Εγώ,
ο Παν ο αγγειογράφος, υπήρξα μαθητής του Μύσωνα, που υπήρξε μαθητής του Φιντία,
και αυτός μαθητής του Ευφρόνιου. Ο Ευφρόνιος υπήρξε μαθητής του Ανδοκίδη, και αυτός
του ζωγράφου Εξηκία. Χρόνια τώρα υπηρετούμε πιστά την τέχνη του αγγειογράφου. Είμαστε
οι καλύτεροι, και οι πλούσιοι πολίτες της Αθήνας μας έχουν σε μεγάλη εκτίμηση,
αφού ψυκτήρες, κάλπες, στάμνες, κύλικες, αμφορείς στολίζουν τα σπίτια τους και τους
δείχνουμε με τις ζωγραφιές μας αυτό που πρώτοι οι θεοί μας δίδαξαν, δηλαδή να
αγαπούν με εκλεπτυσμένο τρόπο το ωραίο και τα πάθη τους να εμπνέουν το καλό.
Και
τώρα, εδώ στην Αγορά, πολίτες της Αθήνας, σας φέρνω αυτόν τον κρατήρα. Κοιτάξτε
τον καλά από όλες τις μεριές και πέστε μου όλοι εσείς πόσο η γλυκιά παρθένα σ’ αυτόν
τον κρατήρα, η Άρτεμις, η αδελφή του Φοίβου, εκλεπτύνει το πνεύμα σας. Όχι, δεν
θέλω να σταθεί η σκέψη σας στον μύθο.
σε όλους είναι γνωστό πως η θεά έβαλε τα σκυλιά του Ακταίονα να
κατασπαράξουν τον πρίγκιπα και αφέντη τους επειδή τόλμησε να δει ολόγυμνο το
θεϊκό κορμί της την ώρα που έκανε το μπάνιο της. Θέλω να σταθεί το βλέμμα σας σ’
αυτό το κορμί που πιάνει όλο το ύψος του
κρατήρα και που σαν τόξο λυγίζει από την αόρατη χορδή, με δύναμη τεντωμένη και
έτοιμη να σπρώξει το βέλος της ωραιότητάς της κατευθείαν στην καρδιά σας.
Κοιτάξτε το διάδημα, με πόση απλότητα στολίζει την απαλότητα των μαλλιών της. Κοιτάξτε
το λεπτόσυρτο κορμί της. Μοιάζει να χορεύει. Κοιτάξτε πόσο απαλά γλιστρούν τα πόδια
της πάνω στο πούσι των δασών. Κοιτάξτε τα χέρια της, με πόση χάρη, πόση
τρυφερότητα και δύναμη αντάμα, κρατούν το τόξο, και πόσο γρήγορα περνούν το
βέλος στη χορδή. Κοιτάξτε από πόσο μακριά έρχεται η μυθική μορφή της. χαμένη μέσα στον χρόνο
είναι, αλλά συγχρόνως πόσο ζωντανή και δροσερή σας δείχνει. Κοιτάξτε πόσο ευγενική,
πόσο μεγαλόπρεπη και απλή είναι. Πάνω από τον αρχαϊκό χιτώνα, που τόσο όμορφα
τονίζει την κρυφή ομορφιά του θεϊκού κορμιού της, στολίζει τους ώμους της η δορά ενός μικρού ελαφιού. Και αφού τα
δείτε όλα αυτά, πολίτες των Αθηνών, κι αφού γεμίσουν τα μάτια σας από ομορφιά,
πείτε μου, δεν είναι άδικο ο άμοιρος Ακταίων να είναι πεσμένος εκεί στην άκρη
του κρατήρα και να τον τρώνε τα σκυλιά; Μόνον οι θεοί, πολίτες των Αθηνών,
έχουν δικαίωμα να λιμπίζονται την ομορφιά των θνητών και να μηχανεύονται
χίλιους τρόπους για να χαρούν μαζί τους; Την ομορφιά της Αρτέμιδας, της ωραιότερης
παρθένας, πώς να μην την λιμπιστεί ο ευγενής Ακταίων, ο γιος του Αρισταίου και της
Αυτονόης και εγγονός του Κάδμου, ο πιο σπουδαίος κυνηγός;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Πρόκειται για Aττικό ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο κρατήρα. Αποδίδεται στον ζωγράφο
του Πανός και χρονολογείται στο 470 π.Χ.. Βρίσκεται στο Museum of Fine Arts της Βοστώνης.
Το
παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.
Πηγή
για την εικόνα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου