Και
συνεχίζουμε με το παραμύθι του Hans
Christian Andersen:
Σε
μια μεγάλη πόλη, σε μια γειτονιά με ανθισμένους κήπους, ζούσαν δίπλα-δίπλα ένα
αγόρι κι ένα κορίτσι.Τα ονόματά τους ήταν Kay και Gerda. Έπαιζαν μαζί όλη μέρα, ονειρεύονταν μαζί
όλη μέρα, και ήσαν πολύ ευτυχισμένα. Ώσπου, μια μέρα, θρύψαλα από τον σπασμένο
καθρέφτη των ξωτικών μπήκαν το ένα στο μάτι και το άλλο στην καρδιά του μικρού Kay. Από τότε όλα άλλαξαν. Τα τριαντάφυλλα
του φαίνονταν άσχημα και άρχισε να τα ξεριζώνει. Τα παραμύθια της γιαγιάς του
φαίνονταν ανόητα και τη διέκοπτε συνεχώς. Οι άνθρωποι του φαίνονταν αστείοι και
τους ειρωνευόταν. Και κάποια μέρα εγκατέλειψε την πόλη και τη μικρή του φίλη. Η
βασίλισσα του χιονιού, πανέμορφη αλλά με την καρδιά παγωμένη, αφού πρώτα τον
φίλησε για να τον κάνει να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του και τη Gerda, τον πήρε μαζί της και με το έλκηθρό της τον
μετέφερε στο παλάτι της, στην άκρη του κόσμου.
Η
Gerda, με την καρδιά της
σπασμένη που τον έχασε, ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι για να τον βρει και να τον
φέρει πίσω. Διέσχισε έναν μαγικό ποταμό, φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας γριάς
μάγισσας, μπήκε στον πύργο της πριγκίπισσας ενός μαγικού βασιλείου,
αιχμαλωτίστηκε από ληστές, όμως δεν το έβαλε κάτω. Έφτασε τελικά στη Λαπωνία,
όπου μια μάγισσα της εξήγησε τι είχε συμβεί στον Kay, της περιέγραψε τη δύναμη της βασίλισσας
του χιονιού και της είπε ότι μόνο της όπλο για να αντιμετωπίσει την παγωμένη
κυρά ήταν η αγάπη της για τον Kay
και
η αθώα της καρδιά.
Και
νάτη κοντά στο παλάτι όπου ζούσε ο Kay.
Ξεφεύγοντας από την επίθεση των νιφάδων του χιονιού που υπηρετούσαν τη
βασίλισσα, η Gerda
πολέμησε έχοντας για βοήθεια μια λεγεώνα αγγέλων που γεννήθηκαν από την ανάσα
της. Ο δρόμος για το παλάτι ήταν πια ανοιχτός και η Gerda μπήκε. Εκεί βρήκε τον Kay να παίζει μόνος σε μια παγωμένη λίμνη που
στο κέντρο της βρισκόταν ο θρόνος της βασίλισσας. Δουλειά του ήταν με τα λεία
κομμάτια πάγου να φτιάχνει σχήματα και λέξεις, σαν να δούλευε ένα μεγάλο puzzle, και θα ελευθερωνόταν μόνον αν κατάφερνε
να σχηματίσει τη λέξη «αιωνιότητα».
Η
Gerda έτρεξε κοντά του και
τον φίλησε γλυκά, κλαίγοντας με καυτά δάκρυα. Και τότε, ένα δάκρυ κύλησε στο
στήθος του Kay και
έφτασε στην καρδιά του, όπου έλιωσε τον πάγο και παρέσυρε το γυαλί που είχε
σταθεί εκεί. Έκλαψε και το αγόρι κι έτσι το άλλο γυαλί βγήκε από το μάτι του. Τα
δυο παιδιά σφιχταγκαλιάστηκαν και από την ευτυχία οι πλάκες γύρω τους
σχημάτισαν τη λέξη «αιωνιότητα». Ο Kay ήταν
πια ελεύθερος από τα μάγια της βασίλισσας.
Γύρισαν
μαζί στη γειτονιά τους, όπου βρήκαν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει, εκτός από τους
ίδιους: αν και παιδιά στην καρδιά, είχαν μεγαλώσει, ενώ είχε φτάσει κιόλας το
καλοκαίρι, ένα ζεστό, όμορφο καλοκαίρι.
Πηγή
για τις εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου