Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Περί του κακού (Μέρος Α΄)


Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1755 η Λισαβόνα, μία από τις πιο πλούσιες πόλεις της εποχής, συγκλονίστηκε από έναν σεισμό για τον οποίο οι μαρτυρίες λένε ότι διήρκεσε δέκα λεπτά. Ο ουρανός γέμισε σκόνη τη στιγμή που τα σπίτια κατέρρεαν. Μετά τον σεισμό, φωτιά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ένα σωρό άνθρωποι έτρεξαν προς το λιμάνι για να σωθούν. Όμως, ο σεισμός προκάλεσε τσουνάμι. Τα τεράστια κύματα που σηκώθηκαν κατέπνιξαν όσους είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί.


Αυτό το τρομακτικό γεγονός υπήρξε η αφορμή ώστε οι άνθρωποι να ξανασκεφτούν πώς ορίζεται και από πού προέρχεται το κακό. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η μεσαιωνική αντίληψη ότι υπάρχουν στον κόσμο δύο είδη κακού: το φυσικό κακό (ένας σεισμός, ένα τσουνάμι κ.λπ.), που προέρχεται από τον Θεό ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας, και το ηθικό κακό, που οφείλεται στις δικές μας αποφάσεις ως αποτέλεσμα της αποξένωσής μας από τον Θεό.
Αφετηρία αυτής της διάκρισης ήσαν οι ιδέες που διατύπωσε ο Ιερός Αυγουστίνος σχετικά με την κοσμική ιεράρχηση. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, καθετί αξιολογότερο και αγαθότερο βρίσκεται ψηλά, κοντά στον Θεό, ο οποίος θυμίζει το πλατωνικό αγαθό, ενώ καθετί που βρίσκεται χαμηλά είναι πολύ κοντά στο μηδέν, χωρίς ωστόσο να είναι ολοκληρωτικά μηδέν. Όσον αφορά στο καλό και στο κακό, το επιχείρημά του συνοπτικά είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ο οποίος είναι καλός, όπως δημιούργησε και τον άνθρωπο, ο οποίος ζούσε αρχικά στον παράδεισο αλλά, λόγω της ανυπακοής του, εξέπεσε. Το κακό δεν έχει, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, αυτόνομη ύπαρξη, αλλά αποτελεί συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου, της ελεύθερης έφεσής του προς το κακό. Το προπατορικό αμάρτημα, εν συνεχεία, καταδίκασε όλους τους ανθρώπους να είναι επιρρεπείς στην αμαρτία.


Όμως, σε αυτό το πλαίσιο σκέψης και με δεδομένους τρεις βασικούς ισχυρισμούς: α) το κακό υπάρχει, β) ο Θεός είναι αγαθός και γ) ο Θεός είναι παντοδύναμος, εμφανίζεται ένα λογικό πρόβλημα το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί. Πρόκειται για το πρόβλημα της θεοδικίας, όπως τίθεται από έναν άλλο φιλόσοφο, τον Gottfried Wilhelm Leibniz. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα παρακάτω. Γιατί, εφόσον ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν κόσμο με λιγότερα εγκλήματα και δυστυχίες, να υπάρχει το έγκλημα; Γιατί ο Θεός να δημιουργήσει την αιώνια κόλαση ως τιμωρία για πεπερασμένο αριθμό αμαρτιών; Γιατί να υπάρχει ο πόνος; Ο Θεός είναι ανώτερος ή κατώτερος από τη λογική; Αν θεωρήσουμε τη λογική ανώτερη, τότε ο Θεός είναι αδύναμος. Αν θεωρήσουμε τον Θεό ανώτερο, τότε η σχέση ανάμεσα στην ενοχή και στην τιμωρία, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, είναι τυχαία.
Σύμφωνα με τον Leibniz , οι πράξεις του Θεού γίνονται για το καλό μας. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στην αμαρτία και στον πόνο, ακριβώς επειδή ο Θεός δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Η αμαρτία, με την έννοια του ηθικού κακού, πρέπει κατά συνέπεια να συνδέεται με τον πόνο, με την έννοια του φυσικού κακού, παρότι δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την αιτιότητα.


Αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις απέδειξε ανεπαρκείς ο σεισμός της Λισαβόνας. Γιατί συνέβη ο σεισμός; Γιατί συνέβη στη Λισαβόνα; Γιατί συνέβη την ημέρα της μεγάλης γιορτής των Αγίων Πάντων; Και γιατί τόσες εκκλησίες καταστράφηκαν, ενώ οι οίκοι ανοχής κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν έπαθαν ζημιές;
Μαζί με τα κτήρια της Λισαβόνας, κατέρρευσε έκτοτε και η αντίληψη ότι το φυσικό κακό είναι συνδεδεμένο με το ηθικό. Στο εξής, οι φιλόσοφοι ενδιαφέρθηκαν να μελετήσουν αποκλειστικά το ηθικό κακό, εκείνο που διαπράττεται και εξαρτάται από τον άνθρωπο.

Πηγές για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου