ότι έτσι διασώζουμε την αυτοδύναμη
«ιθαγένειά» μας.
Η
μούσα Καλλιόπη
|
Η
ίδια παράνοια και από τα έξω προς τα μέσα: η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας
παίζει συχνά το παιχνίδι της διπλωματίας. Άλλοτε η ευρωπαϊκή παράδοση ξεχειλώνει
και ανέχεται ή υιοθετεί στοιχεία με καίριο κριτήριο εκείνο του «εξωτισμού» και
άλλοτε μένει λειψή, αγνοώντας επιδεικτικά τους προπάτορές της. Είναι ο
ελληνικός πολιτισμός το λίκνο του ευρωπαϊκού; Βρίσκεται ο Dostoevsky μέσα στη
λογοτεχνική ψυχή του Gide; Η απάντηση δεν είναι πάντοτε σταθερή κι αυτό είναι
πολύ, μα πάρα πολύ, ύποπτο.
Ζούμε
σε μια εποχή που η περιφέρεια διεκδικεί και στον χώρο της λογοτεχνίας τη ριζική
απαλλαγή της από την ηγεμονία των «μεγάλων». Και βέβαια, όχι μόνο λόγοι εθνικής
αξιοπρέπειας –αυτή είναι αυτονόητη– αλλά και λόγοι εμπορικότητας εξηγούν το
φαινόμενο. Η λογοτεχνία της περιφέρειας –εν προκειμένω η ελληνική λογοτεχνία– ζητεί να βρει μια θεσούλα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, οι οποίες μέχρι
πρόσφατα ξεχείλιζαν από βιβλία των ισχυρών χωρών, ισχυρών τουλάχιστον όσον
αφορά στη γλωσσική τους κυριαρχία, και ως εκ τούτου ζητεί να βρει μια θεσούλα
στη βιβλιοθήκη μας, επιδιώκει δηλαδή να αγοραστεί. Πάντως, τα τελευταία χρόνια
τα πράγματα μπερδεύονται αρκετά: ένας επαρχιωτισμός με τη λεοντή της εθνικής
υπερηφάνειας εμπνέει τις αντιδράσεις των ανθρώπων μιας μικρής χώρας είτε κάποιο
έργο μεταφράζεται σε μια μεγάλη γλώσσα, είτε κάποιο τραγούδι κερδίζει έναν
διαγωνισμό, είτε μια ομάδα κερδίζει σε μια διεθνή διοργάνωση. Η λογοτεχνία
αντιμετωπίζεται κι αυτή ως δυνάμει ευπώλητο προϊόν στο πλαίσιο ενός
πολιτιστικού παζαριού.
Πηγή
για την εικόνα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου