Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικα παραμύθια: H. C. Andersen, «Το έλατο»


Πώς να το εξηγήσω; Τα Χριστούγεννα, μαζί με τον θόρυβο, τη μουσική, την πολυχρωμία, τα χαμόγελα, τα δώρα, εισβάλλει ανεπαίσθητα στη ζωή μας και μια μελαγχολία. Μικρή, διακριτική, αλλά παρούσα, σαν ένα λεπτό πέπλο που θολώνει λιγάκι την εικόνα. Είναι μια μελαγχολία για όσα δεν κάναμε καθόλου; Για όσα κάναμε, αλλά όχι σωστά; Για τους ανθρώπους που χάσαμε στον δρόμο; Για τον χρόνο που πέρασε; Γι’ αυτόν που θα έρθει;
Ένα παραμύθι θα διηγηθούμε σήμερα, γραμμένο από τον ξακουστό Δανό παραμυθά Hans Christian Andersen. Δημοσιεύτηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1844 κι ένα έλατο είναι το θέμα του.
Ένα έλατο που μεγαλώνει όμορφα στο δάσος. Που νιώθει στα κλαδιά του το αεράκι να πεταρίζει. Που φιλοξενεί πουλιά στα κλαδιά του να τερετίζουν. Πού το χαϊδεύει ο ζεστός ήλιος. Που μαζεύει παρέες παιδιών στον ίσκιο του να πολυλογούν και να τρώνε βατόμουρα και φράουλες. Τόσες χαρές, κι εκείνο αισθανόταν δυστυχισμένο. Του φαινόταν ότι μεγάλωνε αργά και ότι υστερούσε σε σύγκριση με τα πανύψηλα δέντρα που το περικύκλωναν.


Το φθινόπωρο έβλεπε τους ξυλοκόπους να κόβουν τους ολόισιους κορμούς για να τους στείλουν ταξίδι στο πέλαγος, ξύλα στο κορμί των πλοίων, τέλεια κατάρτια. Κι ήθελε κι εκείνο να ταξιδέψει στη θάλασσα, με το κορμί του γυμνό από κλαδιά, να φέρνει το άρωμα του δάσους καταμεσής στη θάλασσα. Και μετά ήρθαν τα Χριστούγεννα, και τα έλατα με τα πυκνά κλαδιά στόλισαν σπίτια και αυλές, ντυμένα με μπάλες πολύχρωμες και φωτάκια. Το ελατάκι απογοητεύτηκε. Πόσο άσχημο ήταν, ώστε κανείς δεν το καταδεχόταν. Το άφηναν εκεί, στο δάσος, μοναχό.
Να όμως που τα επόμενα Χριστούγεννα ήρθε και η σειρά του. Πήρε τη θέση του σε ένα μεγάλο δωμάτιο, πλάι σε κουνιστές πολυθρόνες, μεταξένιους καναπέδες και κομψά βάζα. Νεαρές κυρίες στόλισαν τα κλαδιά του με καραμέλες, φρούτα και κεριά. Κι έβαλαν στην κορυφή του το πιο φωτεινό αστέρι. Επιτέλους! Ήταν τόσο όμορφο με όλα τα φωτάκια του αναμμένα. Μέχρι που τα παιδιά άτσαλα τράβηξαν τα δώρα τους από τα κλαδιά του και κάθισαν στη βάση του για να πουν ιστορίες που παρόμοιές τους δεν είχε ποτέ ακούσει στο δάσος.


Αυτό ήταν. Την άλλη μέρα του έβγαλαν τα στολίδια και το πέταξαν σε μια σοφίτα παρέα με τα ποντίκια της. Κι εκεί ξανάφερε στον νου του τη ζωή του. Τότε που ήταν στο δάσος, με τη μικρή σημύδα πλάι του ίδια πριγκίπισσα, τότε που έλαμψε από το φως των κεριών για μια νύχτα, την πιο ευτυχισμένη του νύχτα.
Να όμως που η ζωή του θα γνώριζε κι άλλες περιπέτειες. Η σοφίτα έπρεπε να καθαριστεί και το έλατο ήταν κατάλληλο για να καεί στο τζάκι. Το μετέφεραν, λοιπόν, στην αυλή, το έκοψαν κομμάτια και άφησαν το αστέρι του στα χέρια των παιδιών. «Τι άσχημο, γέρικο έλατο», είπε ένας πιτσιρικάς και το δέντρο ξαναθυμήθηκε τη νιότη του στο δάσος κι ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη να ξαναήταν εκεί.


Όμως, αντί για το δάσος, τα κομμάτια του τάισαν το τζάκι και κάθε φορά που άρπαζαν φωτιά ακουγόταν ένα «ποπ» σαν αναστεναγμός, καθώς του ερχόταν στον νου μια καλοκαιρινή ημέρα στο δάσος και το βράδυ των Χριστουγέννων, μέχρι που στο τέλος ... κάηκε.
«Τα αγόρια συνέχισαν να παίζουν στον κήπο και το μικρότερο φόρεσε στο στήθος του το χρυσό αστέρι, με το οποίο είχε στολιστεί το δέντρο το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ύπαρξής του. Τώρα, όλα ήταν παρελθόν. Η ζωή του δέντρου ήταν παρελθόν και η ιστορία επίσης –γιατί όλες οι ιστορίες πρέπει κάποια στιγμή να φτάνουν στο τέλος τους».
Έτσι τελειώνει το παραμύθι του ο Hans Christian Andersen και αφήνει εμάς να σκεφτούμε για την ευτυχία και το παρελθόν, για τη θλίψη και το μέλλον.

Πηγές για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου