Στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη διατυπώνεται
για πρώτη φορά ένας ορισμός της πολιτειότητας. Πολίτης, σύμφωνα με τον
φιλόσοφο, είναι εκείνος που μετέχει στη δικαστική και στην εκτελεστική εξουσία,
ζώντας μέσα στο έκκεντρο και κυκλικό σύμπαν της πόλεως και εξασφαλίζοντας έτσι
την αυτάρκεια. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η σημασία της πολιτειότητας είναι
τόσο μεγάλη για τον Αριστοτέλη, ώστε να θεωρείται συστατικό στοιχείο της
ανθρώπινης φύσης. στην πραγματικότητα, για τον φιλόσοφο, ο άνθρωπος ταυτίζεται
με τον πολίτη.
Στη δημοκρατική Ρώμη η ιδιότητα του πολίτη χάνει τον
ουσιακό της χαρακτήρα, και μάλιστα οι χριστιανοί συγγραφείς πετυχαίνουν να την
αποσπάσουν από τον αποκλειστικά ανθρώπινο χώρο της και να την συνδέσουν με την
πόλη του Θεού. Επιπλέον, για τους Ρωμαίους κομβική έννοια δεν είναι η μετοχή,
αλλά η προστασία που μπορούν να εξασφαλίσουν στον πολίτη οι νόμοι, και έτσι η
πολιτειότητα εννοείται περισσότερο ως ένα νομικό status.
Η υπεράσπιση των πολιτικών ελευθεριών επανακάμπτει με τον
Niccolò Machiavelli, ενώ ο Locke και κυρίως ο Rousseau εισηγούνται, με τις
σχετικές διαφοροποιήσεις ο καθένας μολονότι και οι δυο είναι οπαδοί της
αριστοτελικής παράδοσης, το «κοινωνικό συμβόλαιο», μια ομόφωνη σύμβαση
συναπτόμενη μεταξύ ίσων και ελεύθερων ατόμων, τα οποία, με πλήρη επίγνωση των
πράξεών τους και απόλυτη ειλικρίνεια, δημιουργούν θεσμούς διακυβέρνησης και
νομοθεσίας, ρυθμίζοντας έτσι τη συμβίωσή τους και δημιουργώντας μια πολιτική
κοινωνία δικαίου και ελευθερίας.
Διακρίνονται έτσι δύο διαφορετικοί, εξίσου ισχυροί στην εποχή
μας και, σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, συμπληρωματικοί τρόποι αντίληψης της
πολιτειότητας: ένας που την θεωρεί συστατικό, και άρα, μόνιμο, στοιχείο της
ανθρώπινης ταυτότητας και ένας που την κατατάσσει στα περιστασιακά ανθρώπινα
χαρακτηριστικά, εφόσον οι πολλές ιδιωτικές δραστηριότητες απομακρύνουν τον
άνθρωπο από την ενεργή άσκηση της πολιτικής.
Μία ακόμη παράμετρος που έχει απασχολήσει τους φιλοσόφους
είναι το ποιες κοινωνικές ομάδες και σε ποιον βαθμό μπορούν να απολαύσουν την
ιδιότητα του πολίτη και, κατά συνέπεια, να ενσωματωθούν στην κοινωνία. Το
οικουμενικό (universalist ή unitary) μοντέλο, σταδιακά κυρίαρχο στη μετά τον Β΄
παγκόσμιο πόλεμο εποχή και με βασική επιδίωξη
την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, συνδέεται με την εξέλιξη των πολιτικών
κοινωνικής πρόνοιας που έχουν ως στόχο την άμβλυνση των επιπτώσεων στην
κοινωνία της ανεργίας και της ασθένειας. Η κριτική που ασκήθηκε στο οικουμενικό
μοντέλο λόγω των αποκλεισμών και των εξαιρέσεων που ενδεχομένως δημιουργεί,
κατέληξε σε ένα εναλλακτικό, διαφοροποιημένο (differentialist), μοντέλο στη
σύλληψη της πολιτειότητας βασισμένο στην αναγνώριση της σημασίας της διαφοράς
(πολιτιστικής, διαφυλικής κ.λπ.) μέσα σε μια πλουραλιστικού τύπου δημοκρατία, η
οποία, στο όνομα του ίσου σεβασμού, οφείλει να διαφοροποιεί τη στάση της
αναφορικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η
ευελιξία έναντι των μειονοτήτων, ιδιαιτέρως στην εκπαίδευση, έχει βεβαίως κι
αυτό προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις.
Ωστόσο, σήμερα οι συζητήσεις έχουν διευρυνθεί. Σκεπτικοί
και βολονταριστές ανταλλάσσουν επιχειρήματα εκκινώντας από ένα πραγματικό
δεδομένο: το ότι προχωρούμε από το έθνος-κράτος προς υπερ-εθνικούς οργανισμούς.
Πηγή για την εικόνα:
http://www.education21.ch/fr/node/1278
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου