Έμεινα
ο μόνος ζωντανός μετά τη μάχη που έδωσε η φυλή μου πέρα στο λόφο. Από τους
εχθρούς δυο-τρεις απέμειναν, κι αυτοί βαριά λαβωμένοι. Χώθηκαν μέσα στη λόχμη
για να σωθούν. Έθαψα τους δικούς μου εκεί όπου έπεσαν και πήγα στο ρυάκι να
πλυθώ. Σαν το νερό που τρέχει φάνηκε να είναι η ζωή μου και για ώρα πολύ το
κοίταζα να τρέχει στην πλαγιά. Έτσι νόμισα, μα δεν το έβλεπα. Σε ένα βότσαλο
είχε σταθεί η ματιά μου. Ένα τόσο δα βότσαλο, σαν πλακουτσό καρύδι, ήταν
ξαπλωμένο στην κοίτη του ρυακιού. Το πήρα στα χέρια μου. Το έπαιξα στα δάχτυλά
μου. Μου άρεσε το χρώμα και η γυαλάδα του. Με μια αιχμηρή λεπίδα από οψιανό,
που είχα για να γδέρνω τα κυνήγια, χάραξα μια γραμμή επάνω του, την άλλη μέρα
άλλη μια. Σε έξι μέρες, με έξι μοναχά γραμμές η θλίψη μου πήρε μορφή.
Την
έβδομη μέρα πήρα τον δρόμο για τη θάλασσα. Τον ήξερα τον δρόμο. Έφτασα κατά το
σούρουπο. Η κόρη του ψαρά καθόταν στην ακροθαλασσιά και είχε υγρά τα μάτια.
Πήρε το δώρο σιωπηλά και άκουσε με προσοχή την ιστορία μου.
«Αυτή
η πέτρα ας ξορκίσει το κακό», είπε σαν τέλειωσα.
Το
ένα της χέρι έσφιξε με δύναμη το σκαλισμένο βότσαλο, το άλλο ακούμπησε τρυφερά
πάνω στο δικό μου.
«Χθες το πρωί τα κύματα πήραν τον κύρη μου
μαζί τους», είπε και έγειρε το κεφάλι.
Σημείωση:
Πρόκειται για βότσαλο πάνω στο οποίο βρίσκεται εγχάρακτη μια καθιστή μορφή, η
οποία αποδίδεται εντελώς μινιμαλιστικά –πολύ κοντά στον τρόπο του μοντερνισμού..
Χρονολογείται στη νεολιθική περίοδο, βρέθηκε στο Στεφανοβίκειο (Μαγούλα
Καραμουρλάρ) της Μαγνησίας και εκτίθεται στο Μουσείο του Βόλου.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.
Πηγή
για την εικόνα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου