Τα έργα της
αρχαϊκής γλυπτικής έχουν προφανέστατη σύνδεση με τις οικονομικο-πολιτικές
συνθήκες της εποχής. Η Κόρη της Ακροπόλεως (γύρω στο 500 π.Χ.) ήταν το δίχως
άλλο ανάθημα από κάποιον αριστοκράτη, ενώ οι Κούροι του Σουνίου (γύρω στο 590
π.Χ.) θα πρέπει να ήσαν αφιερωμένοι από κάποιους καραβοκυραίους που πλούτισαν
από το εμπόριο και καλόπιαναν με τα δώρα τους τον θεό της θάλασσας.
Ο πολιτικός
χαρακτήρας των αρχαϊκών γλυπτών εκδηλώνεται στη χρήση τους πρώτα-πρώτα
–αναθήματα ή σήματα, κατά τον John Boardman- αλλά και στην
οπτική γλώσσα που χρησιμοποιείται: ιδεατότητα και ταυτόχρονα λεπτομερής, σχεδόν
ρεαλιστική, σπουδή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, μετωπικότητα, συμμετρία και
ακινησία και ταυτόχρονα βραχύνσεις, αποκλίσεις, ελαχιστότατες μετατοπίσεις,
ρευστότητα και ζωντάνια. Τα αρχαϊκά γλυπτά εικονοποιούν τις αντιφάσεις της
εποχής τους: αυστηρότητα και μαζί μια πρωτόγνωρη ελευθερία. Και, πάντως,
παρουσιάζουν μια εξωστρέφεια παρόμοια με την πολιτική εξωστρέφεια –την
ψυχολογική ελευθερία του Forrest- η οποία εκείνη
την εποχή εγκαινιάζεται.
Επιπλέον, οι
δημιουργοί των αρχαϊκών γλυπτών έχουν, όπως και οι δημιουργοί των λυρικών
ποιημάτων, ταυτότητα. Δειλά στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια, βγαίνουν από
το σκοτάδι της ανωνυμίας και τολμούν να υπογράψουν τα έργα τους, αναγνωρίζοντας
έτσι και αποκτώντας συνείδηση της αξίας τους. Ευθυκαρτίδης είναι το όνομα του
γλύπτη, χαραγμένο στον Κούρο της Δήλου που χρονολογείται μεταξύ του 600 και του
525 π.Χ. Επίσης, στην επιτύμβια στήλη του Αριστίωνος αναγράφει το όνομά του,
όχι χωρίς κάποια διάθεση αυτοπροβολής για λόγους ίσως διαφημιστικούς, ο γλύπτης
Αριστοκλής. Αναγράφουν το όνομά τους ποιοι; Οι «καλλιτέχνες» λέμε σήμερα,
ξεχνώντας ότι στην εποχή τους έλειπε το πρώτο συνθετικό της λέξης. Τεχνίτες
ήσαν, άνθρωποι με θέση χαμηλή στην κοινωνική ιεραρχία, για τους ευπατρίδες απλοί
δημιουργοί, χαρακτηρισμός αυτός ο
τελευταίος που μόνο στα νεότερα χρόνια πήρε το πλούσιο νόημα που ακόμα έχει.
Και όπως οι
λυρικοί ποιητές έτσι και οι γλύπτες, μαζί με το όνομα, φανερώνουν κι αυτοί τα
αισθήματά τους. Ορισμένοι όχι μόνον αποφασίζουν να υπογράψουν, αλλά, μαζί με
την υπογραφή, κάποια σύντομη συνήθως φράση δηλώνει τη στάση τους έναντι της
τέχνης τους. Ἄγαλμα είναι η λέξη που χρησιμοποιείται ήδη από τον Όμηρο για να
αποδώσει την οπτική απόλαυση που προκαλείται στον θεατή αλλά και στον θεό στον
οποίο αφιερώνεται περικαλλές και καλόν είναι τα επίθετα που την
συνοδεύουν και φανερώνουν τον δημιουργό ταυτόχρονα και ως κριτή της τέχνης του,
να επιδιώκει και να προκαλεί τον θαυμασμό εκ μέρους των θεατών.
Πρόκειται για το ἀριστεύειν, δηλαδή, για τη
συνειδητή επιλογή της αθανασίας μέσω της αθάνατης φήμης. Με πόσο όμως
διαφορετικό περιεχόμενο από τα ομηρικά χρόνια. Οι ομηρικοί ήρωες με την
αριστεία συνοψίζουν τη ζωή τους σε ένα μοναδικό κατόρθωμα, όπως ωραία το
διατυπώνει η Hannah Arendt. Στην αρχαϊκή περίοδο, οι θνητοί δημιουργοί
αφήνουν κι αυτοί πίσω τους άφθαρτα ίχνη, καθώς η τέχνη είναι που τούς
καταξιώνει στα μάτια των άλλων.
«Πρέπει να ένιωσα
μέσα στον κούρο την υπερηφάνεια, ότι
είναι απλώς άνθρωπος: όχι ένα άτομο με καθημερινές διαστάσεις, όχι ένας
χαρακτήρας με τα ελαττώματα και τα ιδιαίτερα προσόντα του, αλλά ήδη, μέσα στην
ευγένεια του αρχαϊσμού, ένας πολίτης που αποδέχεται τους κανόνες και αντλεί,
από αυτήν την αποδοχή, τη δύναμή του –και αυτό είναι η απαρχή εκείνου που
αργότερα θα επιτρέψει όλες τις κατακτήσεις», γράφει για τη στιγμή που
πρωταντικρίζει τους αρχαϊκούς Κούρους η Jacqueline de Romilly.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Και τα
δύο έργα (Κούρος του Σουνίου και Επιτύμβια Στήλη Αριστίωνος) φυλάσσονται στο
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πηγή για τις εικόνες:
http://www.namuseum.gr/collections/sculpture/archaic/images/2720_m.png
http://www.namuseum.gr/collections/sculpture/archaic/archaic18-gr.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου