Πήγα
πικραμένη στον Θύα τον γραμματικό που ήξερε να δένει με τις κατάρες του τον νου
των ανθρώπων. Στα χέρια μου κρατούσα ένα μολύβδινο φύλλο που αγόρασα από τον
Νέμωνα τον σιδερά.
«Έναν
κατάδεσμο θέλω να μου φτιάξεις», του είπα.
«Ποιον
θες να καταραστείς;» με ρώτησε, όταν ακούμπησα το μολυβδόφυλλο πάνω στον πάγκο
του.
«Γράφε»,
του είπα.
Τον
είδα που δίσταζε.
«Γράφε»,
του ξαναείπα και έβαλα στα χέρια του δυο μνες. «Γράφε αυτό που θα σου πω».
Ο
Θύας πήρε το κεντρί και άρχισε να χαράζει πάνω στο μολύβι όσα του υπαγόρευα.
«Καταδέω
τη Μιρύνα και όσους την υποστηρίζουν προς τον Ερμή τον Εριόνιο και προς την
Περσεφόνη και προς τη Λήθη. Καταδέω τον νου της, τη γλώσσα της, την ψυχή της
και όσα κάνει εναντίον μου. Να μην έχει μάτια να βλέπει γύρω της. Να πετρώσουν τα πόδια της. Σκουλήκια να
φάνε τα χέρια της. Να αποστρέφουν το πρόσωπό τους οι άντρες όταν την βλέπουν.
Να δεθεί κόμπος η γλώσσα της. Να παραλύσει ο νους της».
«Τελείωσες;»
με ρώτησε.
«Τελείωσα», του απάντησα.
«Πολλή
χολή έβγαλες», είπε ο Θύας και άρχισε να τυλίγει το μολυβδόφυλλο.
Τον
κοίταξα χωρίς να μιλώ καθώς το έδενε γερά.
«Αυτή
που έβγαλες πάει, έφυγε», μου είπε. «Μ’ αυτήν που έμεινε στην ψυχή σου κοίτα να
δεις τι θα κάνεις».
Μ’
ενόχλησαν τα λόγια του.
«Δεν
βλέπεις πως η καρδιά μου έγινε ίδια με πέτρα;»
«Το
βλέπω».
«Τώρα
που έχασα τον Αινέα δεν με νοιάζει κι αν πεθάνω», του είπα αποφασισμένη.
«Χόρτασα τον πόνο. Αυτή η βρόμα η Μιρύνα, που τον έκλεψε μέσα από τα χέρια μου,
θέλω να βασανίζεται όσο ζει».
Ο
Θύας τύλιξε το μολυβδόφυλλο και μου το έδωσε. Το έκρυψα κάτω από το ρούχο μου.
Περπάτησα ως έξω από τα τείχη, εκεί που θάβουν τους μιασμένους. Έσκαψα έναν
μικρό λάκκο κι εκεί το ακούμπησα. Το σκέπασα με πέτρες και ακατάληπτες λέξεις.
Πάνω τους έριξα μια χούφτα στάχτη.
Πήρα
τον δρόμο για το σπίτι. Δεν πρόλαβα να περάσω το κατώφλι όταν μου είπαν πως
πριν από λίγο είχε χαθεί ο Αινέας. Από το άλογο είχε πέσει και έσπασε το κεφάλι
του. Η ψυχή μου σφίχτηκε και ένας πόνος σαν από μαχαιριά μούδιασε το κορμί μου.
Μα πριν προλάβω να ρωτήσω πού και πώς οιμωγές ακούστηκαν. Πετάχτηκα έξω στη
στιγμή. Η Μυρίνα, αλλοπαρμένη, με λυμένα μαλλιά και καταματωμένα μάγουλα,
έτρεχε στους σκονισμένους δρόμους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Πρόκειται για κατάδεσμο που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα και
βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τάραντα.
Το
παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.
Πηγή
για την εικόνα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου