Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Το διήγημα του μήνα (Ιανουάριος 2013)

       Από αυτόν τον μήνα και κάθε μήνα στο εξής, θα ανεβάζω εδώ ένα μικρό διήγημα, γραμμένο από τον Βλάσση Τρεχλή. Να, λοιπόν, το πρώτο:

Το τελευταίο κρυμμένο πρόσωπο


Στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες

       Διαβάζοντας τις μικρές ιστορίες ενός αγαπημένου μου στοχαστή (κι ας μην φανεί σαν κρυψίνοια ή σαν κάποιο καπρίτσιο το ότι δεν αναφέρω τ' όνομά του), διαπίστωσα πως μου ήσαν λίγο-πολύ οικείες. Σε όλες τις ιστορίες περιέγραφε το πρόσωπό μου, λίγο θολό είναι η αλήθεια, μα το δικό μου πρόσωπο.

       
Αν παρατηρήσει κάποιος τα ανθρώπινα πρόσωπα, θα διαπιστώσει πως πολύ λίγα έχουν συγκεκριμένες γραμμές που τα κάνουν να ξεχωρίζουν. Αυτό είναι ολοφάνερο όταν συναντάμε κάποιον που έχει έρθει από μοναχικές και απομονωμένες χώρες της εξωτικής Ανατολής ή από ξεχασμένες φυλές μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
       Όμως, ο αγαπημένος μου στοχαστής στα διηγήματά του δεν περιέγραφε μόνο το πρόσωπό μου, αλλά και τα χιλιάδες συναισθήματα που με κατακλύζουν, όπως κατακλύζουν τον κάθε άνθρωπο, κάθε στιγμή.
       Θα μπορούσε κάποιος να πει πως γνωριζόμαστε. Πως είμαστε παλιοί φίλοι ή πως με ξέρει από τα μαθητικά θρανία. Θα σας απογοητεύσω. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Μάλιστα πρέπει να σας πω πως έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Και δεν μπορούσε βέβαια όσο ζούσε να φανταστεί τη μελλοντική μου ύπαρξη, αφού δεν γνώριζε τους γονείς μου. Ούτε τη μάνα μου ερωτεύτηκε κάποια τυχαία βραδιά, αφού είναι γνωστό πως δεν περνάνε σημαντικοί άνθρωποι από την πόλη μου και η μάνα μου δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι της κι ούτε είχε ποτέ την πολυτέλεια να χαθεί στα όνειρά της.
       Στις ιστορίες του, λοιπόν, πρόσωπα πάνε κι έρχονται. Πολλά πρόσωπα. Σπουδαία και ταπεινά πρόσωπα. Πρίγκιπες και στρατηγοί. Δεινοί ρήτορες και μεγάλοι εραστές. Υπάλληλοι διπλοπρόσωποι. Δούλοι ραδιούργοι και παραφουσκωμένοι με μίσος. Θλιβεροί υπηρέτες, από αυτούς που φτύνουν στο φαγητό του αφέντη τους για να του μεταδώσουν τη σιχαμένη αρρώστια τους. Κηπουροί που δηλητηριάζουν το άρωμα των λουλουδιών. Κάποιοι νταήδες που παίζουν στα δάχτυλα τα κοφτερά μαχαίρια. Όμορφα κορίτσια φτιαγμένα από σύννεφα. Περιπλανώμενοι τροβαδούροι χαμένοι μέσα στους στίχους των τραγουδιών τους. Και εδώ αρχίζουν τα παράξενα. Όποια ιστορία κι αν περιγράφει ο αγαπημένος μου στοχαστής είναι μέρος της δικιάς μου ιστορίας. Είμαι ο πρωταγωνιστής και μαζί ο τελευταίος κομπάρσος των ιστοριών του.
       Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος πώς είναι δυνατόν να είμαι μεγάλος ηγέτης και δούλος. Να είμαι δεινός ρήτορας και ταπεινός δολοπλόκος. Έντιμος και άτιμος. Να είμαι δυο διαφορετικά πράγματα κάθε φορά, τόσο αντίθετα μεταξύ τους.
       Για να πω την αλήθεια, κι εμένα με παραξένεψε αυτό στην αρχή. Ήμουν όλα αυτά και δεν το γνώριζα; Μάλλον ήμουν. Κι αν με κοιτάξει κάποιος σαν γρίφο που περιμένει τη λύση του και δεν τα δει όλα τούτα, θα του πω την αλήθεια. Θα του πω πως όλα όσα βλέπει πάνω μου, τα καλά ή τα κακά μου, είναι οι επιλογές μου. Δεν είναι πλέον μυστικό πως ο καθένας έχει μέσα του στοιβαγμένα χίλια πρόσωπα και από αυτά επιλέγει να ζει με ένα, άντε με δύο.
       Ο αγαπημένος μου στοχαστής είχε μια υποχρέωση απέναντι σ' εμένα, απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στον αναγνώστη. Να γράψει όλα όσα έβλεπε. Όλα όσα οι άλλοι δεν μπορούν να δουν.
       Επειδή είμαι, μαζί με όλα τα άλλα κουσούρια μου, και εξαιρετικά φιλόδοξο άτομο, αποφάσισα επηρεασμένος από Αυτόν, να γράψω την ιστορία του κόσμου. Ήθελα να ανακαλύψω και εγώ με τη σειρά μου τα χίλια πρόσωπα των ανθρώπων. Κόμπιασα από την αρχή. Μου φαινόταν εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Προσπάθησα να δω μέσα από κάποια σχισμή του μυαλού μου τα πρόσωπα και τις ιστορίες των ανθρώπων, αλλά δεν είδα πουθενά άλλους ανθρώπους. Παντού έβλεπα το ένα και μοναδικό πρόσωπο που περίμενε να του δώσω τον ρόλο του. Θα σας το πω από την αρχή. Αυτό το ένα και μοναδικό πρόσωπο ήταν ο αγαπημένος μου στοχαστής.
       "Πώς να μοιράσω τους χίλιους ρόλους των ανθρώπων στο πρόσωπό του;" αναρωτήθηκα κάπως φωναχτά.
        Να τον γεμίσω με ενοχές δεν μου πήγαινε. Να κάνω ήρωα ένα γεροντάκι (ήταν γεροντάκι όταν έφτασαν η φήμη του και τα βιβλία του σε μένα), πάλι δεν μου πήγαινε. Να τον εμφανίσω σαν δούλο, πάλι δεν γινόταν, γιατί του είχα άθελά μου μεγάλο σεβασμό. Βρισκόμουν σε απόγνωση και ένα βράδυ άρχισα να φωνάζω και να εκλιπαρώ την παρουσία του. Θυμάμαι τον εαυτό μου μετά από τόσα χρόνια και πιστεύω πως ήμουν σίγουρα μεθυσμένος. Ήμουν εκτός εαυτού.
       "Φανερώσου, δειλέ", άρχισα να τον βρίζω. "Κρύβεσαι, ταχυδακτυλουργέ του τσίρκου, στο ένα και μοναδικό σου πρόσωπο. Δείξε μου, άθλιε εγωιστή, τον δρόμο των χιλίων προσώπων. Φόρεσε τις μάσκες σου και έλα να αναμετρηθείς μαζί μου".
       Οι φωνές μου φαίνεται πως ξεσήκωσαν την πολυκατοικία και ο θυρωρός, ένα σεβάσμιο και λιγομίλητο γεροντάκι, μπήκε με τα δεύτερα κλειδιά του στο διαμέρισμά μου. Μέσα στο μισοσκόταδο με αναζήτησε ακολουθώντας το νήμα των κραυγών μου και, όπως ήρθε προς το μέρος μου, έπεσε πάνω στο μαχαίρι που άτσαλα κράδαινα μέσα στις απειλές και στο μεθύσι μου.
       Τώρα, μέσα στη φυλακή, περισσότερο μόνος από κάθε άλλη φορά, φέρνω στον νου μου το τελευταίο πρόσωπο που μου αποκάλυψε ο αγαπημένος μου στοχαστής. Αυτό του δολοφόνου.     

Πηγή για την εικόνα:
https://thephilosophyofscience.wordpress.com/category/borges/
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου