Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι VIII


Ως δούλος ήρθα στην Αθήνα από την Πέργαμο. Θείας είναι το όνομά μου. Ιμάντες από δέρματα έφτιαχνα στα μέρη μου, αλλά ήξερα και γράμματα. Λίγες ημέρες απ’ όταν έφτασα στην Αθήνα με πήρε κοντά του ο Ελλάνικος ο υποκριτής.
«Μπορείς να μου φτιάξεις μια μάσκα από δέρμα;» με ρώτησε.
«Θα δοκιμάσω», του απάντησα.
Μου έδωσε ένα κομμάτι δέρμα από μοσχάρι. Το έπλυνα και το στέγνωσα πολλές φορές. Μετά, έφτιαξα σε πηλό το πρόσωπο του αφέντη μου. Το έψησα όπως ψήνουμε τα αγγεία και, έτσι ζεστό όπως ήταν, ακούμπησα πάνω του το δέρμα προσέχοντας να εφαρμόζει καλά. Έπειτα, τα έβαλα και τα δυο μαζί στον φούρνο για όση ώρα έτρωγα ένα μήλο, ούτε στιγμή παραπάνω. Όταν έβγαλα τη μάσκα, είχε σκληρύνει όσο έπρεπε. Την πέρασα από τη μέσα μεριά με λάδι και μαλάκωσε. Την έβαψα όπως μου είπε ο Ελλάνικος και τη στόλισα όπως απαιτούσε ο ρόλος του, με μαλλιά και γένια, αφήνοντας τρύπες για τα μάτια και το στόμα. Του άρεσε και με έβαλε να φτιάξω μάσκες για όλο τον θίασο και για όλους τους ρόλους που παράσταιναν.


Το πραγματικό πρόσωπο του Ελλάνικου του υποκριτή μόνον ο χορηγός του κι εγώ το είχαμε δει. Μυστήριο ήταν για τους θεατές αλλά και για τους άλλους υποκριτές το πρόσωπο που βρισκόταν πίσω από το προσωπείο.
«Γι’ αυτούς θα είμαι πάντα ο ρόλος μου», έλεγε.
Ποτέ δεν βγήκε στη σκηνή για δεύτερη φορά κι ας τον καλούσαν με τις φωνές τους οι θεατές. Ούτε στην αγορά περπάτησε ποτέ, ούτε πλήρωσε κλακαδόρους για να τον επευφημήσουν, όπως έκαναν πολλοί θεατρίνοι.
«Ποιος είσαι;» του φώναξε κάποια φορά ένας θεατής αμέσως μόλις είπε την τελευταία ατάκα από τον Κρέοντα που παράστησε εκείνο το πρωί.
Έμεινε ακίνητος. Τον κοίταξε και από το μυθικό του προσωπείο απάντησε η σπηλαιώδης φωνή του:
«Ένα φάντασμα, ένας ανάερος ίσκιος. Αυτό είμαι», είπε και αποχώρησε από τη σκηνή.
Μετά από αυτό το επεισόδιο χάθηκε για λίγες ημέρες.
Τον βρήκα στον λόφο να αγναντεύει τη θάλασσα. Δυο μέρες στάθηκα αμίλητος κοντά του. Την τρίτη ημέρα σηκώθηκε και μου είπε:
«Αν πεθάνω, μην αφήσεις το πρόσωπό μου βορά στα άπληστα μάτια του όχλου. Στόλισέ το με μια από τις μάσκες σου».
Και έτσι έκανα. Το ρόλο του Οδυσσέα είχε στον Αίαντα, στα τελευταία Διονύσια, όταν έχασε την πνοή του. Την αιώνια μάσκα τοποθέτησα με προσοχή στο πρόσωπό του. Αμέσως το λείψανο ζωντάνεψε καθώς το είδαν όλοι όσοι από αγάπη μαζεύτηκαν για να ακολουθήσουν την πομπή. Πρώτος εγώ τον ακολούθησα. Στα χέρια μου κρατούσα το πήλινο ανάθημα. Και μόνον εγώ, ο Θείας, ο δούλος, γνώριζα πως ακόμη και σ’ αυτήν την τελευταία του παράσταση ο Ελλάνικος ο υποκριτής ήθος ποιούσε.

Σημείωση: Πρόκειται για αναθηματική μάσκα του 4ου αιώνα π.Χ.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου