Στο
δοκίμιό του «Avant-Garde and Kitsch», που κυκλοφόρησε το 1939, ο Clement Greenberg, η πιο διακεκριμένη κριτική φωνή του 20ού αιώνα και ο
άνθρωπος που ανέδειξε και καθιέρωσε το κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού,
επιχειρεί μια συνολική θεώρηση της δυτικής ζωγραφικής σε μια προσπάθεια να
υπερασπιστεί την ιδέα της ιστορικής προόδου στην τέχνη. Εκεί εξηγεί ότι η
πραγματική Avant-Garde τέχνη αποτελεί προϊόν της κριτικής σκέψης που γεννήθηκε μετά τον Διαφωτισμό
και ότι, κατά συνέπεια, είναι στενά συνδεδεμένη με μια διαδικασία επαναστατική.
«Επιδιώκοντας να υπερβεί τον Αλεξανδρινισμό, ένα κομμάτι της δυτικής αστικής
κοινωνίας παρήγαγε κάτι που μέχρι τότε ήταν εντελώς ανήκουστο: την avant-garde
κουλτούρα»: αυτά είναι τα ακριβή του λόγια.
Πορτραίτο του Clement Greenberg
από τον René Bouché
|
«Το περιεχόμενο πρέπει
τόσο πολύ να λιώσει μέσα στη μορφή, ώστε το έργο τέχνης να μην μπορεί να εκφράσει τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό», γράφει ο Greenberg. Από το περιεχόμενο
η έμφαση μετατοπίζεται στη μορφή. Η Avant-Garde ζωγραφική γίνεται «αφηρημένη»
(non-objective), γίνεται πιο «καθαρή», εφόσον εστιάζει στα ξεχωριστά
χαρακτηριστικά της αισθητικής φόρμας, σε αυτό που ο Greenberg ονομάζει «ιδιαίτερο
χαρακτήρα του μέσου» (medium specificity), δηλαδή στην εγγενώς δισδιάστατη απόδοση,
στην «επιπεδότητα» της εικόνας. Βεβαίως, ο Greenberg είναι καντιανός και
φορμαλιστής, και αυτό εξηγεί γιατί πιστεύει ότι τα μορφικά χαρακτηριστικά της
ζωγραφικής (γραμμή, σχήμα, χρώμα) έχουν κεντρική σημασία, ενώ το θέμα -το
οποιοδήποτε θέμα (αφηγηματικό, πολιτικό, συναισθηματικό κ.λπ)- είναι δευτερεύον
ή ακόμη και περιττό.
Από την άλλη,
παραδέχεται ότι, όταν η μοντέρνα τέχνη απομακρύνθηκε από το θέμα, τότε άρχισε να εκτιμάται
αποκλειστικά από μια μικρή ελίτ ανθρώπων της κυρίαρχης τάξης, από τα χρήματα
των οποίων η Avant-Garde εξαρτούσε την επιβίωσή της. Οι μαρξιστικές του ιδέες δεν εμποδίζουν τον Greenberg να κάνει
έναν «ιστορικό» συμβιβασμό: εξακολουθεί να παρέχει την υποστήριξή του στην
αφηρημένη τέχνη βασισμένος στις εξής δύο παραδοχές: ότι στόχος της είναι να διασώσει τα
υψηλά αισθητικά standards που διαβρώθηκαν
από την κακογουστιά της καταναλωτικής κοινωνία και ότι αποστολή της είναι να
αντισταθεί στην εισβολή της εμπορευματοποίησης στον χώρο της τέχνης. Επιπλέον,
ο Greenberg, αξιοποιώντας
τις αντιλήψεις του Hegel and του
Kant για τη διάκριση και την υπεροχή της ιδέας
έναντι της χειροτεχνικής, επιχειρεί να ορίσει την υψηλή τέχνη, την οποία
διαχωρίζει από ό,τι εκείνος θεωρεί ως μη «αυθεντική» τέχνη.
Ο Clement
Greenberg
παρατηρώντας έναν πίνακα του Kenneth Noland
|
Το δεύτερο μισό του
20ού αιώνα το να οριστεί η αυθεντική τέχνη ήταν βεβαίως αναγκαίο, καθώς
ο χώρος της Avant-Garde είχε
αρχίσει να κυριεύεται από την pop κουλτούρα και
από τις δυνάμεις της αταξίας εκπροσωπούμενες από το Neo-Dada,
την Pop Art και
την τέχνη Fluxus, τάσεις που παραπέμπουν, κατά τον Greenberg, στο άλλο μισό
του τίτλου «Avant-Garde and Kitsch», στο Kitsch, ζήτημα το οποίο θα θίξουμε σε επόμενη
ανάρτηση.
Πηγές για τις εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου