Τον
Δεκέμβριο του 1944 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Fairy
Tales ένα
παραμύθι του Hans
Christian Andersen με
τίτλο «Snedronningen» («Η
βασίλισσα του χιονιού»). Έχει τη μεγαλύτερη έκταση από όλα τα παραμύθια του
Δανού παραμυθά και είναι χωρισμένο σε επτά ιστορίες.
Για
σήμερα έχουμε την πρώτη, εισαγωγική, ιστορία, την ιστορία του σπασμένου
καθρέφτη:
«Μια
φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παμπόνηρο στοιχειό, πιο πονηρό απ’ όλα τα ξωτικά.
Μια μέρα είχε μεγάλα κέφια, γιατί είχε μόλις φτιάξει έναν καθρέφτη που έκανε
καθετί καλό που καθρεφτιζόταν μέσα του να ζαρώνει και να χάνεται, κι όλα τα
άσχημα κι άχρηστα πράγματα να μεγαλώνουν
και να φαντάζουν δέκα φορές χειρότερα από πριν. Στον καθρέφτη αυτόν τα
πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν σαχλά κι απαίσια κι οι πιο όμορφοι άνθρωποι φάνταζαν
μισητοί. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν τόσο αλλοιωμένα, που οι φίλοι τους ποτέ δε
θα μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν κάποιος από
αυτούς είχε μια φακίδα στο πρόσωπο, θαρρείς και πλάταινε και γέμιζε τη μύτη και
το στόμα του. Κι αν μια ευγενική σκέψη περνούσε από το μυαλό του, ο καθρέφτης
ράγιζε. Το στοιχειό πίστευε πως όλα τούτα ήταν απίστευτα διασκεδαστικά και
καυχιόταν για το σπουδαίο του κατασκεύασμα.
Τα
ξωτικά διέδωσαν τα νέα γι’ αυτόν το μαγικό καθρέφτη και είπαν πως για πρώτη
φορά όσοι κατοικούσαν στη γη θα μπορούσαν επιτέλους να δουν με τι μοιάζουν στ’
αλήθεια. Ταξίδεψαν τον καθρέφτη σε κάθε άκρη της γης, ώσπου στο τέλος δεν
υπήρχε χώρα ή άνθρωπος που να μην έχει καθρεφτιστεί κι αλλοιωθεί μέσα σ’ αυτόν.
Ύστερα τον πήραν μαζί τους ψηλά στα ουράνια, για να δουν αν μπορούν κι εκεί
ψηλά να διασκεδάσουν το ίδιο καλά. Όμως, όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο πολύ
ράγιζε ο καθρέφτης, και με δυσκολία πια τον κρατούσαν για να μη γίνει θρύψαλα.
Πετούσαν, πετούσαν αδιάκοπα, όλο και πιο ψηλά, ώσπου ο καθρέφτης άρχισε να
τραντάζεται όλο και πιο δυνατά, ξέφυγε από τα χέρια τους κι έπεσε στη γη
σπάζοντας σε χιλιάδες, μυριάδες απειροελάχιστα κομμάτια. Κι έτσι βέβαια
προξένησε ακόμα πιο πολλή δυστυχία απ’ όση προξενούσε ως τότε, γιατί τα
κομματάκια του, μικρά όσο οι κόκκοι της άμμου, τα πήρε ο αέρας και χώθηκαν στα
μάτια των ανθρώπων, κάνοντάς τους να βλέπουν τα πάντα στραβά και να έχουν μάτια
μονάχα για ό,τι ήταν κακό και διεφθαρμένο. Γιατί κάθε μικρό κομματάκι, βλέπετε,
διατηρούσε τις αλλόκοτες ιδιότητες του καθρέφτη ολόκληρου. Μερικοί άνθρωποι,
μάλιστα, ήταν πολύ άτυχοι, γιατί κάποιο κομμάτι χώθηκε στην καρδιά τους, κι
αυτή γίνηκε κρύα και σκληρή, σαν μια μάζα από πάγο.
Μερικά θρύψαλα αυτού του απαίσιου καθρέφτη
ακόμα πετούν στον αέρα και πολύ σύντομα θ’ ακούσουμε γι’ αυτά».
Μετά
από αυτήν την εισαγωγή, ο Andersen θα
ξετυλίξει μια ιστορία απώλειας, αγάπης, ενηλικίωσης, μια ιστορία για την αιώνια
μάχη του καλού με το κακό.
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου